Άρθρο 12 Παραρτήματα

Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου τα Παραρτήματα A και B που ακολουθούν. Tα παραρτήματα αυτά τροποποιούνται με κοινή απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού  σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα στο κοινοτικό δίκαιο

  • 26 Σεπτεμβρίου 2011, 13:53 | WWF

    Το Παράρτημα Α, με βάση το οποίο οριοθετείται η έννοια της παράνομης συμπεριφοράς [άρθρα 2 α) και 3], είναι σημαντικό, για τρεις τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, διότι πρέπει να ενσωματωθεί σωστά η οδηγία. Δεύτερον, διότι πιθανές ελλείψεις θα οδηγήσουν σε συγγνωστή νομική πλάνη [ΠΚ 31§2], ιδίως αν ληφθεί υπόψη ο τεχνικός χαρακτήρας των ζητημάτων. Τέλος, όπως συμβαίνει με τους λεγόμενους «χωλούς» ποινικούς νόμους [Μανωλεδάκης, Γενική θεωρία, 68 επ.], η καταδικαστική απόφαση πρέπει να αναφέρει την διάταξη νόμου που ορίζει ανώτατα όρια εκπομπών: στην αντίθετη περίπτωση, μπορεί να αναιρεθεί [πρβλ. ΑΠ 1680/99].

    Δυστυχώς, το Παράρτημα έχει αρκετά προβλήματα, που μπορεί να δυσχεράνουν την εφαρμογή του νόμου. Πρώτον, παραπέμπει σε οδηγίες οι οποίες δεν ενσωματώθηκαν ποτέ [για άγνωστους λόγους – π.χ., 79/176], ή δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα [π.χ., 2006/44]. Δεύτερον, πολλές από τις οδηγίες αυτές έχουν ήδη αντικατασταθεί [π.χ., η 2008/1 αντικαθίσταται σταδιακά από την 2011/75, η 96/62 από την 2008/50]: από την πλευρά του ευρωπαϊκού δικαίου, αυτό δεν είναι πρόβλημα, διότι υπάρχουν πίνακες αντιστοίχισης στις νεώτερες οδηγίες. Ωστόσο, ένας εθνικός ποινικός νόμος που παραπέμπει σε οδηγίες που δεν ισχύουν πια εγείρει ερωτηματικά. Τρίτον, σε μερικές περιπτώσεις το Παράρτημα δεν περιέχει όλες τις πράξεις ενσωμάτωσης [π.χ., παραλείπεται η πρόσφατη ΚΥΑ Η.Π. 14122/549/Ε.103/2011, για την ποιότητα της ατμόσφαιρας, καθώς και οι «Κανονισμοί Ραδιοπροστασίας» που ενσωματώνουν την 96/29]. Ορισμένες από τις ελλείψεις αυτές δεν έχουν σημασία, διότι θα πρόκειται για «κανονιστικές πράξεις που …εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1650/1986», αλλά αυτό μπορεί να μην συμβαίνει πάντα. Τέταρτον, δεν έχει ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο ότι ορισμένες οδηγίες ενσωματώνονται με τυπικούς νόμους: για παράδειγμα, οι πρόσφατοι 3937/2011 και 4014/2011 ρυθμίζουν θέματα που άπτονται της οδηγίας 92/43, και φυσικά δεν περιλαμβάνονται στο Παράρτημα. Πέμπτον, δεν έχει ληφθεί υπόψη η πιθανότητα «δημιουργικής» εκμετάλλευσης της πολυνομίας, προκειμένου να εκφύγουν ορισμένες πράξεις του αξιόποινου, και να μην επιτευχθεί ο στόχος της οδηγίας. Για παράδειγμα, υπάρχει σημαντική επικάλυψη μεταξύ του Ν. 3199/2003 και του παλιότερου [αλλά σε ισχύ] Ν. 1739/1987: ωστόσο, μόνο παραβάσεις κανονιστικών πράξεων βάσει του πρώτου είναι αξιόποινες. Τέλος, για λόγους συνέπειας, θα έπρεπε να είχαν συμπεριληφθεί νόμοι κομβικής σημασίας για το περιβάλλον [ή έστω διατάξεις τους], όπως ο Ν. 998/1979, η νομοθεσία για τα υδατορρέματα ή ο Ν. 3937/2011 για την βιοποικιλότητα(τουλάχιστον όπου υπάρχουν κενά στην ποινική προστασία του περιβάλλοντος), έστω και αν δεν το απαιτεί η Οδηγία.

    Ορισμένα από τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν καλύτερα με την πρόβλεψη κάποιας διαδικασίας τροποποίησης ή συμπλήρωσης του Παραρτήματος.