Άρθρο 38:

1. Η παράγραφος 2 του Άρθρου μόνου του Νόμου 1178/1981 (Α΄ 187) αντικαθίσταται ως εξής:
«Για την κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως: α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα, γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη, δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου, ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, και στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων».

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1981 (Α΄ 187) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου, ή όταν αυτός είναι άγνωστος τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό σύντομου επεξηγηματικού κειμένου που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος είκοσι (20) ημερών: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο, και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος είκοσι (20) ημερών θεωρείται άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου. Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης της παραγράφου 2 πρέπει να ασκηθεί εντός 6 μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα.
Εάν λάβει χώρα η δημοσίευση της ανάκλησης της προσβολής όπως περιγράφεται παραπάνω δεν μπορεί να υπάρξει αστική αξίωση κατά την παράγραφο 2. Αν παρά τη δημοσίευση της ανάκλησης έχει αποδεδειγμένα προκληθεί στον αδικηθέντα περιουσιακή ζημία που οφείλεται στο επιλήψιμο δημοσίευμα, ο ενάγων δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο μόνο για την αξίωση αυτή. Η εκδίκαση της κατά το παρόν άρθρο αγωγής χωρεί ανεξάρτητα από την άσκηση ποινικής δίωξης για την ίδια πράξη, καθώς και της τυχόν για οποιονδήποτε λόγο αναβολής ή αναστολής της ποινικής διαδικασίας που έχει αρχίσει. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται κατά την άσκηση του δικαιώματος επανόρθωσης στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του Προεδρικού Διατάγματος 100/2000 (Α΄ 98).».

3. Οι παράγραφοι υπ’ αριθμόν 8 και 9 του άρθρου μόνου του Ν. 1178/1981 (Α΄ 187) αναριθμούνται σε 9 και 10, αντίστοιχα, και προστίθεται παράγραφος υπ’ αριθμόν 8 σύμφωνα με την οποία:
«Περισσότερες εγκλήσεις και αγωγές, που υποβάλλονται από τον αδικηθέντα κατά του ιδίου προσώπου, και συνδέονται με περισσότερους χαρακτηρισμούς που περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο, άρθρο ή βιβλίο, ή σε μια εκπομπή, καθώς και σε αρθρογραφία ή εκπομπές που αφορούν το ίδιο θέμα, συνεκδικάζονται υποχρεωτικά, και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94επ. ΠΚ, 128, 129 ΚΠΔ και 246 ΚΠολΔ.».

4. Καταργούνται το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του νόμου 2328/1995 (Α΄ 159).

  • 19 Νοεμβρίου 2015, 12:53 | ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

    Αναφέρομαι στο σχέδιο νόμου «Σύμφωνο συμβίωσης και άλλες διατάξεις» και συγκεκριμένα στο άρθρο 38 παρ. 2 και 3 και εκ της κλήσης σε δημόσια διαβούλευση επιθυμώ να σας γνωρίσω τις απόψεις μου ως κατωτέρω:

    1. Οι δημοσιογράφοι που διαπράττουν το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης είναι είτε καλόπιστοι και κατά τεκμήριο σοβαροί δημοσιογράφοι, είτε κακόπιστοι και συνήθως «περιθωριακοί» δημοσιογράφοι οι οποίοι ενεργούν με δόλο και πρόθεση προκειμένου να εξυπηρετήσουν παράνομες σκοπιμότητες. Για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος υπάρχουν όρια και κανόνες οι οποίοι τίθενται από τον επίσημο και εγκεκριμένο Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ (επισυνάπτεται), ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει τον σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητος, την υποχρέωση της ταυτόχρονης παρουσίασης των θέσεων του θιγομένου κ.λ.π. Παρότι η ουσία της νέας νομοθεσίας που προτίθεσθε να εισάγετε είναι κατά βάση σωστή, είμαι της γνώμης ότι πρέπει να θέτει ως προαπαιτούμενο για την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης παράλληλα με τα επιμέρους θέματα της «αποκατάστασης», ως αναφέρονται, και την τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας, ούτως ώστε το σχετικό άρθρο να μην ισχύει σε περίπτωση που ο ενάγων αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου την μη τήρηση αυτού εκ μέρους του εναγομένου.

    2. Επειδή υπάρχουν δημοσιογράφοι οι οποίοι αναλαμβάνουν «συμβόλαια» ηθικής απαξίωσης πολιτικών, δικαστών, επιχειρηματιών, κ.λ.π., θα πρέπει να υπάρξει και κάποια εξαίρεση από τις διατάξεις περί «αποκατάστασης» σε περίπτωση συνεχούς επανάληψης συκοφαντικών ισχυρισμών έναντι του ίδιου προσώπου, άλλως η νομοθετική σας πρωτοβουλία θα γελοιοποιηθεί εν τη πράξει από κάποιον ο οποίος θα προχωρά διαρκώς σε προσβολές και συκοφαντίες και εν συνεχεία θα προβαίνει σε προσχηματική αποκατάσταση χωρίς το φόβο αστικών αποζημιώσεων και με μόνο κίνδυνο την επιβολή κάποιας ποινής φυλάκισης με αναστολή ή με μικρό αντίτιμο εξαγοράς, κ.λ.π.

    3. Εις το άρθρο 3 όταν αναφέρετε ότι οι περισσότερες εγκλήσεις και αγωγές που περιλαμβάνονται «σε αρθρογραφία ή εκπομπές που αφορούν το ίδιο θέμα συνεκδικάζονται υποχρεωτικά», δίνετε την δυνατότητα σε περίπτωση αρθρογραφίας, η οποία εκτείνεται σε μεγάλο βάθος χρόνου, να υπάρχει τεράστια καθυστέρηση για την εκδίκαση των αγωγών που λόγω της καθυστέρησης του χρονικού προσδιορισμού της ακρόασής τους θα πρέπει να συνεκδικάζονται με μεταγενέστερες αγωγές κ.ο.κ. με αποτέλεσμα το γαϊτανάκι αυτό να οδηγεί σε αρνησιδικία.

    Θα πρέπει να αντιληφθείτε ότι η λεγόμενη εκβιαστική δημοσιογραφία και η επί χρήμασι ανάληψη «συμβολαίων» ηθικής απαξίωσης φυσικών και νομικών προσώπων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη χώρα μας και δεν θα πρέπει με την καλοπροαίρετη νομοθετική σας πρωτοβουλία να της δώσετε τη δυνατότητα να ανθίσει περισσότερο, διότι η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου θα μετατραπεί σε ζούγκλα.

    Ημερομηνία Ανάρτησης: 11/08/2014
    Αρχές Δεοντολογίας
    ΑΡΧΕΣ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ
    Εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση της 19-20 Μαΐου 1998, με ποσοστό 80,4%
    Προοίμιο
    Ο Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α. έχει στόχο:
    Να επαναβεβαιώσει και διασφαλίσει τον κοινωνικό ρόλο του δημοσιογράφου στις νέες συνθήκες, που διαμορφώνουν ο
    γιγαντισμός, το ολιγοπώλιο στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, η αυξημένη εμβέλεια και επιρροή των Μ.Μ.Ε. και η
    παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας.
    Να αποθαρρύνει και να αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα κρατικού ή άλλου επηρεασμού με τον αυτοκαθορισμό κανόνων
    υπεύθυνης επαγγελματικής λειτουργίας.
    Να κατοχυρώσει την ελευθερία της πληροφόρησης και της έκφρασης, την αυτονομία και αξιοπρέπεια του
    δημοσιογράφου και να θωρακίσει την ελευθεροτυπία έπ’ αγαθώ της δημοκρατίας και της κοινωνίας.
    Προς το σκοπό αυτό, οι δημοσιογράφοι αυτοδεσμεύονται να εφαρμόσουν και να περιφρουρήσουν τις ακόλουθες
    θεμελιώδεις αρχές:
    Άρθρο 1
    Το δικαίωμα του ανθρώπου και του πολίτη να πληροφορεί και να πληροφορείται ελεύθερα είναι αναφαίρετο. Η
    πληροφόρηση είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα ή μέσο προπαγάνδας. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και
    οφείλει:
    α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας.
    β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την
    αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών.
    γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία
    αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή
    άλλων παραστάσεων.
    δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές,
    θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του.
    ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή
    της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει.
    στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες
    και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει
    ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση
    έναντι του θιγομένου.
    Άρθρο 2
    Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και
    υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
    α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών
    φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης.
    β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του
    πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο,
    στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και
    ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο.
    γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις.
    δ. Να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων με ειδικές
    ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας.
    ε. Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους,
    ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει
    την ιδιαιτερότητά τους.
    στ. Να μην αποκαλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού, τα οποία επέζησαν της
    εγκληματικής πράξης.
    ζ. Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η
    παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην
    κοινή γνώμη.
    η. Να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα,
    φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη
    δημοσιογραφική του ιδιότητα.
    θ. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια.
    ι. Να σέβεται τους κανόνες της εμπιστευτικής πληροφόρησης (off the record) εφ’ όσον ανέλαβε αυτή τη δέσμευση.
    Άρθρο 3
    Η ισηγορία και η πολυφωνία, οξυγόνο της δημοκρατίας, αναιρούνται σε συνθήκες κρατικού μονοπωλιακού ελέγχου
    των Μ.Μ.Ε. και υπονομεύονται με τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας τους σε γιγαντιαίες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις
    που αντιμετωπίζουν την κοινή γνώμη σαν καταναλωτή και προσπαθούν να χειραγωγήσουν το φρόνημα, τις συνήθειες
    και την εν γένει συμπεριφορά της.
    Γι” αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
    α. Να υπερασπίζεται σθεναρά το δημοκρατικό πολίτευμα, που διασφαλίζει την ελευθεροτυπία και την απρόσκοπτη
    άσκηση του δημοσιογραφικού λειτουργήματος.
    β. Να αποκρούει και να καταγγέλλει τις εκδηλώσεις κρατικού αυταρχισμού και τις αυθαιρεσίες των ιδιοκτητών των
    Μ.Μ.Ε. και ιδιαίτερα των ολιγοπωλίων.
    γ. Να υπερασπίζεται τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στον εργασιακό χώρο του και να αρνείται την εκτέλεση έργου,
    που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
    δ. Να μη δέχεται τη σύνταξη είδησης, σχολίου ή άρθρου και την παραγωγή εκπομπής κατά τις υποδείξεις των
    προϊσταμένων ή του εργοδότη του, αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και να
    καταγγέλλει τις εν αγνοία του παραποιήσεις και διαστρεβλώσεις του δημοσιογραφικού του προϊόντος.
    Άρθρο 4
    Η υπερπροσφορά εργασίας στο χώρο της δημοσιογραφίας επιτείνει τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση φαινομένων
    εκμετάλλευσης, όπως είναι: η άμισθη ή η συμβολικώς αμειβόμενη εργασία, η καταστρατήγηση συμβατικών
    υποχρεώσεων και κανόνων δεοντολογίας κ.λπ.. Γι” αυτό ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει:
    α. Να στηρίζει και να ενισχύει τις δραστηριότητες της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, που αποσκοπούν στη
    βελτίωση των όρων αμοιβής και απασχόλησης στα Μ.Μ.Ε..
    β. Να αποκρούει στο χώρο εργασίας του κάθε απόπειρα περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων του ή παραβίασης
    των κανόνων δεοντολογίας.
    γ. Να μην ασκεί και να μη δέχεται οποιαδήποτε μορφή διακρίσεων, που σχετίζονται με το φύλο ή την επαγγελματική
    ηλικία των συναδέλφων του.
    Άρθρο 5
    Η διαφάνεια στις οικονομικές σχέσεις αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της αξιοπιστίας, του κύρους και της
    επαγγελματικής αξιοπρέπειας του δημοσιογράφου, ο οποίος οφείλει:
    α. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αμοιβή για δημοσιογραφική εργασία από απόρρητα κονδύλια κρατικών
    υπηρεσιών και δημόσιων ή ιδιωτικών οργανισμών.
    β. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή έπ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου,
    δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία
    του.
    γ. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται τη διαφημιστική χρήση του ονόματος, της φωνής και της εικόνας του, παρά
    μόνο για κοινωφελείς σκοπούς.
    δ. Να μη μεταδίδει και να μην αξιοποιεί ιδιοτελώς αποκλειστικές πληροφορίες που επηρεάζουν την πορεία του
    Χρηματιστηρίου Αξιών και την αγορά.
    ε. Να μην επιδιώκει και να μη δέχεται οποιεσδήποτε παροχές σε χρήμα και είδος, που θίγουν την αξιοπιστία και την
    αξιοπρέπειά του και επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία του.
    Άρθρο 6
    Η συναδελφική αλληλεγγύη και ο αλληλοσεβασμός των δημοσιογράφων συμβάλλουν θετικά στις συλλογικές
    επαγγελματικές επιδιώξεις και στην κοινωνική εικόνα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Γι” αυτό ο
    δημοσιογράφος οφείλει:
    α. Να σέβεται την προσωπικότητα των συναδέλφων του. Να μην εκτοξεύει εναντίον τους ασύστατες κατηγορίες και
    να αποφεύγει τις προσωπικές αντεγκλήσεις, δημόσια και στους χώρους εργασίας.
    β. Να θεωρεί σοβαρότατη αντιεπαγγελματική πράξη κάθε λογοκλοπή.
    γ. Να μην οικειοποιείται την εργασία συναδέλφων του. Να αναφέρει πάντοτε το όνομα του συντάκτη, του οποίου
    χρησιμοποιεί κείμενα ή αποσπάσματα κειμένων.
    Να μνημονεύει την πηγή των πληροφοριών, που έχουν ήδη δημοσιευθεί ή μεταδοθεί.
    Άρθρο 7
    Ο γιγαντισμός των Μ.Μ.Ε. και η παγκοσμιοποίηση της επικοινωνίας αύξησαν σημαντικά τον παιδευτικό και
    πολιτισμικό ρόλο του ηλεκτρονικού και του γραπτού Τύπου. Με τις πρόσθετες ευθύνες του στις νέες συνθήκες, ο
    δημοσιογράφος οφείλει:
    α. Να συμβάλλει στην αναβάθμιση του δημοσιογραφικού λόγου, αποφεύγοντας γραμματικές, συντακτικές και
    λεκτικές κακοποιήσεις.
    β. Να αποφεύγει τη χυδαιογραφία, τη χυδαιολογία και τη γλωσσική βαρβαρότητα, τηρώντας, ακόμη και στη σάτιρα
    και τη γελοιογραφία, τους κανόνες της επαγγελματικής ηθικής και της κοινωνικής ευθύνης.
    γ. Να προστατεύει την ελληνική γλώσσα από την κατάχρηση ξένων λέξεων και όρων.
    δ. Να συμβάλλει δημιουργικά στην προστασία της εθνικής μας παράδοσης και τη διασφάλιση της πολιτισμικής μας
    κληρονομιάς.
    Άρθρο 8
    Οι υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από αυτόν τον Κώδικα, δεν συνιστούν περιορισμό της
    ελευθερίας της έκφρασης. Οι παραβάσεις των υποχρεώσεων αυτών ελέγχονται από τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια,
    συνερχόμενα σε κοινή συνεδρίαση, μέχρις ότου τροποποιηθεί το Καταστατικό, που θα επιλύσει θεσμικά το θέμα του
    Εποπτικού Οργάνου του Κώδικα.

