Άρθρο 29 Ανεξαρτησία (Άρθρο 8 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/1852)

 

1. α) Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση συγκεκριμένου προτεινόμενου ανεξάρτητου προσώπου στη Συμβουλευτική Επιτροπή για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
αα) το πρόσωπο αυτό ανήκει σε μία από τις ενδιαφερόμενες φορολογικές διοικήσεις ή ασκεί καθήκοντα για λογαριασμό μίας από αυτές ή βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, κατά τη διάρκεια των τριών (3) προηγουμένων ετών,
αβ) το πρόσωπο αυτό κατέχει ή κατείχε ουσιώδη συμμετοχή ή δικαίωμα ψήφου σε οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα θιγόμενα πρόσωπα ή απασχολείται ή απασχολήθηκε ως υπάλληλος ή σύμβουλός τους σε οποιαδήποτε στιγμή, κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την ημερομηνία διορισμού του,
αγ) το πρόσωπο αυτό δεν παρέχει επαρκείς εγγυήσεις αντικειμενικότητας για την επίλυση της αμφισβητούμενης διαφοράς,
αδ) το πρόσωπο αυτό είναι υπάλληλος σε επιχείρηση που παρέχει φορολογικές συμβουλές ή άλλως παρέχει φορολογικές συμβουλές σε επαγγελματική βάση ή βρισκόταν σε μια τέτοια κατάσταση σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια περιόδου τουλάχιστον τριών (3) ετών πριν από την ημερομηνία διορισμού του.

β) Η Aρμόδια Αρχή μπορεί να συμφωνήσει με τις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών, μέχρις ότου συγκροτηθεί η Συμβουλευτική Επιτροπή, πρόσθετους λόγους για την απόρριψη του διορισμού ανεξάρτητων προσώπων στη Συμβουλευτική Επιτροπή.

2. Η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ζητήσει από κάθε ανεξάρτητο πρόσωπο που έχει διοριστεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 ή από τον αναπληρωτή του, να γνωστοποιήσει κάθε συμφέρον, σχέση ή άλλο στοιχείο, που είναι πιθανόν να επηρεάσει την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία του ή να εγείρει υπόνοια μεροληψίας στη διαδικασία. Για τον σκοπό αυτό, το ανεξάρτητο πρόσωπο ή ο αναπληρωτής του υποχρεούται να συμπληρώσει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του υποδείγματος «Κοινολόγηση τυχόν συγκρούσεων συμφερόντων», που περιέχεται στο Μέρος 2 του Παραρτήματος I του Εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/652 της Επιτροπής της 24ης Απριλίου 2019 (EE 2019, L110, σ. 26).

3. Για περίοδο δώδεκα (12) μηνών μετά από την έκδοση της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κάθε ανεξάρτητο πρόσωπο που είναι μέλος της εν λόγω Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν πρέπει να βρεθεί σε κατάσταση η οποία θα μπορούσε να είχε οδηγήσει την Αρμόδια Αρχή να ζητήσει την εξαίρεση του προσώπου αυτού, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1, αν το πρόσωπο αυτό βρισκόταν στην κατάσταση αυτή, κατά τον χρόνο διορισμού του στην εν λόγω Συμβουλευτική Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον η εκδοθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 24, απόφαση αμοιβαίου διακανονισμού έχει βασισθεί στη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η Αρμόδια Αρχή μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατ’ αυτής. Με την άσκηση της αίτησης ακύρωσης και μέχρι την έκδοση και κοινοποίηση της απόφασης επί αυτής αναστέλλεται η εκτέλεση της εν λόγω απόφασης αμοιβαίου διακανονισμού. Εφόσον το δικαστήριο ακυρώσει την απόφαση αμοιβαίου διακανονισμού, που εκδόθηκε με βάση τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η υπόθεση εξετάζεται εκ νέου από νέα Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία των εκατόν είκοσι (120) ημερών για τη συγκρότηση της Επιτροπής εκκινεί από την ημερομηνία της κοινοποίησης στην Αρμόδια Αρχή της δικαστικής απόφασης, με την οποία ακυρώνεται η απόφαση αμοιβαίου διακανονισμού, που εκδόθηκε με βάση τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ορίζονται η διαδικασία και οι προϋποθέσεις άσκησης της αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης αμοιβαίου διακανονισμού του άρθρου 24, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3, και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος.