Άρθρο 5 Διαδικασία δηλώσεων εγγραπτέων δικαιωμάτων – Τροποποίηση παρ. 2, 8 και 10 άρθρου 2 ν. 2308/1995

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 (Α’ 114) τροποποιείται με την αναφορά του άρθρου 6Α και της παρ. 9 του άρθρου 2 για την υποβολή αιτήματος διόρθωσης ή ένστασης, στο δεύτερο και τέταρτο εδάφιο η εταιρεία «Ε.Κ.Χ.Α.» αντικαθίσταται από τον φορέα και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Το Δημόσιο υποχρεούται να υποβάλει δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος, και μπορεί να υποβάλει αίτηση διόρθωσης ή ένσταση κατά τα άρθρα 6, 6Α, 7 και την παρ. 9 του παρόντος για λόγους διασφάλισης και προστασίας των δικαιωμάτων του.
Ο Φορέας παρέχει υποχρεωτικά στις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου για τον υπό κτηματογράφηση Ο.Τ.Α. τα όρια των σχεδίων πόλεως, οικισμών προϋφιστάμενων του έτους 1923, οικοδομήσιμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του ν. 947/1979 (A` 169), διανομών και αναδασμών, καθώς και τυχόν εγκεκριμένες πολεοδομικές μελέτες και ρυμοτομικά σχέδια, τα οποία λαμβάνει υπόψη του και εφαρμόζει κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης. Για τη δήλωση του Ελληνικού Δημοσίου επί δασών και δασικών εκτάσεων λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη από τις οικείες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου τα προαναφερθέντα όρια και δεν υποβάλλεται δήλωση ούτε ένσταση ή αίτηση διόρθωσης στις περιπτώσεις του εδαφίου α` της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 23 του ν. 3889/2010 όπως ισχύει.
Ο Φορέας αποστέλλει υποχρεωτικά στην αρμόδια για την υπό κτηματογράφηση περιοχή Κτηματική Υπηρεσία του Δημοσίου, πριν την ανάρτηση των προσωρινών στοιχείων κτηματογράφησης, τα προσωρινά κτηματολογικά διαγράμματα της ανάρτησης καθώς και τα στοιχεία των εγγραφών του προσωρινού κτηματολογικού πίνακα που αφορούν στα ακίνητα που έχουν καταχωρισθεί ως ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου και ως αγνώστου ιδιοκτήτη, καθώς και στα ακίνητα που έχουν καταχωρισθεί σε δικαιούχο κυριότητας με αιτία κτήσης τη χρησικτησία και των οποίων οι δηλώσεις υποβλήθηκαν μετά τη λήξη της συλλογής δηλώσεων. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του ν. 2472/1997 (Α` 50), όπως ισχύει, τα γεωχωρικά δεδομένα με πλήρη αναφορά στα ΚΑΕΚ των κτηματολογικών διαγραμμάτων των πρώτων εγγραφών για το σύνολο της κτηματογραφούμενης περιοχής, χορηγούνται υποχρεωτικά στις δημόσιες αρχές που τα αιτούνται εφόσον θεμελιώνονται στην αίτηση λόγοι διασφάλισης των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου».

