Άρθρο 12 Προαγωγή Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέα (EEE)

Σε περίπτωση προαγωγής ο Ευρωπαίος Εντεταλμένος Εισαγγελέας συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντα, τα οποία του ανατέθηκαν κατά τον διορισμό του, σύμφωνα με τον βαθμό που τότε κατείχε, μέχρι τη λήξη της θητείας του.

  • 11 Φεβρουαρίου 2021, 15:01 | Δημήτριος Ζημιανίτης-Ευρωπαίος Εισαγγελέας

    Η διάταξη αυτή, ως έχει, έρχεται σε αντίθεση με τον ΚΠΔ, όπου ορίζονται ρητά οι αρμοδιότητες των εισαγγελέων των διαφορετικών βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρο 27 ΚΠΔ). Ειδικότερα, το έργο της άσκησης της ποινικής δίωξης και των ενεργειών που συνέχονται με την ποινική προδικασία (προκαταρκτική εξέταση, κύρια ανάκριση) ανατίθενται, υπό το τρέχον καθεστώς του ΚΠΔ, αποκλειστικά σε εισαγγελείς του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Συνεπώς οι διορισθεντες ως ΕΕΕ του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, οι οποίοι -σημειωτέον- θα είναι περισσότεροι, λόγω του αναμενόμενου φόρτου εργασίας τους επί υποθέσεων αρμοδιότητας του EPPO, θα είναι δικονομικά προβληματικο να συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντα του βαθμού, για τον οποίο διορίστηκαν, εάν σε σύντομο χρόνο προαχθούν στον επόμενο βαθμό. Συνέπεια είναι δυνατόν να είναι η δυσλειτουργία του Γραφείου ΕΕΕ (ενδεχόμενο δικονομικών ακυροτήτων, προσφυγών, καθυστερήσεων κ.λπ.), αλλά και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ως ενιαίου οργάνου.
    Λύση θα ήταν, οι επιλεγόμενοι ως υποψήφιοι ΕΕΕ του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας να έχουν επαρκη υπηρεσιακό χρόνο άσκησης των καθηκόντων της θητείας τους ως ΕΕΕ, στο βαθμό για τον οποίο διορίστηκαν.
    Άλλη λύση, παρά το γεγονός ότι ο παρών νόμος θεωρείται ειδικότερος του ΚΠΔ, θα ήταν, επιπλέον, για λόγους καλής νομοτεχνικής πρακτικής, να υπάρξει σχετική τροποποίηση του ΚΠΔ, ώστε τα τώρα προβλεπόμενα εδώ περί της δυνατότητας λ.χ. (αντ)εισαγγελέως εφετών (στον οποίο σύντομα προήχθη ο διορισθείς ως ΕΕΕ πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας) να ασκεί ποινική δίωξη ή να υποβάλει προτάσεις σε δικαστικά συμβούλια του πρώτου βαθμού να περιληφθούν ως εξαίρεση στον κανόνα του άρθρου 27 ΚΠΔ κ.λπ., ενόψει και της εμβέλειας των δικονομικών αρμοδιοτήτων των Ευρωπαίων Εισαγγελέων.
    Πράγματι, η διείσδυση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην εσωτερική δικονομική τάξη δεν εισάγει απλή εξαίρεση από το ποινικοδικονομικό μας δόγμα και, επομένως, δεν είναι ορθό να αντιμετωπίζεται με απλή διάταξη τυπικού νόμου (όπως λ.χ. στο νόμο περί ΠΟΘΕΝ ΕΣΧΕΣ όπου εξαιρετικα προβλεπόταν η άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Εφετών), αλλά, αντίθετα πρόκειται για καινοφανή, καίρια τομή στο εθνικό ποινικό-δικονομικό σύστημα που εισήχθη με την ίδια τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 86 ΣΛΕΕ), συνιστάμενη σε εκχώρηση μέρους της εθνικής ποινικής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό δικαστικό όργανο, το οποίο υποκαθιστά πλήρως και σε ευρεία κλίμακα τα αντίστοιχα εθνικά δικαστικά όργανα (εισαγγελείς, πιθανώς δικαστικά συμβούλια). Τέτοιας εμβέλειας παρέμβαση στη δομή του ποινικού δικονομικού συστήματος, θα έπρεπε, κατά την άποψή μας, να αποτυπώνεται στις οικείες διατάξεις του ΚΠΔ και όχι σε (εγκατεσπαρμένες) διατάξεις κοινού τυπικού νόμου.