Άρθρο 24 Διεξαγωγή των δικών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας – Προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 17 του π.δ. 18/1989

Στο άρθρο 17 του π. δ. 18/1989 (Α΄ 8) προστίθεται παρ. 6 και το άρθρο 17 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 17
Άσκηση ενδίκων μέσων
1. Τα ένδικα μέσα ενώπιον του Συμβουλίου ασκούνται δια καταθέσεως δικογράφου.
2. Το δικόγραφο πρέπει να περιέχει το όνομα εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τη διεύθυνση της κατοικίας του, τον αριθμό φορολογικού του μητρώου, την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση, τους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίζεται το ένδικο μέσο, χρονολογία και υπογραφή.
3. Η αόριστη μνεία στα δικόγραφα ως προσβαλλόμενης και κάθε συναφούς πράξης ή απόφασης δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να ερευνήσει από την άποψη αυτή την υπόθεση.
4. Τα δικόγραφα της αίτησης ακυρώσεως, της προσφυγής και της αίτησης αναιρέσεως, που ασκούνται από ιδιώτη, υπογράφονται μόνο από δικηγόρο.
Τα δικόγραφα των ενδίκων αυτών μέσων, όταν ασκούνται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπογράφονται από τον οικείο νομικό σύμβουλο, πάρεδρο, δικαστικό αντιπρόσωπο ή δικηγόρο. Τα ίδια ισχύουν και για τους πρόσθετους λόγους, την παρέμβαση, την τριτανακοπή, την αίτηση ερμηνείας ή διόρθωσης αποφάσεως και την αίτηση αναστολής εκτελέσεως.
5. Το δικόγραφο προσφυγής που ασκείται από τον υπάλληλο μπορεί να υπογράφεται και από τον ίδιο. Όταν η προσφυγή ασκείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δικόγραφο υπογράφεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Τα ίδια ισχύουν και για τους πρόσθετους λόγους, την παρέμβαση, την τριτανακοπή και την αίτηση ερμηνείας ή διόρθωσης αποφάσεως.
6. Τα δικόγραφα των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που κατατίθενται στο Δικαστήριο, όπως και τα δικόγραφα προσθέτων λόγων και των παρεμβάσεων, δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τις τριάντα (30) σελίδες. Τα δικόγραφα των υπομνημάτων δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τις είκοσι (20) σελίδες. Σε περίπτωση ουσιώδους υπέρβασης του αριθμού αυτού, η Γραμματεία δύναται, κατόπιν συνεννοήσεως με τον πρόεδρο του αρμόδιου σχηματισμού, να ζητήσει από τον πληρεξούσιο δικηγόρο να προσαρμόσει την έκταση του δικογράφου στα ανωτέρω δεδομένα, εντός προθεσμίας η οποία δεν υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα. Αν ο πληρεξούσιος δεν προσαρμοσθεί στην υπόδειξη αυτή, το Δικαστήριο, με την απόφαση που εκδίδεται επί της υπόθεσης, μπορεί να του επιβάλλει χρηματική κύρωση, το ύψος της οποίας δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο της δικαστικής δαπάνης, που προβλέπεται για τη σύνταξη του εισαγωγικού δικογράφου. Το ποσό της κύρωσης περιέρχεται στο ΤΑΧΔΙΚ. Στον Κανονισμό του Συμβουλίου της Επικρατείας ορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.».

  • 21 Φεβρουαρίου 2021, 17:04 | Θαλής Πολυχρονάκος

    1. Η υπό διαβούλευσιν διάταξη του Άρθρου 24 παρ. 6 του επιμάχου Ν/Σ είναι εντελώς εσφαλμένη, εμπνέεται από ασύμβατα με το Ελληνικό Δίκαιο νομοθετικά πρότυπα και κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Είναι αληθές ότι κατά τον ισχύοντα δικονομικό κανονισμό του Ε.Δ.Δ.Α. η έκταση του δικογράφου της Προσφυγής και το Υπομνήματος του προσφεύγοντος δεν δύναται να υπερβαίνει τις 30 και τις 20 σελίδες αντίστοιχα. Άλλωστε για τη σύνταξη της Προσφυγής ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. είναι υποχρεωτική η χρήση του σχετικού ψηφιακού υποδείγματος που παρατίθεται στον ιστότοπο του εν λόγω Δικαστηρίου, οπότε είναι τεχνικώς αδύνατη η υπέρβαση του ορίου των 30 σελίδων. Και είναι μεν αληθές ότι: «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» και ότι κατά Αρίσταρχον: «αρεταί του λόγου τρεις. σαφήνεια, λιτότης, βραχυλογία», πλην όμως η εφαρμογή του νομοθετικού προτύπου των δικογράφων ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. είναι προϊόν της αγγλοσαξωνικής νομικής παράδοσης και εξυπηρετεί άλλους νομοθετικούς σκοπούς, οι οποίοι είναι ασύμβατοι με τις μακρές παραδόσεις του ΣτΕ και τη γενικότερη ιστορική διαμόρφωση και εξέλιξη της δικονομίας του ΣτΕ βάσει των γαλλικών δικονομικών προτύπων της δικονομίας του Conseil d’État. Ειδικότερα, τα δικόγραφα Προσφυγής και Υπομνήματος ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. απευθύνονται σε ένα από τα διασημότερα Διεθνή Δικαστήρια πολυεθνικής συνθέσεως, στη νομολογία του οποίου έχουν συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό Βρεταννοί και Ιρλανδοί Δικαστές του Ε.Δ.Δ.Α. και Προσφυγές από προσφεύγοντες υπηκόους της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή υποθέσεις που προέρχονται από έννομες τάξεις που ανήκουν στην αγγλοσαξωνική Οικογένεια Δικαίων και για την εκδίκαση των οποίων από τα εθνικά Δικαστήρια εφαρμόσθηκε η αγγλοσαξωνική νομική παράδοση του Ιρλανδικού και Βρεταννικού Δικαίου. Η επιρροή της αγγλοσαξωνικής νομικής παράδοσης είναι άλλωστε εμφανής στη δικονομία αλλά και στη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., όπως συνάγεται όχι μόνο από τη λιτή διατύπωση και τον αυθεντικό χαρακτήρα της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. ως πηγής του Δικαίου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ και των Προσθέτων Πρωτοκόλλων αυτής, αλλά και εκ του γεγονότος ότι η 1 εκ των 2 επισήμων διαδικαστικών γλωσσών ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. είναι η Αγγλική. Συνεπώς, η τυχόν εφαρμογή δικονομικών θεσμών αγγλοσαξωνικής επιρροής και προελεύσεως στην ακυρωτική και αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ οδηγεί εις άτοπον, διότι με μαθηματική ακρίβεια θα εισάγει «καινά δαιμόνια» στις μακρές παραδόσεις του ΣτΕ, αφού ευρίσκεται στον αντίποδα του γαλλικού δικονομικού προτύπου της ακυρωτικής και αναιρετικής δίκης ενώπιον του Conseil d’État, η οποία αποτελεί το σταθερό νομοθετικό πρότυπο της δικονομίας ενώπιον του ΣτΕ (ν.δ. 170/1973, Π.Δ. 18/1989).

    2. Πολλώ δε μάλλον, τυχόν a priori περιστολή του δικαιώματος γραπτής ανάπτυξης διά των δικογράφων αιτήσεως αναιρέσεως, αιτήσεως ακυρώσεως, προσθέτων λόγων αναιρέσεως και ακυρώσεως και Υπομνήματος των αναφυομένων στην ακυρωτική και αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ πραγματικών και νομικών ζητημάτων – σε συνδυασμό με τον ήδη τεθέντα σε ισχύ απαράδεκτο ex ante περιορισμό της προφορικής αναπτύξεως των λόγων αναιρέσεως και ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ από τους πληρεξουσίους Δικηγόρους των διαδίκων σε 30′ έως 40′ maximum(Πρακτικό ΟλΣτΕ 24/2020, ΦΕΚ Β΄, 5691), ρύθμιση για την οποία έχουν ήδη διαμαρτυρηθεί εντόνως Δ.Σ.Α. και Δ.Σ.Θ. http://www.legalnews24.gr/2021/01/30_25.html – οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ευθεία προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης που ερείδονται στις συνταγματικής και ηυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις των Άρθρων 20 παρ. 1 Συντ., 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1 ΔΣΑΠΔ, 8, 10 Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι τυχόν απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ή ακυρώσεως ως απαράδεκτης από το ΣτΕ λόγω «υπέρβασης του ανωτάτου αριθμού σελίδων των ανωτέρω δικογράφων» κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης διάταξη του παρόντος Ν/Σ, ασφαλώς θα συνιστούσε «υπερβολική τυπολατρεία» (Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση 14.12.2006 [Προσφυγή Νο 77574/01] Ζουμπουλίδης ΚΑΤΑ Ελλάδος, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α.), που «τείνει προς το σόφισμα» και «αποδυναμώνει σε τεράστιο βαθμό την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στην ελληνική αναιρετική διαδικασία» (Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση 22.2.2007 [Προσφυγή No 17721/04] Perlala ΚΑΤΑ Ελλάδος, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α.), οδηγώντας αναπόφευκτα στην παραβίαση του δικαιώματος των διαδίκων της αναιρετικής και ακυρωτικής δίκης σε δίκαιη δίκη κατ’ Άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ υπό την ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης σε Δικαστήριο (ΣυμβΣτΕ 2901/2014, ΝΟΜΟΣ – ΑΠ 293/2017, ΠοινΧρον ΞΗ΄, 318 μετά Σχολίων Οικονόμου), οσάκις τυχόν απόρριψη των ως άνω δικογράφων ως απαραδέκτων εκ των ως άνω λόγων θα συνιστούσε «φορμαλιστική προσέγγιση υπερβολικά προσηλωμένη στους τύπους» που εμποδίζει τους διαδίκους από το να εξετάσει το ΣτΕ την ουσιαστική βασιμότητα των ισχυρισμών τους(Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση 22.7.2006 [Προσφυγή Νο 36998/] Ευσταθίου ΚΑΤΑ Ελλάδος, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α. – βλ. Τέντε, εις ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ, Τα Ελληνικά Δικαστήρια και η νομολογία του ΕΔΔΑ, σελ. 21 επ., ΑΘΗΝΑ 2011).

    3. Οι συγκεκριμένες δικονομικές ρυθμίσεις του Άρθρου 24 παρ. 6 του παρόντος Ν/Σ ελέγχονται εκ των ως άνω λόγων ως πολλαπλώς ατυχείς και όθεν αποκρουστέες, διότι: α) αντιτίθενται στην κεντροευρωπαϊκή (γαλλική και γερμανική) νομική παράδοση προς την οποία στοιχεί πλήρως το Ελληνικό Δίκαιο και αποπειρώνται να εισάγουν αγλλοσαξωνικές νομικές παραδόσεις, μολονότι αποτελούν ξένο corpus στην ελληνική έννομη τάξη, β) εισάγουν ασφυκτικές και μη αναλογικές δικονομικές ρυθμίσεις πλαισίου στη δικονομία ενώπιον του ΣτΕ, οι οποίες με τις ανελαστικές διατάξεις τους προσβάλλουν τον πυρήνα του δικαιώματος δίκαιης δίκαιης στα πλαίσια της ακυρωτικής και αναιρετικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ, διότι υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση των προστατευομένων από τις ανωτέρω συνταγματικές και ηυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις θεμελιωδών δικαιωμάτων παροχής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης (Α.Ε.Δ. 27/2004, ΝΟΜΟΣ – Α.Ε.Δ. 33/1995, ΝΟΜΟΣ – ΟλΣτΕ 1858/2015, ΝΟΜΟΣ) και γ) διέπονται από τη νομοτεχνικώς κακότεχνη και αμφίσημη διατύπωση ότι: «Τα δικόγραφα … δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν …» χωρίς να οριοθετείται σαφώς, αντικειμενικώς και in abstracto «ο κανόνας» της μη υπέρβασης των 30 ή 20 σελίδων και «η εξαίρεση» της επιτρεπτής υπέρβασης του εν λόγω ορίου σελίδων, κατά τρόπο θάλπτοντα την δικαστική αυθαιρεσία και δυνάμενο να οδηγήσει, λόγω της παρεμβολής της Γραμματείας του ΣτΕ, σε ακόμη περισσότερες συγκρούσεις την ήδη προβληματική σχέση μεταξύ Δικαστικών Γραμματέων ΣτΕ και Δικηγόρων. Παρά τις ως άνω σοβαρές αντιρρήσεις και επιφυλάξεις που διατυπώνω για την επίμαχη διάταξη, θεωρώ ότι η διάταξη του Άρθρου 24 παρ. 6 του παρόντος Ν/Σ θα μπορούσε να εφαρμοσθεί για ευνόητους λόγους «αναλογίας» αποκλειστικά και μόνο στις αιτήσεις δίκαιης ικανοποίησης για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διάρκειας της αναιρετικής και ακυρωτικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ κατά τα Άρθρα 53 επ. ν. 4055/2012.

    4. Το πρόβλημα των χιλιάδων δικογραφιών που λιμνάζουν για υπέρμετρη χρονική διάρκεια ενώπιον του ΣτΕ (Πρακτικό ΟλΣτΕ 17/2011, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α.) απεικονίζει εναργώς το συστημικό πρόβλημα της Ελληνικής Διοικητικής Δικαιοσύνης http://www.kathimerini.gr/society/358964/stin-oyra-ton-dioikitikon-dikastirion-415-819-ekkremeis-dikografies , δεδομένου ότι έως το 2012 η Ελλάδα είχε καταδικασθεί από 403 αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α. για υπέρβαση του ευλόγου χρόνου διάρκειας της δίκης (Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση 21.12.2012 [Προσφυγή Νο 50973/08] Αθανασίου κ.λπ. ΚΑΤΑ Ελλάδος, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α.). Στις αιτίες του υπό κρίσιν προβλήματος συγκαταλέγονται η μαζική άσκηση αιτήσεων αναιρέσεως από το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. (ιδίως σε υποθέσεις αποδοχών, υπερωριών, επιδομάτων κ.ο.κ. προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα), η κακή ποιότητα της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, η δαιδαλώδης διοικητική πολυνομία, οι εγγενείς παθογένειες της δικομανίας και στρεψοδικίας στην ελληνική δικαστική πρακτική, οι ελλειπείς υλικοτεχνικές υποδομές και οι σημαντικές ελλείψεις σε Δικαστικούς Γραμματείς, δεδομένου ότι στην Ελλάδα ο αριθμός των Διοικητικών Δικαστών είναι τριπλάσιος σε σχέση με τον αριθμό των Δικαστικών Γραμματέων (Πρακτικό ΟλΣτΕ 17/2011, Τ.Ν.Π. – Δ.Σ.Α. – βλ. Ανδρουλάκη, Η επίκαιρη παροχή δικαστικής προστασίας στη διοικητική δικαιοσύνη: Μια συνεχής αναζήτηση, ΘΠΔΔ 2015, σελ. 1 επ., 5).

    5. Πολλές ήταν οι αποσπασματικές λύσεις που εφαρμόσθηκαν κατά καιρούς για τη διευθέτηση του χρονίου προβλήματος της «υπέρμετρης καθυστέρησης» στην απονομή δικαιοσύνης ενώπιον του ΣτΕ μέχρι σήμερα. Ενδεικτικώς αναφέρω: α) την εισαγωγή του ορίου των 40.000 ευρώ ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ κατ’ Άρθρον 53 παρ. 4 Π.Δ. 18/1989, παρά την ευθεία συνταγματική πρόβλεψη του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του ΣτΕ κατ’ Άρθρον 95 Συντ., β) την εισαγωγή της δυνατότητας μεταθέσεως Διοικητικών Εφετών και Προέδρων Διοικητικών Εφετών στο ΣτΕ, η οποία πλέον αντιμετωπίζεται από καθολική απροθυμία εφαρμογής εκ μέρους των αρχαιοτέρων τακτικών Διοικητικών Δικαστών, γ) την θέσπιση ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ Άρθρον 53 παρ. 3 Π.Δ. 18/1989 της ρητής αναφοράς στο δικόγραφο της αναιρέσεως ότι οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναιρέσεως στοιχούν προς την πάγια νομολογία του ΣτΕ, ή ότι δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ επ’ αυτών, δ) τον θεσμό της «πιλοτικής δίκης» κατ’ Άρθρον 1 ν. 3900/2010, ε) την απαγόρευση ασκήσεως «αλματώδους αναίρεσης» ενώπιον του ΣτΕ κατά παράλειψιν του τακτικού ενδίκου μέσου της εφέσεως (ΣτΕ 18/2020, ΝΟΜΟΣ – ΣτΕ 67/2014, ΝΟΜΟΣ) με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση που αναφύονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας ενώπιον των τ.δ.δ. κατ’ Άρθρον 2 ν. 3900/2010 και στ) την «αναμόρφωση» (κατ’ ουσίαν πλήρη αποδυνάμωση) του θεσμού του Εισηγητή ενώπιον του ΣτΕ διά της εγκληματικής καταργήσεως κατ’ Άρθρον 6 ν. 3900/2010 της κατατιθεμένης Εισηγήσεως προ της εκδικάσεως της κρινομένης αιτήσεως ακυρώσεως ή αναιρέσεως, διά της αναγνώσεως της οποίας άρχιζε η ακυρωτική και αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ και επί της οποίας τοποθετούνταν ενδελεχώς διά των αγορεύσεων και των Υπομνημάτων τους οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, σε συνδυασμό με την κατανομή των Εισηγητών από το 2002 σε 2 «Ομάδες Εργασίας» εκάστη των οποίων καλύπτει ανά 3 Τμήματα του ΣτΕ. Το σύνολο των ανωτέρω εμβαλωματικών «διορθωτικών παρεμβάσεων» του νομοθέτη της τελευταίας δεκαετίας και η ευμενώς υποδεχθείσα τις ανωτέρω δικονομικές ρυθμίσεις νομολογία του ΣτΕ δεν κατάφεραν να αναχαιτίσουν το περί ου ο λόγος «συστημικό πρόβλημα» των καθυστερήσεων ενώπιον του ΣτΕ.

    6. Με μόνη, ίσως, εξαίρεση την εισαγωγή της «πιλοτικής δίκης» στη δικονομία του ΣτΕ, όλοι οι υπόλοιποι δικονομικοί νεωτερισμοί του νομοθέτη δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και δεν επέφεραν την πολυπόθητη «επιτάχυνση» στην κίνηση της δίκης ενώπιον του ΣτΕ. Οι λύσεις του υπό κρίσιν σύνθετου προβλήματος είναι δύσκολες, πλην όμως απολύτως εφικτές, εφ’ όσον γίνει συνείδηση ότι «μαγικές λύσεις» δεν υπάρχουν και εδραιωθεί το αναγκαίο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων για την επιτάχυνση της δίκης ενώπιον το ΣτΕ (Δικαστών – Δικηγόρων – Δικαστικών Γραμματέων). Η προτεινόμενη διέξοδος από το τέλμα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης από το ΣτΕ συνίσταται ειδικότερα στις εξής εκσυγχρονιστικές παραμέτρους: α) Στην άμεση και πλήρη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών, διά της πλήρους ψηφιοποίησης όλων των υπηρεσιών και διαδικαστικών πράξεων ενώπιον του ΣτΕ (ήτοι: κατάθεσης δικογράφων, υποβολής και λήψης ψηφιοποιημένων σχετικών αποδεικτικών εγγράφων, ψηφιακής εκδόσεως αντιγράφων και αποφάσεων, τηλεδιάσκεψης των Δικαστών στα πλαίσια των διασκέψεων για συζητηθείσες υποθέσεις, ρυθμίσεως υπηρεσιακών και διοικητικών ζητημάτων κ.ο.κ., τηλεδιάσκεψης μεταξύ Εισηγητών και πληρεξουσίων Δικηγόρων για ζητήματα που άπτονται εκκρεμών δικογραφιών κ.λπ.), η οποία (πλήρης ψηφιοποίηση) θα επιφέρει αυτομάτως εξοικονόμηση δεκάδων χιλιάδων εργατωρών που απαιτούνται για άσκοπες μετακινήσεις Δικηγόρων από και προς το ΣτΕ και για την εξυπηρέτησή τους σε πραγματικό χρόνο από τους Δικαστικούς Γραμματείς και τους Δικαστές του ΣτΕ (αναμένεται εντός του 2021 η ολοκλήρωση με τεχνολογίες αιχμής των ψηφιοποιημένων υπηρεσιών ενώπιον του ΣτΕ, από και διά της οποίας η υλικοτεχνική υποδομή του ΣτΕ θα εισέλθει και τεχνολογικά στον 21ο αιώνα). β) Η θέσπιση της επιβολής σημαντικών δικαστικών εξόδων και χρηματικών ποινών τάξεως ένεκα ασκήσεως απαραδέκτων αιτήσεων αναιρέσεως και ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ, χωρίς να εξαιρούνται (εν μέρει ή εν όλω) το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. από την επιβολή τους, όπως – δυστυχώς – εξακολουθεί να συμβαίνει μέχρι σήμερα. γ) Η επαναφορά του δοκιμασμένου και επιτυχούς θεσμού της Εισηγήσεως στην ακυρωτική και αναιρετική δίκη ενώπιον του ΣτΕ, διότι η κατάργησή της δημιουργεί στη δικαστική πρακτική ενώπιον του ΣτΕ περισσότερα προβλήματα σε σχέση με αυτά που (υποτίθεται ότι) έλυσε (άλλωστε οι περί του εναντίου επιφυλάξεις που διατυπώνονται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 3900/2010 σε σημαντικό βαθμό απεδείχθησαν εν τη πράξει αβάσιμες). δ) Η αποκάθαρση του μητρώου των χιλιάδων εν ενεργεία Δικηγόρων παρ’ ΑΠ με τη θεσμοθέτηση σοβαρών και αδιαβλήτων εξετάσεων για την απονομή του συγκεκριμένου βαθμού (σημειωτέον ότι στη Γερμανία απαιτείται πολυετής και επίπονη άσκηση του Δικηγόρου σε εξειδικευμένο Δικηγόρο παρά τω Γερμανικώ Ακυρωτικώ αποκλειστικά στο Δίκαιο της αναιρέσεως, προκειμένου ο πρώτος να θεμελιώσει, ως υποψήφιος, δικαίωμα συμμετοχής στις αντίστοιχες εξετάσεις του Γερμανικού Ακυρωτικού), παράλληλα με τη θέσπιση αντικειμενικών ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων (λ.χ. παράσταση σε τουλάχιστον 100 συζητηθείσες υποθέσεις ενώπιον ΑΠ και ΣτΕ), προκειμένου οι Έλληνες Δικηγόροι παρ’ ΑΠ να έχουν πλήρη αντίληψη της αναιρετικής και ακυρωτικής δίκης, των συχνότατα μεταβαλλομένων νομολογιακών τάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων και των δικονομικών και ουσιαστικών ιδιαιτεροτήτων που συνεπάγεται η ακυρωτική και αναιρετική Δικηγορία, οι οποίες σε κάθε περίπτωση ούτε αυτονόητες ούτε απλές είναι. Μολονότι η συγκεκριμένη (υπό στοιχ. δ’) πρότασή μου είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις εκ μέρους των Συναδέλφων Δικηγόρων, παρακαλώ τους Αγαπητούς Συναδέλφους, πριν ρίξουν κατά της συγκεκριμένης προτάσεώς μου «λίθον αναθέματος» να αναλογισθούν ότι στις 2 ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε. (Γερμανία και Γαλλία), οι οποίες κατά γενική ομολογία έχουν αναπτύξει από τον 18ο αιώνα ένα εξαιρετικά σύγχρονο δικαστικό σύστημα και διαθέτουν έννομες τάξεις παγκοσμίου βεληνεκούς, είναι συνολικά διορισμένοι σήμερα: i/ παρά μεν τω Γερμανικώ Ακυρωτικώ (Bundesgerichtshof) 40 Δικηγόροι http://www.rak-bgh.de/verzeichnis , ii/ παρά δε τω Γαλλικώ Ακυρωτικό (Cour de Cassation) 125 Δικηγόροι http://www.courdecassation.fr/institution_1/presentation_2845/ordre_avocats_30992.html. (!!!)

    Jus est ars boni et aequi: Θαλής Πολυχρονάκος, Δικηγόρος παρ’ ΑΠ, M.L.E.

  • 19 Φεβρουαρίου 2021, 10:45 | Marcus Tullius Cicero

    Ο περιορισμός της έκτασης του δικογράφου δεν συνάδει με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ, καθώς περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα των προσφευγόντων να αναπτύξουν διεξοδικά τους ισχυρισμούς τους. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι είναι εύλογος ένας σχετικός περιορισμός της έκτασης των δικογράφων, με βάση την μέχρι σήμερα εμπειρία, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η σοβαρότητα των υποθέσεων που άγονται ενώπιον του ΣτΕ. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις υποθέσεων, των οποίων η περιπλοκότητα και η φύση εκ των πραγμάτων προϋποθέτουν εκτενή ανάπτυξη. Όσο πιο περίπλοκη είναι η λειτουργία της Διοίκησης και όσο επεκτείνεται η παρεμβατικότητά της στην σφαίρα των ιδιωτών, τόσο πιο επιτακτική καθίσταται και η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας. Ο περιορισμός της έκτασης το μόνο που πετυχαίνει είναι να αυξήσει τον κίνδυνο απόρριψης των δικογράφων με την αιτιολογία ότι οι οι ισχυρισμοί είναι π.χ. αόριστοι. Η δε χρηματική κύρωση που προβλέπεται σε περίπτωση υπέρβασης της προβλεπόμενης έκτασης του δικογράφου είναι μέτρο καθαρά εισπρακτικού χαρακτήρα.

  • 16 Φεβρουαρίου 2021, 13:43 | EΥΣΤΑΘΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΗ

    O περιορισμός της έκτασης του αναιρετικού ή του ακυρωτικού δικογράφου και του υπομνήματος είναι νομικά και δεοντολογικά απαράδεκτος για τέτοια σημαντικά δικόγραφα τα οποία πρέπει να έχουν ενδελεχή νομική ανάλυση και παράθεση των όλων των διατάξεων και των νομικών επιχειρημάτων για να στοιχειοθετηθούν.
    Επίσης, είναι αντίθετος με τον Κώδικα Δικηγόρων.
    Σε κάθε περίπτωση είναι αντισυνταγματικό (διότι αντίκειται στο σχετικό άρθρο για τη δικαστική προστασία) και απαράδεκτο να επιβάλει και χρηματική κύρωση
    στον δικηγόρο που θέλει να κάνει σωστά τη δουλειά του και να υπερασπιστεί κατά
    τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον πελάτη του.

  • 16 Φεβρουαρίου 2021, 12:01 | Γιάννης

    Η παρ. 6 που προστίθεται στο άρθρ. 17 ορίζει ότι το δικαστήριο δύναται να επιβάλλει χρηματική ποινή στον αιτούντα, το δικόγραφο του οποίου υπερβαίνει ορισμένο αριθμό σελίδων.

    Η διάταξη αυτή φαίνεται να εμπνέεται από τις παρ. 13, 16, 21, 23 της από 10.12.2019 απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με τίτλο «Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους σχετικά με τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου» (ΕΕ L 42 I/1, 14.2.2020 ), η οποία βασικά απαγορεύει να υπερβαίνει το δικόγραφο της προσφυγής ακυρώσεως τις 30 σελίδες, παρομοίως και για άλλα είδη δικογράφων. Αν προσφεύγων υποβάλει δικόγραφο που υπερβαίνει τις 30 σελίδες, στην πράξη το ΔΕΕ κρίνει το δικόγραφο παραδεκτό, αν κρίνει ότι η περιπλοκότητα της διαφοράς το απαιτεί, ή ζητά από τον προσφεύγοντα να το βραχύνει. Αν ο προσφεύγων αρνηθεί, τότε το ΔΕΕ απορρίπτει το δικόγραφο ως απαράδεκτο, ενδεχομένως δε επιβάλλει στον προσφεύγοντα και χρηματικό πρόστιμο.

    Οι κυρώσεις αυτές, ιδίως η απόρριψη του δικογράφου ως απαραδέκτου, ενέχουν τον κίνδυνο καταχρήσεως εκ μέρους του δικαστηρίου, σε περιπτώσεις περιπλόκων διαφορών που απαιτούν μεγάλη έκταση δικογράφων. Αν δικαστήριο θέλει να προστατεύσει την Διοίκηση, τότε απλώς απορρίπτει το δικόγραφο ως απαράδεκτο, στερώντας έτσι τον προσφεύγοντα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Αν δε ο προσφεύγων κατ’ ανάγκη βραχύνει το δικόγραφο για να μη του απορριφθεί ως απαράδεκτο, τότε το δικαστήριο διευκολύνεται να απορρίψει ισχυρισμούς ως αορίστους ή ουσία αβασίμους.