V.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

V.1. Επισκόπηση του προτεινόμενου Εθνι-κού Ενεργειακού Σχεδιασμού
Η έκθεση του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού εντάσσεται στο πλαίσιο προγραμματισμού των αναγκαίων πολιτικών και μέτρων για την αντιμετώπιση των εθνικών ενεργειακών προκλήσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται βάσει της γενικό-τερης ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, των εθνικών ενερ-γειακών προτεραιοτήτων καθώς και των γενικών τάσεων στον ενεργειακό τομέα.
Βασικός άξονας της παρούσας μελέτης για το μακροχρόνιο εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, αποτελεί η ανάγκη αλλά και δέσμευση για μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα σε τομέα χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Η κατεύθυνση αυτή της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, διαμορφώνεται τόσο από την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής συνεισφέροντας στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όσο και διασφάλισης του ενεργειακού εφοδι-ασμού καθώς προβλέπει τη βέλτιστη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού για παραγωγή ενέργειας και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση.
Ως μελέτη εθνικής ενεργειακής πολιτικής και σχεδιασμού, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των τεχνικο-οικονομικών παρα-μέτρων που δύναται να επηρεάσουν τη διαδικασία υιοθέτησης και εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων και πολιτικών στον τομέα της ενέργειας. Αυτό γίνεται με την παρουσίαση και ανάλυση διαφορετικών παραδοχών και τελικά σεναρίων εξέλιξης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος μέχρι το 2050.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, στο πλαίσιο της πα-ρούσας έκθεσης αρχικά αποτιμήθηκε και αναλύθηκε η παρούσα κατάσταση του ενεργειακού συστήματος, εξετάστηκαν οι τεχνικές και οικονομικές δυνατότητες ανάπτυξης μέτρων υλο-ποίησης ενεργειακής πολιτικής, ενώ διαμορφώθηκαν και συγκεκριμένοι οδικοί χάρτες εφαρμογής και παρακολούθησης των μέτρων αυτών ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί η εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος.
Ειδικότερα:
• Αναγνωρίστηκαν εμπόδια και ιδιαιτερότητες του ε-θνικού ενεργειακού συστήματος.
• Διαμορφώθηκαν τρία βασικά σενάρια εξέλιξης του εθνικού ενεργειακού συστήματος με ορίζοντα το 2050, λαμβάνοντας ως σημείο αφετηρίας το έτος 2020.
• Καθορίστηκαν οι επιμέρους παραδοχές για τη δια-φοροποίηση του ηλεκτρικού μίγματος της χώρας, το τεχνικό και οικονομικό δυναμικό ανάπτυξης εγκα-ταστάσεων ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ στον ελλαδικό χώρο, καθώς και η εξέλιξη της ζήτησης τελικής ενέργειας. Ειδικότερα για την τελευταία, λήφθηκαν υπόψη δι-αφορετικά επίπεδα βελτίωσης της ενεργειακής από-δοσης, προόδου και εφαρμογής τεχνολογιών στους επιμέρους τελικούς τομείς χρήσης.
Με τη βοήθεια αριθμητικών μοντέλων και την εισαγωγή σε αυτά των διαφορετικών σεναρίων εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος κατέστη δυνατή η ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των απαιτήσεων για την εξέλιξη των ενεργειακών τομέων και των επιμέρους τεχνολογιών που προβλέπεται να συνει¬σφέρουν στη διαμόρφωση του ενεργειακού συστήματος. Συγκεκριμένα, με βάση τα αποτελέσματα προσδιορίστηκαν σημαντικοί δείκτες για την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της χώρας, ενώ παράλληλα διερευνήθηκαν, προσδιορί¬στηκαν και αξιολογήθηκαν τα απαραίτητα εργαλεία και μέτρα πολιτικής για την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της χώρας σύμφωνα με τα επιλεγμένα σενάρια.
V.2. Συγκριτική παράθεση σεναρίων εξέλιξης ενεργειακού συστήματος
Τα αποτελέσματα των ενεργειακών μοντέλων, όπως πα-ρατίθενται στο κεφάλαιο ΙΙΙ περιγράφουν την εξέλιξη του συ-στήματος, όπου παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Στόχο αποτελεί η επίτευξη των περιβαλλοντικών δεσμεύσεων για τις εκπομπές αερίων ρύπων με το βέλτιστο οικονομικά τρόπο. Η αποδοτικότερη λύση για την επίτευξη του συγκεκρι-μένου στόχου είναι η μεγιστοποίηση της διείσδυσης των ΑΠΕ σε όλους τους τομείς. Αυτό θα επιτευχθεί με παράλληλη εκμε-τάλλευση της τεχνολογικής προόδου και των δυνατοτήτων που θα προκύψουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα για την αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού συνολικά, συνυπο-λογίζοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Επιπλέον, ση-μαντική παράμετρος είναι ο συνυπολογισμός των επενδύσεων που έχουν προγραμματιστεί για συμβατικούς θερμικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως ως το τέλος του κύκλου ζωής τους. Ιδιαίτερα σε περί¬πτωση που υπάρξει τεχνικοοικονομική δυνατότητα για επενδύσεις σε τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS), είναι σημαντικό να δημιουργηθεί το κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον και να εξεταστεί η συνέχιση της ορθολογικής αξιοποίησης του εγχώριου λιγνίτη.
Βασικές παράμετροι ανάλυσης και αξιολόγησης των απο-τελεσμάτων αποτελούν οι επιμέρους δεσμευτικοί στόχοι ανά σενάριο για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων του θερμοκηπίου, καθώς και το μείγμα και μερίδιο συμμετοχής των τεχνολογιών για ηλεκτροπαραγωγή, το οποίο καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από κεντρικές ενεργειακές πολιτικές επιλογές. Ωστόσο, εξίσου σημαντική κρίνεται η εφαρμογή μέτρων σε θέματα βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης, επίτευξης εξοι-κονόμησης ενέργειας, ανάπτυξης υποδομών και δικτύων, καθώς και διαχείρισης της ηλεκτρικής ζήτησης.
Το πρώτο κρίσιμο συμπέρασμα της ανάλυσης είναι η δι-απίστωση ότι η προοπτική των υφιστάμενων πολιτικών δεν οδηγεί στην επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 έως το 2050 ούτε αποτελεί την οικονομικότερη εξέλιξη του ενεργειακού τομέα.
Αντίθετα, τα σενάρια νέας ενεργειακής πολιτικής ΜΕΑΠ και ΠΕΚ που παρουσιάζονται, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπου κυριαρχεί η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στην ακαθά¬ριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (μέχρι και 70%) και η μέγι¬στη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού τεχνολογιών ΑΠΕ τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για θερμική χρήση, επιτυγχάνουν μεγάλη μείωση των εκπομπών (κατά 60% με 70% σε σχέση με το 2005) με ταυτόχρονη μείωση της εισαγό¬μενης ενέργειας και με σχετικά πιο συμφέροντες οικονομικούς όρους.
Ειδικότερα, το εύρος συμμετοχής των ΑΠΕ στην ακαθά-ριστη τελική κατανάλωση, εξαρτάται από το μερίδιό τους τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στη ζήτηση ενέργειας για θέρμανση και ψύξη, η οποία ανάλογα και με τα παρουσιαζό-μενα σενάρια φτάνει μέχρι και το 71%. Στον κτιριακό τομέα (οικιακός και τριτογενής) αναμένονται σημαντικές αλλαγές τόσο στο μερίδιο των καυσίμων όσο και στην τεχνολογική διείσδυση συγκεκριμένων εφαρμογών, που θα επιτύχουν ταυτόχρονα και βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης αλλά και εξοικονόμηση ενέργειας σε απόλυτα μεγέθη. Σημαντικές δια¬φοροποιήσεις επίσης παρατηρούνται στην εξέλιξη του τομέα των μεταφορών έως το 2050, όπου, για όλα τα σενάρια, θεω¬ρείται δεδομένη τόσο η τεχνολογική εξέλιξη προς ηλεκτρικά οχήματα όσο και η υψηλή συμμετοχή των βιοκαυσίμων σε όλους τους τύπους μεταφορών. Ιδιαίτερα για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών γίνεται σαφές ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μεταφορών θα εξηλεκτριστεί. Ειδικά στις οδικές μεταφορές ο ηλεκτρισμός θα έχει μερίδιο στο μεταφορικό έργο της τάξης του 42%. Σημαντική είναι και η διαφοροποί¬ηση σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση που προβλέπεται βάσει των τεχνολογικών εξελίξεων και ανάπτυξης του κατάλ¬ληλου δικτύου υποδομών στα μέσα σταθερής τροχιάς, όπου θα επιτευχθεί τόσο ο πλήρης εξηλεκτρισμός τους όσο και η σημαντική αύξηση του μεριδίου τους στο μεταφορικό έργο τόσο στις επιβατικές όσο και εμπορευματικές μεταφορές.
Ως προς την ηλεκτροπαραγωγή, επισημαίνεται ότι η εξέ¬λιξη συμμετοχής των διαφόρων τεχνολογιών παρουσιάζει στοιχεία χρονικής εξάρτησης, τα οποία και καθορίζονται κυ¬ρίως από το βαθμό αποσύρσεων ή τη μείωση συμμετοχής συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής. Ως εκ τούτου δια¬μορφώνονται και ενδιάμεσες περίοδοι ελέγχου, όπου απαιτεί¬ται να έχουν ολοκληρωθεί τα απαραίτητα μέτρα (κυρίως σε δίκτυα και μονάδες αποθήκευσης) ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργικότητα και ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος σύμφωνα με την παρουσιαζόμενη εξέλιξη και ειδικότερα στα σενάρια με υψηλή συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαρα-γωγή.
Οι εξωγενείς παράμετροι που χρησιμοποιήθηκαν ώστε να είναι εφικτή η μοντελοποίηση του ελληνικού ενεργειακού συστήματος μέχρι το 2050, βασίστηκαν σε μελέτες διεθνών οργανισμών. Σημειώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη κοινές εκτιμή-σεις αναφοράς για όλα τα σενάρια, ώστε να διασφαλιστεί η απαραίτητη συγκρισιμότητα των σεναρίων χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση στα διαφορετικά ενδεχόμενα εξέλιξης και συμπερι-φοράς των μη αμιγώς ενεργειακών παραμέτρων. Αυτό έχει συνολικά ως αποτέλεσμα την εύκολη παρακολούθηση των παρουσιαζόμενων σεναρίων, καθώς οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους είναι πολύ συγκεκριμένες. Ταυτόχρονα, με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα εστίασης σε εκείνες ακριβώς τις κρίσιμες παραμέτρους/παραδοχές εξέλιξης του ενεργεια¬κού συστήματος που οδηγούν τελικά στις επιμέρους διαφο¬ροποιήσεις.
Ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να γίνει στο γεγονός, ότι για όλα τα εξεταζόμενα σενάρια οι ειδικοί δείκτες του ενεργειακού συστήματος (ενεργειακή ένταση, ένταση εκπομπών) βελτιώ-νονται αισθητά, παρουσιάζοντας το δυναμικό για βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και πολιτικών, ενώ οι πιο σημαντικές διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται στη χρονική αλληλουχία εφαρμογής μέτρων και διείσδυσης τεχνολογιών, καθώς και στο ανά περίοδο και συνολικό κόστος επενδύσεων στον το¬μέα της ηλεκτροπαραγωγής για κάθε ένα από τα εξεταζόμενα σενάρια.
Σημαντικό συμπέρασμα ωστόσο αποτελεί το γεγονός ότι τα παρουσιαζόμενα σενάρια ακολουθούν παρόμοια συμπε¬ριφορά καταλήγοντας σε αρκετά κοντινά αποτελέσματα το 2050 όσον αφορά την πλευρά της ζήτησης ενέργειας. Οι πιο ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στα σενάρια νέων ενεργεια¬κών πολιτικών εντοπίζονται στο διαμορφούμενο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής. Αποτέλεσμα αυτού είναι τα σενάρια να διαφοροποιούνται και ως προς το σωρευτικό κόστος επενδύ¬σεων για ηλεκτροπαραγωγή. Ωστόσο, όπως αναλύθηκε και στην ενότητα ΙΙΙ.2, η αύξηση του κόστους επενδύσεων για τα σενάρια ΜΕΑΠ σε σχέση με τα σενάρια ΠΕΚ, τελικά δεν οδη¬γεί σε αντίστοιχη αύξηση του κόστους της ηλεκτρικής ενέρ¬γειας, αλλά αντίθετα όλα τα σενάρια κυμαίνονται σε πολύ κοντινές τιμές του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας το 2050. Ακόμα και στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η δέσμευση για μείωση των εκπομπών CO2 έως το 2050 (για 60% ή 70% σε σχέση με το 2005), δηλαδή το σύστημα κινηθεί προς το σενάριο ΥΦ (όπου η επιτευχθείσα μείωση είναι μόνο 48% σε σχέση με το 2005), το κόστος που επιβαρύνει τελικά τον κα¬ταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας δεν πρόκειται να είναι χαμη¬λότερο από αυτό των «καθαρότερων» σεναρίων.
Επιχειρώντας μια συνολική σύγκριση των σεναρίων νέων ενεργειακών πολιτικών, διαπιστώνεται ότι η εξέλιξη του ενερ-γειακού συστήματος μέχρι το 2050 καθορίζεται σε ένα μεγάλο βαθμό και από το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό μέχρι το 2020.
Ειδικότερα, ο προγραμματισμός για το μείγμα ηλεκτρο-παραγωγής και ανάπτυξης των δικτυακών υποδομών που έχει αποφασιστεί ήδη μέχρι το 2020, προκαθορίζει τις ανά¬γκες και δυνατότητες εξέλιξης μέχρι και το 2050. Συγκεκρι¬μένα, ο προγραμματισμός για υλοποίηση επενδύσεων σε συμβατικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής κατά την τρέχουσα δεκαετία, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και στο μακρο¬πρόθεσμο σχεδιασμό ώστε να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των επενδύσεων αυτών μέχρι και την ολοκλή¬ρωση του κύκλου ζωής τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η εξέλιξη στο μείγμα ηλεκτροπαραγω¬γής δε θα μπορεί μακροπρόθεσμα να αποκλίνει σημαντικά μεταξύ των εξεταζόμενων σεναρίων. Η όποια απόκλιση και διαφοροποίηση μεταξύ των σεναρίων ουσιαστικά θα εξαρτά¬ται από το διαφορετικό βαθμό προώθησης τεχνολογιών και πρακτικών βελτίωσης ενεργειακής απόδοσης και εξοικονόμη¬σης ενέργειας στην πλευρά της ζήτησης.
Η μελλοντική εικόνα του ενεργειακού συστήματος όπως προκύπτει από τα δύο σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών μπορεί να συνοψισθεί ως εξής :
1. Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60%-70% έως το 2050 σε σχέση με το 2005.
2. Ποσοστό 85%-100% ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, με την αξιοποίηση όλων των εμπορικά ώριμων τεχνολογιών.
3. Σταθεροποίηση της ενεργειακής κατανάλωσης λόγω των μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας.
4. Σχετική αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω εξηλεκτρισμού των μεταφορών και μεγαλύτερης χρήσης αντλιών θερμότητας στον οικιακό και τριτογενή τομέα.
5. Σημαντική μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών.
6. Αύξηση της χρήσης βιοκαυσίμων στο σύνολο των μεταφο-ρών στο επίπεδο του 34%-39% μέχρι το 2050.
7. Κυρίαρχο μερίδιο του ηλεκτρισμού στις επιβατικές μεταφο-ρές μικρής απόστασης (42%) και σημαντική αύ¬ξηση του μεριδίου των μέσων σταθερής τροχιάς τόσο στις επιβατικές (13%) όσο και εμπορευματικές μεταφορές (18%).
8. Συνολική διείσδυση ΑΠΕ σε ποσοστό 60%-70% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2050.
9. Σημαντικά βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση για το σύνολο του κτιριακού αποθέματος.
10. Μεγάλη διείσδυση των εφαρμογών ΑΠΕ στον κτιριακό τομέα.
11. Ανάπτυξη μονάδων διεσπαρμένης παραγωγής και έξυ¬πνων δικτύων.
Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει συγκριτικά τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση των απο-τελεσμάτων των τριών διαφορετικών σεναρίων. Το κύριο πλεονέκτημα των σεναρίων ΠΕΚ και ΜΕΑΠ έναντι του σενα¬ρίου ΥΦ είναι η επίτευξη των στόχων μείωσης των εκπομπών CO2 έως το 2050, όπου το σενάριο υφιστάμενων πολιτικών αποτυγχάνει να οδηγήσει σε μείωση ικανή ώστε να είναι σύμμετρη με τις αναμενόμενες ευρωπαϊκές δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών. Ταυτόχρονα αυτή η εξέλιξη διαμορ-φώνει το εθνικό ενεργειακό σύστημα το 2050 για τα σενάρια νέων ενεργειακών πολιτικών με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπου και κυριαρχεί η υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ συνολικά στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας (μέχρι και 70%) και η μέγιστη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού τε¬χνολογιών ΑΠΕ τόσο για ηλεκτροπαραγωγή όσο και για θερ¬μική χρήση.
Στα σενάρια αυτά επιτυγχάνεται επίσης μεγάλη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης από εισαγωγές ορυκτών καυσί¬μων, καθώς η χρήση τους περιορίζεται σημαντικά τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην τελική κατανάλωση. Επι¬πλέον, ανοίγουν προοπτικές για την ανάπτυξη εγχώριας βιο¬μηχανίας ΑΠΕ και εφαρμογών/συστημάτων υψηλής ενεργεια¬κής απόδοσης, γεγονός που μπορεί με την εφαρμογή υπο-στηρικτικών μηχανισμών να συμβάλλει σημαντικά στην οικο-νομική ανάπτυξη της χώρας.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα αποτελέσματα του Σεναρίου ΠΕΚ, όπου με την λύση του ελαχίστου κόστους για την εθνική οικονομία επιτυγχάνεται και βέλτιστη αξιοποίηση του συνόλου των εγχώριων πηγών για ηλεκτροπαραγωγή, συμπεριλαμβανομένων και των στερεών στο σενάριο με τη λειτουργία λιγνιτικών σταθμών με CCS. Το σενάριο αυτό παράλληλα επιτυγχάνει και σημαντικές διαφοροποιήσεις του μεριδίου των καυσίμων/τεχνολογιών σε επίπεδο τελικής κα-τανάλωσης και βαθμού εφαρμογής μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας, οδηγώντας συνολικά στην επίτευξη των περιβαλ-λοντικών στόχων.
Αντίστοιχα, το Σενάριο ΜΕΑΠ επιτυγχάνει τη μεγαλύτερη μείωση ως προς την εξάρτηση του ενεργειακού τομέα της χώρας από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, καθώς η χρήση τους περιορίζεται σημαντικά τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην τελική κατανάλωση. Ωστόσο, η μέγιστη διείσ¬δυση των ΑΠΕ της ομάδας σεναρίων ΜΕΑΠ (που πλησιάζει το 100%) αντιστοιχεί σε μία επιπλέον επιβάρυνση του κό¬στους επένδυσης κατά 20% σε σχέση με το περισσότερο ρεαλιστικό Σενάριο ΠΕΚ που προβλέπει διείσδυση της τά¬ξεως των 85% που με την σειρά του είναι κατά 30% υψηλό¬τερο από αυτό της επέκτασης της υφιστάμενης κατάστασης
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα ακολουθήσει πτωτική τάση μετά το 2030 και ότι η αυξημένη χρήση των ΑΠΕ και ο περιορισμός της καύσης ορυκτών καυ-σίμων θα εξασφαλίσει την περαιτέρω μείωση του κόστους μέχρι το 2050. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μέσο μακροχρόνιο κόστος ηλεκτροπαραγωγής συγκλίνει στις χαμηλότερες τιμές στα σενάρια ελαχίστου κόστους και στα σενάρια που συνδυ-άζουν 100% παραγωγή από ΑΠΕ και εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας.

Πίνακας.V.2.1 Συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των τριών εξεταζόμενων σεναρίων

 

Σενάριο ΥΦ

Σενάριο ΠΕΚ

Σενάριο ΜEΑΠ

+

  • Συγκράτηση του μέσου ετή­σιου κόστους επενδύσεων για
    ηλεκτροπαραγωγή και συνο­λικά μικρότερο σωρευτικό κόστος επενδύσεων ηλεκτρο­παραγωγής
    μέχρι το 2050.
  • Διατήρηση συμμετοχής εγχώ­ριων ορυκτών καυσίμων για  ηλεκτροπαραγωγή (ισχύει και για Σενάριο ΠΕΚ-α).

Αξιοποίηση δυναμικού ηλεκ­τροπαραγωγής από ΑΠΕ ελεγχόμενης εξόδου (κοινό για όλα τα
σενάρια).

  • Επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων με βέλτιστη ανάπτυξη τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής (λύση ελαχί­στου κόστους για εθνική οικονο­μία).
  • Μείωση ενεργειακής εξάρτησης και μεγαλύτερη προστασία από διακυμάνσεις στις τιμές των ορυ­κτών καυσίμων καθώς και γεωπο­λιτικών αναταραχών.
  • Βέλτιστη αξιοποίηση του εγχώριου δυναμικού για ΑΠΕ, χωρίς σημα­ντικά υψηλές ανάγκες για αποθή­κευση παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Χαμηλές απαιτήσεις για χρήση νέων τεχνολογιών για ηλεκτροπα­ραγωγή και για αποθήκευση.
  • Υψηλά μερίδια συμμετοχής ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανά­λωση ενέργειας συνολικά και ανά τομέα (ηλεκτροπαραγωγή, θέρ­μανση και ψύξη, μεταφορές).
  • Μικρή αύξηση του μέσου κόστους επένδυσης για ηλεκτροπαραγωγή και ανάπτυξης έξυπνων δικτύων.
  • Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και δημιουργία νέων θέσεων ερ­γασίας.
  • Απεξάρτηση από εισαγωγές και απανθρακοποίηση ηλεκτροπαρα­γωγής στο μέγιστο προβλεπόμενο βαθμό.
  • Υψηλή συμμετοχή ΑΠΕ στην ακα­θάριστη τελική κατανάλωση ενέρ­γειας.
  • Σημαντική διείσδυση ηλεκτρισμού και βιοκαυσίμων στον τομέα των μεταφορών, που περιλαμβάνει ω­στόσο απαιτήσεις έγκαιρου προ­γραμματισμού δράσεων για υπο­δομές και ολοκληρωμένου σχεδίου διαχείρισης των βιοκαυσίμων (επίσης για Σενάριο ΠΕΚ).
  • Προοπτικές ανάπτυξης εγχώριας βιομηχανίας τεχνολογιών ΑΠΕ και εφαρμογών/συστημάτων υψηλής ενεργειακής απόδοσης λόγω μεγά­λων απαιτήσεων διείσδυσης στο ενεργειακό σύστημα.
  • Δυνατότητες ανταλλαγών ή και εξαγωγών ενέργειας από ΑΠΕ.
  • Ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και δημιουργία νέων θέσεων ερ­γασίας.

  • Μη επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων και συγκρατημένη δι­είσδυση των ΑΠΕ στην τελική κατανάλωση οδηγώντας σε χαμηλό μερίδιο συμμετοχής.
  • Ενδεχόμενο σημαντικής επιβά­ρυνσης της εθνικής οι­κονομίας λόγω ενσωμάτωσης εξωτερικού κόστους καθώς και αυξήσεων του κόστους CO2 στο σύστημα εμπορίας.
  • Υψηλές απαιτήσεις για χρήση πετρελαίου στις μεταφορές και στον οικιακό τομέα
  • Μειωμένη εφαρμογή θεσμι­κών και οικονομικών μέτρων πολιτικής για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.

 

  • Απαίτηση για εφαρμογή σημαντι­κού αριθμού μέτρων πολιτικής θεσμικού και οικονομικού χαρα­κτήρα σε όλους τους τελικούς το­μείς.
  • Μέγιστη απαίτηση αξιοποίησης του συνόλου του δυναμικού για ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ ελεγ­χόμενης εξόδου (μεγάλα υδροη­λεκτρικά, βιομάζα, καθώς και γε­ωθερμία, ΣΗΣ) (επίσης για Σενά­ριο ΜΕΑΠ).
  • Ανάγκη για έγκαιρο προγραμμα­τισμό και υλοποίηση έργων ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή και ανά­πτυξη υποδομών στο δίκτυο Μετα­φοράς και Διανομής.
  • Σημαντικά υψηλότερο κόστος επεν­δύσεων για ηλεκτροπαραγωγή σε σχέση με τα σενάρια ΥΦ και ΠΕΚ.
  • Αυξημένες ανάγκες για εγκατά­σταση συστημάτων αποθήκευσης ή/και εισαγωγών ηλεκτρικής ενέρ­γειας σε σχέση με τα σενάρια ΥΦ & ΠΕΚ.
  • Ανάγκη δημιουργίας ασφαλούς επενδυτικού περιβάλλοντος με συγκεκριμένα και προκαθορισμένα χρηματοδοτικά εργαλεία καθ’ όλη τη διάρκεια μέχρι το 2050.
  • Ευπαθές σε καθυστερήσεις στην τεχνολογική πρόοδο και τη μείωση κόστους τεχνολογιών ΑΠΕ.

 

V.3. Οι ευκαιρίες για την Οικονομική Α-νάπτυξη
Είναι σαφές ότι ο τομέας της ενέργειας μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυ¬ξης μέσω νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της εξέλιξης και διαφορο-ποίησης του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Ιδιαί-τερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες σε όλους τους τομείς, ακόμη και αυτές που έχουν έμμεσες επιπτώσεις, κυρίως λόγω της χρή¬σης και του τρόπου κατανάλωσης της διαθέσιμης ενέρ¬γειας.
Η προσέλκυση και μόχλευση επενδυτικών κεφα¬λαίων για την υλοποίηση των προβλεπόμενων από τον ενεργειακό σχεδιασμό τεχνολογικών αλλαγών στο ελλη-νικό ενεργειακό σύστημα αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική ευκαιρία εγχώριας οικονομικής ανάπτυξης σε διάφο¬ρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. ενερ¬γειακός, κατασκευαστικός, εμπορικός κλάδος, κλπ). Το στοίχημα θα πρέπει να είναι η δημιουργία προστιθέμε¬νης αξίας μέσω της ανάπτυξης μόνιμων και βιώσιμων δομών σε αυτούς τους κλάδους οικονομικής δραστηριό¬τητας. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η δημιουρ¬γία νέων θέσεων εργασίας, καθώς και εφαρμογών τε¬χνολογίας αιχμής αποτελούν επιπλέον δυνατότητες και προοπτικές που προκύπτουν από την εφαρμογή των πολιτικών που προτείνονται στην παρούσα έκθεση.
Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο η διαμόρφωση των οικονομικών μέτρων ενεργειακής πολιτικής να ε-γκαθιδρύουν κλίμα εμπιστοσύνης και συνέχειας προς τους επενδυτές ενσωματώνοντας τόσο την τεχνολογική πρόοδο όσο και τις επιδιώξεις ανάπτυξης συγκεκριμέ¬νων ενεργειακών τεχνολογιών.
V.4. Τα συμπεράσματα από την Ανά-λυση Πολιτικής
Η παράθεση όλων αυτών των διαφορετικών συνθέ-σεων μέτρων ενεργειακής πολιτικής και τελικής εκτίμη¬σης της πορείας ανάπτυξης του ενεργειακού συστήμα¬τος, προσφέρει συγκριτική αξιολόγηση σε βασικές εθνι¬κές ενεργειακές πολιτικές. Παράλληλα δίνει τη δυνατό¬τητα για αναγνώριση των κρίσιμων εκείνων παραμέ¬τρων που καθορίζουν και παρακολουθούν το βαθμό σύγκλισης ή μη με τις ενεργειακές πολιτικές που έχουν επιλεγεί.
Η απόφαση το μείγμα τεχνολογιών ηλεκτροπαρα-γωγής να μην συμπεριλαμβάνει την πυρηνική τεχνολο¬γία και να έχει περιορισμένη χρήση της τεχνολογίας CCS, λόγω τεχνικοοικονομικών αβεβαιοτήτων, έχει ως συνέπεια την ανάγκη για μεγάλη διείσδυση τεχνολογιών ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή. Το βασικό συμπέρασμα των αναλύσεων είναι ότι το κόστος επενδύσεων του ηλεκτρικού συστήματος και της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι ισχυρή συνάρτηση του βαθμού περιο-ρισμού των εκπομπών και της διείσδυσης των μεταβαλ-λόμενων ΑΠΕ. Οι πολιτικές που θα υιοθετηθούν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν ισορροπημένα μείγματα ενεργειακών τεχνολογιών όπου οι συμβατικοί σταθμοί θα υποκατασταθούν βαθμιαία από θερμικούς σταθμούς ΑΠΕ ελεγχόμενης εξόδου και όπου οι μεταβαλλόμενες ΑΠΕ θα πρέπει να συνδυαστούν με ορθολογικές επεν¬δύσεις αποθήκευσης, εφεδρείας ή και δικτύων.
Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρείται να προσδιοριστούν οι άξονες εφαρμογής τομεακών μέτρων ενεργειακής πολιτικής, καθώς και η χρονική αλληλουχία και εξάρ¬τηση των δράσεων αυτών, ώστε να μπορούν να χρησι-μοποιηθούν ως παράμετροι ελέγχου της πορείας εξέλι¬ξης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος. Η λεπτομε¬ρής παράθεση μέτρων ενεργειακής πολιτικής, στοχεύει κυρίως στη διαμόρφωση της αντίληψης και της απαίτη¬σης για συνέχεια για την εφαρμογή αυτών των πολιτι¬κών. Επιπλέον, επιχειρεί να διαχωρίσει μέτρα και πολι¬τικές πιθανά επιβαλλόμενες ή συνδεόμενες με διεθνείς παραμέτρους και εξελίξεις από αυτές που σχετίζονται αμιγώς με την πορεία εξέλιξης και διαμόρφωσης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος.
Επισημαίνεται ωστόσο ότι η παρούσα έκθεση δεν έχει ως στόχο να παρουσιάσει ένα περιγεγραμμένο και εντελώς προγραμματισμένο πλαίσιο εξέλιξης του ενερ-γειακού συστήματος, αλλά αντίθετα να εμφανίσει τη δυναμική συνάρτηση και επίδραση διαφόρων παρα-μέτρων ως προς την εξέλιξη αυτή και να παρουσιάσει τους βαθμούς ελευθερίας και ευελιξίας του συστήματος ώστε να είναι εφικτή σε κάθε χρονική περίοδο, ανάλογα και με τις διαμορφούμενες συνθήκες, η ανάληψη και επικαιροποίηση μέτρων και πολιτικών ώστε να υπάρξει προσαρμογή στους εθνικούς ενεργειακούς στόχους.
Συνεπώς δεν αποτελεί αντικείμενο της συγκεκριμέ¬νης μελέτης η επιλογή και υιοθέτηση ενός αυστηρά κα-θορισμένου σεναρίου-οδικού χάρτη για την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος. Αντίθετα, στόχος του παρό¬ντος ενεργειακού σχεδιασμού είναι να εστιάσει στην παρουσίαση των απαιτήσεων της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής και να εξετάσει τον τρόπο και τον βαθμό στον οποίο συγκεκριμένες κατευθύνσεις (και κυρίως κατευθυντήριες επιλογές της ΕΕ και διεθνείς τάσεις) μπορούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος. Παράλληλα, η εθνική ενεργειακή στρατη¬γική συσχετίζεται με μέτρα και πολιτικές στους διάφο¬ρους ενεργειακούς τομείς και επισημαίνεται η εξάρτηση με όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας ως προς την τελική επιλογή του μείγματος πολιτικών και μέτρων.

V.5. Επίλογος
Ανακεφαλαιώνοντας, στο πλαίσιο αυτής της μελέτης και με βάση ρεαλιστικά σενάρια ανάπτυξης, προσδιο-ρίστηκαν σημαντικοί δείκτες (μείωση εκπομπών ΑΦΘ, συνεισφορά ΑΠΕ, εξοικονόμηση ενέργειας, μείωση εξάρτησης εξωτερικού εφοδιασμού) για την εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος της χώρας, ενώ παράλληλα διερευνήθηκαν, προσδιορίστηκαν και αξιολογήθηκαν τα απαραίτητα εργαλεία και μέτρα πολιτικής για την προ-σέγγιση των προβλεπόμενων μεγεθών καθώς και τα σχετικά οικονομικά στοιχεία κόστους και επενδύσεων.
Ιδιαίτερη επισήμανση πρέπει να γίνει στο γεγονός, ότι για όλα τα εξεταζόμενα σενάρια οι ειδικοί δείκτες του ενεργειακού συστήματος (ενεργειακή ένταση, ένταση εκπομπών) βελτιώνονται αισθητά.
Ειδικότερα, η υιοθέτηση των νέων σεναρίων ενερ-γειακής πολιτικής επιτυγχάνει μεγάλη μείωση της ενερ-γειακής εξάρτησης από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων ενώ αποτελούν συνολικά και οικονομικά συμφέρουσες επιλογές
Αυτή η εξέλιξη του ενεργειακού συστήματος παρέχει ασφάλεια στον τελικό καταναλωτή, καθώς τον προστα-τεύει από την αστάθμητη διακύμανση του κόστους των εισαγόμενων καυσίμων, ενώ του προσφέρει επιπλέον τις βέλτιστες τεχνολογικές λύσεις και επιλογές ώστε να επιτύχει εξοικονόμηση ενέργειας και τελικά μείωση των συνολικών του ενεργειακών δαπανών.
Παράλληλα, με την εφαρμογή αυτών των πολιτικών δημιουργούνται νέες προοπτικές για την ανάπτυξη εγ-χώριας βιομηχανίας και νέων θέσεων εργασίας, που μπορεί με την εφαρμογή υποστηρικτικών μηχανισμών να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι ορατό από την παρούσα έκθεση είναι ότι το εθνικό ενεργειακό σύ¬στημα έχει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, ώστε να επιτευχθούν οι κεντρικοί στόχοι της εθνικής ενεργειακής πολιτικής, απαιτώντας ωστόσο την εφαρμογή συνδυαστικών μέτρων ενεργεια¬κής πολιτικής, καθώς και αξιοποίησης της τεχνολογικής προόδου και του επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Η πράσινη ανάπτυξη, αποτελεί άξονα επένδυσης για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τού¬του στον ενεργειακό σχεδιασμό προβάλλονται οι τεχνο¬λογικές και στρατηγικές απαιτήσεις για την επιτυχή στροφή του αναπτυξιακού προγραμματισμού της χώρας προς την κατεύθυνση αυτή. Σε κάθε περίπτωση ω¬στόσο, κύριο στοιχείο των αποφάσεων θα πρέπει να είναι ο τελικός καταναλωτής, η βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η βέλτιστη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων, παράλληλα με την προστασία του περιβάλλοντος.
Η μελέτη του εθνικού ενεργειακού σχεδιασμού, επι-τυγχάνει ακριβώς τα παραπάνω ζητούμενα καθώς πα-ραθέτει ένα αναλυτικό και πλήρη πίνακα μέτρων και πολιτικών, με διαφορετικά σενάρια εξέλιξης, τα οποία θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο για τον έλεγχο της πορείας εξέλιξης του ενεργειακού συστήματος όσο και για τη σύνθεση, επικαιροποίηση και τελικά επιλογή του βέλτιστου μείγματος αυτών για την εκάστοτε χρο¬νική περίοδο εξέτασης.
Τέλος, στόχος του ενεργειακού σχεδιασμού δεν εί¬ναι η δέσμευση σε συγκεκριμένα ποσοστά διείσδυσης τεχνολογιών ή εφαρμογής συγκεκριμένων μέτρων, αλλά αντίθετα ολοκληρώνει και επιβεβαιώνει την κεντρική δέσμευση της εθνικής ενεργειακής πολιτικής για ένα τομέα βιώσιμο, ανταγωνιστικό και σε πλήρη συνάρτηση με τις ανάγκες των τελικών καταναλωτών και της ελλη¬νικής κοινωνίας. Τονίζεται επίσης, δεδομένου και του γενικότερου ρευστού οικονομικού περιβάλλοντος, η ανάγκη της συνεχούς (ετήσιας) συμπλήρωσης και α-ναπροσαρμογής των κατευθύνσεων του προγράμμα¬τος.
Συμπερασματικά, είναι ορατή η σημασία του μακρο-χρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, όπου και δίνονται οι άξονες διαμόρφωσης και εφαρμογής συγκεκριμένων ενεργειακών πολιτικών και στόχων, καθώς η επίτευξη τόσο των εθνικών ενεργειακών στόχων όσο και η βιώ¬σιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας απαιτούν έ¬γκαιρο προγραμματισμό, συνεχή παρακολούθηση και αναγνώριση όλων εκείνων των παραμέτρων που μπο¬ρούν να επηρεάσουν την πορεία εξέλιξης του ενεργεια¬κού συστήματος.
Το όραμα, ο στόχος, η δέσμευση, η συνέχεια και η εφαρμογή εντέλει συνθέτουν το μείγμα των δράσεων που απαιτούνται ώστε τα παρουσιαζόμενα μέτρα και πολιτικές καθώς και οι προβλέψεις εξέλιξης του ενεργει¬ακού συστήματος να οδηγήσουν σε ένα νέο πιο αποδο¬τικό εθνικό ενεργειακό σύστημα που θα έχει ως κινητή¬ρια δύναμη τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ανταγωνιστικό¬τητα της ελληνικής οικονομίας και την προστασία του περιβάλλοντος.

  • Χρήστος Ι. Κολοβός
    Δρ Μηχανικός Μεταλλείων – Μεταλλουργός Μηχανικός Ε.Μ.Π.
    Μέλος Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας
    τ.Γραμματέας Περιφερειακού Συμβουλίου ΠΑΣΚ Διπλωμ. Μηχανικών Δυτικής Μακεδονίας
    Μέλος Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Εκμετάλλευσης & Αξιοποίησης Ενεργειακών Πρώτων Υλών ΤΕΕ
    Μέλος Μόνιμης Επιτροπής Ενέργειας ΤΕΕ/Τμήμα Δυτικής Μακεδονίας

    Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στον τομέα της ενέργειας επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, της μεταποίησης και όλης της παραγωγικής βάσης της χώρας. Επηρεάζεται η τύχη δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Ο στόχος επομένως του Ενεργειακού Σχεδιασμού θα πρέπει να είναι η διασφάλιση των ενεργειακών αναγκών της χώρας με το χαμηλότερο κόστος, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Όμως από το Αναλυτικό Κείμενο που δημοσίευσε το ΥΠΕΚΑ προκύπτει ότι ο σχεδιασμός έγινε για τη μείωση εκπομπών CO2 και τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), με παραδοχές οι οποίες επιδέχονται τουλάχιστον αμφισβήτηση.

    Πιο αναλυτικά :
    • Η Ευρωπ. Ένωση (ΕΕ) έχει αυτοδεσμευθεί να μειώσει έως το 2050 τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων σε ποσοστό 80-95% των επιπέδων του 1990. Δεν έχει καθοριστεί όμως το πώς θα επιτευχθεί αυτό σε κάθε μια χώρα. Οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα μέχρι στιγμής αφορούν το 2020 και δεν υπάρχει δέσμευση για το 2030 ή 2040. Οι απόπειρες της ΕΕ τον Ιούνιο 2011 και τον περασμένο Μάρτιο να οριστεί στόχος μείωσης εκπομπών για το 2030 συνάντησαν δυο φορές το βέτο της Πολωνίας, που παράγει πάνω από 90% της ηλεκτρ. ενέργειας από το λιγνίτη και λιθάνθρακα που διαθέτει.
    Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με πολύ πρόσφατη (24.5.2012) ανακοίνωση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), το 2011 σημειώθηκε νέο ρεκόρ εκπομπών CO2 παγκοσμίως. Οι εκπομπές CO2 μειώθηκαν το 2011 σε ΕΕ (κυρίως λόγω της ύφεσης) και ΗΠΑ (κυρίως λόγω στροφής προς το φυσικό αέριο από σχιστόλιθους), αλλά αυξήθηκαν περισσότερο σε Κίνα και Ινδία. Ενώ η Κίνα διαθέτει σήμερα τις 2 από τις 3 πρώτες εταιρείες κατασκευής ανεμογεννητριών και τις 7 από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής φωτοβολταϊκών (Φ/Β) συστημάτων παγκοσμίως, στηρίζει την ανάπτυξη της οικονομίας της στην άφθονη, ασφαλή και φθηνή ενέργεια που της εξασφαλίζει η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Δεν είναι απαραίτητο η Ελλάδα να μιμηθεί την Κίνα, αλλά πρέπει να βλέπουμε και τι γίνεται γύρω μας.

    • Οι πιο φθηνές πηγές ενέργειας της χώρας είναι ο λιγνίτης και τα νερά. Το βασικό καύσιμο τις τελευταίες 10ετίες είναι ο λιγνίτης. Θα περίμενε επομένως κανείς να υπάρχει στο Αναλυτικό Κείμενο μια αναλυτική αναφορά στη διαχρονική εξέλιξη των μεγεθών της λιγνιτικής παραγωγής, αλλά σε κείμενο 75 σελίδων διατίθεται για το λιγνίτη μόλις ¼ της σελίδας!

    • Το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ το 2009, με το οποίο κέρδισε τις εκλογές, έθετε ως στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου κατά 65% μέχρι το 2050 με ενδιάμεσους δεσμευτικούς στόχους προόδου. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, αναγραφόταν ρητά ως «προτεραιότητα η αντικατάσταση των παλιών λιγνιτικών σταθμών με νέες λιγνιτικές μονάδες υψηλής απόδοσης».
    Η αναφορά αυτή ήταν συμβατή με παλαιότερα μέτρα ενεργειακού σχεδιασμού, που περιγράφονταν τόσο στο «Εθνικό Πρόγραμμα Μείωσης Εκπομπών Αερίων Φαινομένου Θερμοκηπίου (2000-2010)» (ΦΕΚ Α΄ 58/2003), όσο και το «Εθνικό Σχέδιο Κατανομής ∆ικαιωμάτων Εκπομπών για την περίοδο 2005 – 2007» (ΦΕΚ Β’ 1216/2006), στο οποίο ρητά αναφερόταν «…εν όψει της σημασίας του λιγνίτη για την ασφάλεια της ενεργειακής κάλυψης της χώρας, θα πρέπει να σημειωθεί η δυνατότητα ένταξης στο σύστημα νέων σύγχρονων λιγνιτικών μονάδων υψηλού βαθμού απόδοσης, προς αντικατάσταση παλαιωμένων σταθμών».
    Η πρόβλεψη αντικατάστασης των παλαιών Μονάδων με νέες είναι απολύτως συμβατή και με την πρακτική στην ΕΕ : στη Γερμανία (Niederaussem και Neurath), την Πολωνία (Belchatow και Pątnów), τη Βουλγαρία (λιγνιτικό κέντρο Maritsa East) τα τελευταία χρόνια είτε κατασκευάζονται νέες, σύγχρονες λιγνιτικές μονάδες, είτε εκσυγχρονίζονται παλαιότερες.
    Επίσης, τον Ιούλιο 2010, η Επιτροπή 20-20-20 του ΥΠΕΚΑ, κατά την «Ανάλυση Ενεργειακών Σεναρίων Διείσδυσης των ΑΠΕ στο Ενεργειακό Σύστημα και Επίτευξης των Εθνικών Στόχων του 2020» με το ενεργειακό μοντέλο ENPEP, εξέτασε σενάρια διατήρησης λιγν. Μονάδων 4015 MW μέχρι το 2030 και διαπίστωσε ότι ικανοποιείται τόσο ο εθνικός στόχος για το 2020, όσο και ο δεσμευτικός σύμφωνα με την Οδηγία 28/2009/ΕΚ.
    Ωστόσο τώρα, στο Αναλυτικό Κείμενο, προτείνεται η σχεδόν πλήρης απένταξη του λιγνίτη από το ενεργειακό μίγμα : το μερίδιο του λιγνίτη θα μειωθεί από 56,7% το 2011 στο 13% το 2050 στο Σενάριο Υφιστάμενων Πολιτικών, ενώ στα υπόλοιπα σενάρια θα μηδενιστεί (η συνολική παραγωγή ηλεκτρισμού στη χώρα θα αυξηθεί σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα έως και κατά 63% έως το 2050). Ακόμα κι αν χρησιμοποιηθεί τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης CO2 (CCS) και παραμείνουν λιγνιτικές μονάδες έως το 2050, το μερίδιό τους θα είναι τότε μόνο 6% στην ηλεκτροπαραγωγή, δημιουργώντας ερωτηματικά για την αξιοποίηση των επενδύσεων.
    Για την απένταξη του λιγνίτη θεωρείται ότι το κόστος του επιβαρύνεται από τα δικαιώματα εκπομπών CO2. Η τιμή του κόστους εκπομπών CO2 έχει ληφθεί σε όλα τα σενάρια να υπερβαίνει τα 20 ευρώ/τόννο, όμως μέχρι τα μέσα του 2011 ήταν περί τα 15 ευρώ/τόννο και από τότε μειώνεται. Όλο το 2012 η τιμή είναι κάτω των 10 ευρώ και σήμερα είναι στα 6,91 ευρώ (ECX EUA Dec12). Και στο Χρηματιστήριο του Σικάγου στις ΗΠΑ ήδη από το 2010 η τιμή είχε πέσει στα 5 σεντς/τόννο, με ανύπαρκτο αγοραστικό ενδιαφέρον. Εάν συνεπώς η ΕΕ αυξήσει τη φορολόγηση των ορυκτών καυσίμων προκειμένου να πιέσει για ταχύτερη μείωση των εκπομπών CO2, πιθανώς το μόνο που θα επιτύχει θα είναι αφενός η αύξηση της τιμής ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή και μάλιστα σε συνθήκες παρατεινόμενης ύφεσης, αφ’ ετέρου η χρεοκοπία ή μετανάστευση της βιομηχανίας στην Ασία. Οι επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή -και ιδιαίτερα την Ελληνική- βιομηχανία θα είναι καταστρεπτικές και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών θα μειωθεί, χωρίς τελικά όφελος για τον πλανήτη σε μείωση των εκπομπών CO2, αφού Κίνα και Ινδία συνεχίζουν να αυξάνουν τις εκπομπές.
    Επομένως στον Εθνικό Ενεργειακό Σχεδιασμό θα πρέπει κατ’ ελάχιστο να γίνει μια ανάλυση ευαισθησίας με τιμές CO2 5 έως 20 ευρώ/τόννο, ώστε να υπάρχουν διαφορετικά σενάρια κόστους της ηλεκτροπαραγωγής ανάλογα με την επίδραση της τιμής CO2.

    • Στην Επιτροπή Σχεδιασμού συμμετείχε εκπρόσωπος της Greenpeace, η οποία με έκθεσή της το Φεβρουάριο ανέφερε ότι «η ρύπανση από το λιγνίτη προκάλεσε μέσα σ’ ένα χρόνο το θάνατο 534 συμπολιτών μας». Σε 2η έκδοση της έκθεσης, μόλις ένα μήνα μετά, οι 534 θάνατοι έχουν γίνει 1079!, θέτοντας σοβαρά ερωτηματικά για τη μεθοδολογία και την αξιοπιστία τέτοιων εκθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιοι στατιστικού τύπου χαρακτηρισμοί υπάρχουν για πολλές πλευρές της καθημερινής μας ζωής : π.χ. πάνω από 2.000 άνθρωποι χάνονται από τροχαία ατυχήματα κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αλλά προφανώς η λύση δεν είναι να καταργήσουμε τα αυτοκίνητα!

    • Βασικός στόχος του σχεδιασμού πρέπει να είναι η επίτευξη των βέλτιστων οικονομιών κλίμακας, ιδίως ως προς την πιο αποτελεσματική χρήση των ήδη υπαρχουσών υποδοµών, προς όφελος εν τέλει του συνόλου των καταναλωτών. Όμως από το Αναλυτικό κείμενο δεν προκύπτει αξιοποίηση βασικών υποδομών όπως τα ήδη ανοικτά ορυχεία, ο εγκατεστημένος πανάκριβος εξοπλισμός σε καδοφόρους εκσκαφείς και λοιπά μηχανήματα ορυχείων, οι υπάρχουσες λιγνιτικές Μονάδες. Ακόμα κι αν η αξία κάποιου εξοπλισμού εμφανίζεται στις λογιστικές καταστάσεις ως αποσβεσμένη, υπάρχει σημαντική παραμένουσα αξία και ειδικά ο ηλεκτροκίνητος εξοπλισμός των ορυχείων παρουσιάζει διεθνώς πολύ μεγάλη διάρκεια ζωής, ασυνήθιστη για άλλα είδη εξοπλισμού. Επισημαίνεται ότι στη Γερμανία, χώρα κατασκευάστρια καδοφόρων εκσκαφέων, διατηρείται ακόμα σε λειτουργία καδοφόρος εκσκαφέας που πρωτολειτούργησε το 1950. Αντίθετα στην Ελλάδα -με τις υφιστάμενες πολιτικές- φαίνεται ότι οδηγούνται σε ακινητοποίηση και αχρήστευση καδοφόροι εκσκαφείς που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του 1980, ενώ με τη διδακτορική μου διατριβή πριν 15 χρόνια είχαν τεκμηριωθεί οι δυνατότητες και οι προϋποθέσεις διατήρησης σε λειτουργία και παραγωγικής αξιοποίησης των πανάκριβων καδοφόρων εκσκαφέων των ορυχείων της ΔΕΗ.
    Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με πρότασή μου από το 2007, ιδιαίτερα οι μεγάλοι εκσκαφείς του Ορυχείου Αμυνταίου, οι μεγαλύτεροι στη χώρα, θα μπορούσαν (από το 2018 περίπου) να αξιοποιηθούν με ευνοϊκούς οικονομικούς όρους στην εκμετάλλευση τμήματος του Πεδίου Προαστείου, που είναι ήδη ανοικτό από την πλευρά του Ορυχείου Μαυροπηγής. Σύμφωνα με το ΙΓΜΕ, το κοίτασμα του Πεδίου Προαστείου, το οποίο χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστα υψηλή θερμογόνα δύναμη, μπορεί να τροφοδοτήσει 2 Μονάδες των 300 MW. Σε περίπτωση που δεν αξιοποιηθεί τα προσεχή χρόνια, δεν θα μείνει για τις επόμενες γενιές και θα απαξιωθεί, αντίθετα με το κοίτασμα π.χ. της Δράμας. Επικουρικά αναφέρεται ότι στο Υπουργείο Ανάπτυξης είχε εκπονηθεί το 2006 νομοσχέδιο για τα λατομεία αδρανών υλικών, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση για 6 και πλέον μήνες, και στο οποίο αναφερόταν ότι «Η αναίρεση της δυνατότητας εκμετάλλευσης κοιτασμάτων του ορυκτού πλούτου γενικότερα, με την κάλυψη αυτών από οικισμούς ή άλλες εγκαταστάσεις, δεν αποτελεί πράξη σωφροσύνης». Όταν αυτό ισχύει για τα αδρανή υλικά, ισχύει πολύ περισσότερο για τα ενεργειακά ορυκτά. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να απαξιώνει εγχώριες ενεργειακές πηγές σε βάρος επόμενων γενεών.
    Επομένως ο σχεδιασμός θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την καταγραφή των ήδη ανοικτών ορυχείων και την καλύτερη δυνατή αξιοποίησή τους, με στόχο την εξάντληση των συγκεκριμένων τουλάχιστον κοιτασμάτων στο χρονικό ορίζοντα έως το 2050, κάτι που είναι τεχνικά εφικτό. Εάν δεν γίνει εξάντλησή τους, δεν θα μπορεί να γίνει ομαλά η αποκατάσταση των εδαφών και τίθεται εν αμφιβόλω η αειφορική και βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής.