  • Εδώ, με την διαδικασία της εξώδικης δήλωσης, ο νομοθέτης θα επιχειρήσει να προσθέσει λοιπόν μια υποχρεωτική εξωδικαστική απόπειρα επίλυσης των διαφορών από προσβολή προσωπικότητας, η οποία συνιστά μάλιστα όρο του παραδεκτού της αγωγής. Η προηγούμενη εμπειρία όμως, από την υποχρεωτική απόπειρα εξωδικαστικής επίλυσης διαφοράς (προϊσχύον άρθρο 214Α ΚΠολΔ) σε υποθέσεις ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου έδειξε ότι γρήγορα μετατράπηκε σε μια απλή τυπική διαδικασία που ξεπεράστηκε από την πράξη και, τελικά, καταργήθηκε και νομοθετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, προφανώς πρόκειται μόνο για προσβολή από γραπτό κείμενο σε εφημερίδα (βλ. και διατύπωση) και όχι άλλες προσβολές, όπως π.χ. η παράνομη διάδοση προσωπικών δεδομένων δια του Τύπου. Έπειτα, η δημοσίευση του προς δημοσίευση άρθρου «θεωρείται ότι επιφέρει» την αποκατάσταση του θιγόμενου, άρα από την διατύπωση και μόνο προκύπτει ότι επιχειρεί να θεσπίσει ένα τεκμήριο, το οποίο βεβαίως και είναι μαχιτό, γιατί η αποκατάσταση μπορεί να θεωρείται ότι επήλθε, αλλά στην πραγματικότητα να μην επήλθε καθόλου. Επομένως, ο θιγόμενος σε αυτή την περίπτωση θα μπορεί παρόλο που έχει δημοσιευθεί το κείμενό του να ζητήσει και περαιτέρω αστική αξίωση, γιατί η διαφορετική απόλυτη ρύθμιση που ορίζει ότι «εάν λάβει χώρα η δημοσίευση …. δεν μπορεί να υπάρξει αστική αξίωση κατά την παράγραφο 2», απλά αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Διότι δεν μπορεί να έχουμε πολυσέλιδη προσβολή προσωπικότητας, ο νόμος να λέει ότι θεωρεί πλήρη αποκατάσταση το «σύντομο επεξηγηματικό κείμενο» και ταυτόχρονα να έχουμε ανάκληση σε «έκταση ανάλογη» (πώς θα γίνει αυτό; Με 20άρα γραμματοσειρά του «σύντομου επεξηγηματικού κειμένου»;) και ως αποτέλεσμα να αποκλειεται και πλήρως η δικαστική προστασία, αλλά και η κατάργηση της έννοιας της χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης, αντίθετη στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό θα καταπέσει πολύ σύντομα στα Δικαστήρια, αν περάσει έτσι. Αφήστε τα δικαστήρια να κρίνουν αν είναι επαρκής ή όχι η αποκατάσταση: ο νομοθέτης δεν μπορείνα προβλέψει τις ιδιαιτερότητες της κάθε επιμέρους υπόθεσης!

    Ως προς την σκοπιμότητα της διάταξης αυτής, θα έλεγε κανείς ότι στοχεύει στην αποφόρτιση των δικαστηρίων από εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν προσβολές της προσωπικότητας. Ωστόσο, αυτές οι αγωγές είναι μια αμελητέα ποσότητα ως κατηγορία εκκρεμών αγωγών στα πρωτοδικεία της χώρας: είναι ελάχιστες. Αρκεί να συμβουλευθεί κανείς το πινάκιο της Πέμπτης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Ευελπίδων (κτίριο 4 αίθουσα 1) για να διαπιστώσει ότι δεν είναι εγεγραμμένες πάνω από 20 υποθέσεις την εβδομάδα, στο μεγαλύτερο πρωτοδικείο της χώρας. Επομένως, η σκοπιμότητα δεν είναι αυτή, αλλά η ελάφρυνση των εκδοτών – ιδιοκτητών ΜΜΕ, εις βάρος των δικαιωμάτων των θιγόμενων πολιτών.

    Έπειτα στην επαναριθμούμενη προτεινόμενη παράγραφο 8 του νόμου εμφανίζεται η εξής διάταξη:

    «Περισσότερες εγκλήσεις και αγωγές, που υποβάλλονται από τον αδικηθέντα κατά του ιδίου προσώπου, και συνδέονται με περισσότερους χαρακτηρισμούς που περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο, άρθρο ή βιβλίο, ή σε μια εκπομπή, καθώς και σε αρθρογραφία ή εκπομπές που αφορούν το ίδιο θέμα, συνεκδικάζονται υποχρεωτικά, και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 94επ. ΠΚ, 128, 129 ΚΠΔ και 246 ΚΠολΔ.».

    Εδώ ο νομοθέτης εισάγει μια ιδιότυπη αναγκαστική ομοδικία, η οποία είναι κατανοητή όταν αφορά την συνένωση αγωγών απο τον αδικηθέντα κατά του ίδιου προσώπου, όχι ομως και την υποχρεωτική ομοδικία αρθρογραφίας ή εκπομπών που αφορούν «το ίδιο θέμα», διότι στην δεύτερη περίπτωση οι εναγόμενοι κατά πάσα πιθανότητα θα είναι διαφορετικά άτομα και είναι απόλυτα δικαιολογημένο το δικαίωμα ενός θιγόμενου να θέλει να αντιμετωπίσει έναν, κάθε φορά, αντίδικό του και όχι όλους μαζί ταυτόχρονα, διότι σκεφτείτε έναν πολίτη που έχει κάνει αγωγές σε 5 μεγάλα μέσα ενημέρωσης τί θα πρέπει να αντιμετωπίσει εάν όλες οι δίκες γίνουν μία και οι αντίδικοί του συνεννοούνται μεταξύ τους για να αμυνθούν: θα χρειαστεί να τα βάλει με τα νομικά τμήματα όλων των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης που τον προσέβαλαν, ταυτόχρονα! Είναι λάθος και επίσης παραβιάζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων (άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
    Τέλος, με την παρ. 4, το προτεινόμενο νομοσχέδιο αναφέρει ότι «καταργούνται το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του νόμου 2328/1995 (Α΄ 159).» Τα καταργούμενα εδάφια έχουν ως εξής:

    «Το κατά την παράγραφο 2 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981, όπως ισχύει, ελάχιστο ποσό χρηματικής ικανοποίησης προκειμένου για τηλεοπτικούς σταθμούς καθορίζεται σε εκατό εκατομμύρια (100.000.000) δραχμές προκειμένου για σταθμούς εθνικής εμβέλειας και τριάντα εκατομμύρια (30.000.000) δραχμές προκειμένου για σταθμούς τοπικής ή περιφερειακής εμβέλειας. Τα ποσά αυτά, προκειμένου για ραδιοφωνικούς σταθμούς με δικτύωση σε περισσότερους νομούς, καθορίζονται σε πενήντα εκατομμύρια(50.000.000) δραχμές και προκειμένου για ραδιοφωνικούς σταθμούς που δεν διαθέτουν δικτύωση σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.»

    Πρόκειται για τον λεγόμενο «τυποκτόνο νόμο» (που θεσπίστηκε επί Υπουργού Τύπου Ευάγγελου Βενιζέλου), με τον οποίο ορίστηκαν τα ελάχιστα των χρηματικών ικανοποιήσεων λόγω ηθικής βλάβης. Κακώς όμως ο νόμος χαρακτηρίστηκε «τυποκτόνος», αφού κανένα μεγάλο μέσο ενημέρωσης δεν βλάφθηκε υπαρξιακά από την επιδίκαση μιας μεγάλης αποζημίωσης κι αφού σύντομα τα Δικαστήρια θεώρησαν «ενδεικτικές» τις διατάξεις του ως προς το ύψος του ποσού, το οποίο καθορίζουν τα ίδια, κατ’ ελεύθερη εκτίμηση σύμφωνα όμως πάντα με την αρχή της αναλογικότητας.

    Ο καθορισμός ελάχιστων ποσών για τις αποζημιώσεις θεσπίστηκε στην εποχή της πρώτης λειτουργίας της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, όταν ήδη οι παραβιάσεις ήταν πολύ σοβαρές κι έπρεπε να ενθαρρυνθεί και η Δικαιοσύνη να επιδικάσει υψηλές χρηματικές αποζημιώσεις. Οι χρηματικές αποζημιώσεις πρέπει να εξακολουθήσουν να είναι υψηλές πάντως και για τον λόγο ότι ο πολίτης όταν θίγεται από ένα μέσο ενημέρωσης εκ των πραγμάτων είναι σε αδύναμη θέση, ακόμη και αποδεικτικά: πώς να αποδείξει π.χ. πόσοι διάβασαν ένα πρωτοσέλιδο (χωρίς να αγοράσουν την εφημερίδα) ή πόσοι είδαν όντως μια εκπομπή πανελλήνιας εμβέλειας τηλεοπτικού ή ραδιοφωνικού σταθμού που τον προσέβαλε; Αυτή η εξ ορισμού δυσχερής δικονομική σχέση του ενάγοντος πολίτη που διεκδικεί την αποζημίωσή του – δεδομένης και της δυσχέρειας για τον υπολογισμό των εσόδων από διαφήμιση που αποκομίζουν τα ΜΜΕ πουλώντας πολλές φορές την τιμή και την υπόληψη ανυπεράσπιστων πολιτών- δικαιολογεί την θέσπιση κατώτατων ορίων χρηματικής ικανοποίησης. Άλλωστε ο Άρειος Πάγος έχει επίσης κρίνει ότι το κατώτατο ποσό των 6.000 ευρώ στον Ν.2472/1997 για την προστασία προσωπικών δεδομένων είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα. Επομένως, η κατάργηση του δήθεν «τυποκτόνου» νόμου είναι μάλλον μια χάρη προς τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και όχι τόσο πραγματική εναρμόνιση προς την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

  • 13 Νοεμβρίου 2015, 06:31 | Γεώργιος-Χαράλαμπος Κατρακίλης

    Το «είκοσι ημερών» είναι ασαφές. Τί εννοεί εδώ; «Είκοσιν ημερολογιακών ημερών» ή αντιθέτως «είκοσιν εργασίμων ημερών», δηλαδή σχεδόν ένα μήνα;
    Εγώ προτείνω την θέσπσιν της πρώτης περιπτώσεως.-

  • 10 Νοεμβρίου 2015, 21:48 | ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΙΚΟΣ

    ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΥΠΟ ΝΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΕΚΡΕΜΗ ΔΙΚΗ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΘΟΥΝ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΩΦΕΛΗΘΟΥΝ ΠΟΛΛΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΥΝΟΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. ΕΠΙΣΗΣ ΑΝΑΛΟΓΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