    • Στο Αναλυτικό Κείμενο γίνεται αναφορά σε ένταξη μέχρι το 2020 στο σύστημα των νέων λιγνιτικών Μονάδων Πτολεμαΐδα V και Μελίτη ΙΙ. Όμως οι πρόσφατες εξελίξεις δεν δικαιολογούν την αισιοδοξία των συντακτών για το 2020, ιδιαίτερα μάλιστα με τις πολιτικές που έχουν τα τελευταία χρόνια αρνητική επίδραση στον εφοδιασμό της Μονάδας Μελίτη Ι. Τα αποθέματα λιγνίτη που υπάρχουν στα ήδη ανοικτά ορυχεία επιτρέπουν πάντως την ένταξη τουλάχιστον μιας ακόμα νέας Μονάδας.
    Επιπλέον, εμφανίζεται αναφορά περί θέσης λιγνιτικών μονάδων σε «ψυχρή εφεδρεία» : η αναφορά αυτή γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τη δυνατότητα εφοδιασμού των πιο πάνω μονάδων με λιγνίτη στη χρονική στιγμή που θα χρειαστεί να τεθούν σε λειτουργία. Ο λιγνίτης είναι καύσιμο που δεν μπορεί να αποθηκευτεί επί μακρό χρόνο, καθόσον παρουσιάζει φαινόμενα αυτανάφλεξης. Προκειμένου να αποφεύγεται η αυτανάφλεξη, τα αποθέματα στις αυλές λιγνίτη θα πρέπει να ανανεώνονται τακτικά, δηλαδή θα πρέπει να καταναλώνονται σε Μονάδες που θα βρίσκονται σε λειτουργία. Επιπλέον, τα Ορυχεία δεν μπορούν να παραμένουν σε αναμονή για να εξορύξουν λιγνίτη όταν χρειαστεί να λειτουργήσουν οι Μονάδες, καθόσον δημιουργούνται προβλήματα ακινητοποίησης του εξοπλισμού, φθορών ευαίσθητων τμημάτων όπως ιμάντες ταινιοδρόμων και καλώδια, ευστάθειας πρανών, άντλησης νερών, αυτανάφλεξης λιγνίτη, κλπ., τα οποία είτε προσαυξάνουν άνευ λόγου το κόστος εκμετάλλευσης, είτε θέτουν σε κίνδυνο την ύπαρξη των Ορυχείων. Θα πρέπει συνεπώς να διατηρούνται ταυτόχρονα σε λειτουργία τόσο Ορυχεία και Μονάδες λιγνίτη.
    Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι για τα Ορυχεία, υπάρχει θέμα τεχνολογίας εξόρυξης : η πιο κατάλληλη τεχνολογία για τη μαζική και ταυτόχρονα εκλεκτική εξόρυξη των πολυστρωματικών ελληνικών λιγνιτικών κοιτασμάτων παραμένει ο καδοφόρος εκσκαφέας, όμως κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σταδιακή μετάβαση σε τεχνολογία εξόρυξης με εκσκαφείς ανεστραμμένου κάδου («τσάπες»). Η τεχνολογία αυτή ΔΕΝ είναι κατάλληλη για εκτεταμένη εφαρμογή και οδηγεί σε μη ορθολογική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων, καθόσον έχει συχνά ως αποτέλεσμα την εξόρυξη ενδιαμέσων στείρων μαζί με το λιγνίτη και την πολύ σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος εξόρυξης. Τελικό αποτέλεσμα είναι να επηρεάζεται αρνητικά η παραγωγή ενέργειας, να αυξάνεται η κατανάλωση λιγνίτη ανά παραγόμενη κιλοβατώρα και ανάλογα το κόστος αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών CO2, καθώς και οι εκπομπές αιωρουμένων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα της περιοχής.

    • Στο Αναλυτικό Κείμενο αναφέρεται ότι οι προοπτικές ανάπτυξης του Συστήματος Μεταφοράς ηλεκτρ. ενέργειας που έχουν ληφθεί υπόψη θα διαφοροποιηθούν σημαντικά εφόσον προωθηθούν έργα ανάπτυξης των ΑΠΕ με κύριο εξαγωγικό χαρακτήρα (π.χ. Πρόγραμμα ΗΛΙΟΣ). Σύμφωνα όμως με δηλώσεις του πρώην Υπουργού ΠΕΚΑ τον Απρίλιο στην εφημερίδα “Die Welt”, η ενέργεια θα εξάγεται μόνο «στατιστικά»: πρακτικά θα καταναλώνεται στην Ελλάδα, με τις όποιες συνέπειες θα έχει αυτό για τις απαιτούμενες επενδύσεις σε δίκτυα μεταφοράς, καθώς και την εξασφάλιση εφεδρειών για τις νυκτερινές ώρες και τους χειμερινούς μήνες, που δεν θα υπάρχει παραγωγή. Δεν είναι σαφές ποιο θα είναι το τελικό κόστος ενέργειας που θα πληρώνει από αυτή την αιτία ο Έλληνας καταναλωτής.

    • Στο Αναλυτικό Κείμενο προτείνεται ουσιαστικά υποκατάσταση της λιγνιτικής παραγωγής ηλ. ενέργειας με παραγωγή από φυσικό αέριο, το οποίο αναφέρεται ότι θα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο τελικής κατανάλωσης στον τομέα της βιομηχανίας. Ωστόσο :
     δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση της ασφάλειας εφοδιασμού της χώρας με φυσικό αέριο μέσω της Τουρκίας, τη στιγμή που η Τουρκία κατ’ επανάληψη έχει διακόψει τη ροή του αζέρικου αερίου προς την Ελλάδα και προφανώς θα το επαναλάβει και στο μέλλον.
     Δεν υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση της επίπτωσης στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας από την αντικατάσταση ενός εγχωρίως παραγόμενου καυσίμου με εισαγόμενο.
     Δεν υπάρχει τεκμηρίωση της επίπτωσης στις θέσεις απασχόλησης της χώρας και ιδιαίτερα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Αναφέρονται γενικές μελέτες για την αύξηση των θέσεων απασχόλησης που μπορεί να φέρει η «πράσινη ενέργεια». Ωστόσο χρειάζεται προσοχή για το πού ακριβώς γίνεται η δημιουργία θέσεων απασχόλησης : η Γερμανία ήδη χάνει θέσεις εργασίας, οι οποίες μεταφέρονται στην Ασία. Ενδεικτικά, μόνο το τελευταίο εξάμηνο χρεοκόπησαν στη Γερμανία οι Φ/Β εταιρείες Solon (Βερολίνο), Solar Millennium (Ερλάνγκεν), Scheuten Solar (Φράιμπουργκ), Solarhybrid (Βραδεμβούργο), Odersun (Βραδεμβούργο), Q-Cells (Bitterfeld-Wolfen), ενώ η First Solar κλείνει το εργοστάσιο στη Γερμανία (Φρανκφούρτη/Όντερ) και διατηρεί την παραγωγή στη Μαλαισία. Και στην Ελλάδα τα Φ/Β δίνουν διέξοδο στην απασχόληση σε περίοδο οικονομικής κρίσης μόνο χάρη στις πολύ υψηλές εγγυημένες τιμές της πωλούμενης ενέργειας : αν οι τιμές μειωθούν, όπως γίνεται ήδη σε όλη την Ευρώπη, θα μειωθεί αντίστοιχα και η απασχόληση, αφού η Φ/Β ενέργεια ακόμα δεν είναι ανταγωνιστική.

    Ως τελικό συμπέρασμα, σήμερα είναι νωρίς για την απένταξη του λιγνίτη από το ενεργειακό μίγμα της χώρας. Δεν πρέπει να χάσουμε αυτό που έχουμε, προκειμένου να φέρουμε κάτι που είναι ακόμα αβέβαιο : η μετάβαση πρέπει να γίνει σταδιακά και με πολλή περίσκεψη. Ο Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός δεν μπορεί να έχει ως βασικούς άξονες μόνο τη μείωση των εκπομπών και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, το κόστος για την κοινωνία πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη. Και οι ενδιάμεσοι δεσμευτικοί στόχοι μείωσης εκπομπών CO2 για το 2030 και το 2040 θα πρέπει να καθοριστούν με μεγάλη προσοχή και με πολύπλευρη εξέταση του συμφέροντος της χώρας.