2. Στην περ. α’ της παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται νέο εδάφιο, στο τέλος της περ. β’ προστίθεται νέο εδάφιο και η παρ. 8 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. α) Αν δεν υποβληθεί δήλωση, απαγορεύεται η κατάρτιση εμπράγματης δικαιοπραξίας για το δικαίωμα που δεν δηλώθηκε, καθώς και η χορήγηση άδειας οικοδομής στο όνομα εκείνου που παρέλειψε να υποβάλει τη δήλωση. Το αποδεικτικό υποβολής δήλωσης μνημονεύεται και επισυνάπτεται στο συμβόλαιο, μνημονεύεται στην οικοδομική άδεια και τηρείται στον φάκελο της αρμόδιας για την έκδοση της άδειας υπηρεσίας.
Με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα επιβάλλεται πρόστιμο.
Το πρόστιμο υπολογίζεται βάσει του είδους του εγγραπτέου δικαιώματος που δηλώνεται της αξίας των ακινήτων, βάσει του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού αυτής, καθώς και του χρόνου κατά τον οποίον καθυστέρησε η υποβολή της δήλωσης σε σχέση με την προθεσμία που καθορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5. Το πρόστιμο για δικαιώματα κυριότητας (ψιλής και πλήρους) και επικαρπίας υπολογίζεται για το σύνολο των ακινήτων που δεν έχουν δηλωθεί εμπροθέσμως ακόμη και στις αγροτικές περιοχές της υποπερ. αα` της περ. α) της παρ. 10, βάση υπολογισμού του προστίμου αποτελεί η αξία του δικαιώματος που δηλώνεται. Η βάση υπολογισμού αντιστοιχεί σε ποσό που δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριακοσίων (300) και ανώτερο των δυο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται, ανάλογα με τον χρόνο καθυστέρησης υποβολής της δήλωσης.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η οποία δημοσιεύεται έως την 31η.12.2022, ορίζονται ο ειδικότερος τρόπος υπολογισμού του προστίμου ανά είδος δικαιώματος, συμπεριλαμβανομένου του συντελεστή προσαύξησης λόγω καθυστέρησης, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η απόφαση αρχίζει να ισχύει έναν (1) μήνα μετά τη δημοσίευσή της.
Σε περίπτωση παρέλευσης της προθεσμίας καταβολής προστίμου, αυτό εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε..
β) Οποιαδήποτε απαγόρευση και ακυρότητα από την εφαρμογή της παρούσας αίρεται είτε με την εκ των υστέρων υποβολή δήλωσης από εκείνον που παρέλειψε να την υποβάλει εμπροθέσμως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποξενώθηκε πλήρως από το δικαίωμά του επί του ακινήτου, είτε από εκείνον που αποκτά εγγραπτέο δικαίωμα με την παραπάνω δικαιοπραξία. Η υποβολή των δηλώσεων αποδεικνύεται με σχετική βεβαίωση, η οποία εκδίδεται ατελώς από το αρμόδιο γραφείο κτηματογράφησης.
Με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα, της οποίας το περιεχόμενο περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση για την ανάρτηση που προβλέπεται στο άρθρο 4, καθορίζεται η ημερομηνία μέχρι την οποία είναι επιτρεπτή η υποβολή εκπρόθεσμων δηλώσεων στην περιοχή που κτηματογραφείται. Με όμοια απόφαση, η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται. Αποφάσεις του Δ.Σ. του ν.π.δ.δ. Ελληνικό Κτηματολόγιο που εκδόθηκαν μετά την 9η.12.2020 και έως την 18η.6.2021, δυνάμει των οποίων αποφασίστηκε η παράταση της προθεσμίας υποβολής εκπρόθεσμων δηλώσεων σε κτηματογραφούμενες περιοχές, θεωρούνται έγκυρες από τη δημοσίευσή τους.».

3. Το πρώτο εδάφιο της υποπερ. ββ΄ της περ. α’ και οι οι περ. β΄, γ’ και δ’ της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 2308/1995 τροποποιούνται ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις και τα αρμόδια όργανα και η παρ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10. α) «Για την επεξεργασία των δηλώσεων του παρόντος άρθρου και την καταχώριση των εγγραπτέων δικαιωμάτων στους τελικούς πίνακες της κτηματογράφησης, καθώς επίσης και για τα δικαιώματα που έχουν περιληφθεί στα τελικά κτηματολογικά στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 καταβάλλεται υπέρ του Φορέα «Ελληνικό Κτηματολόγιο» ανταποδοτικό τέλος κτηματογράφησης, το οποίο καθορίζεται ως εξής:
αα`. Για κάθε εγγραπτέο δικαίωμα που δηλώνεται, καταβάλλεται από τον δηλούντα έναντι του συνολικά οφειλόμενου ανταποδοτικού τέλους κτηματογράφησης και επί ποινή απαραδέκτου της δηλώσεώς του πάγιο τέλος κτηματογράφησης. Το τέλος αυτό ορίζεται σε τριάντα πέντε (35) ευρώ ανά δικαίωμα, με εξαίρεση τα δικαιώματα σε χώρους στάθμευσης ή αποθήκες που αποτελούν αυτοτελείς ιδιοκτησίες, για τα οποία το τέλος ορίζεται σε είκοσι (20) ευρώ. Στις αγροτικές περιοχές τα φυσικά πρόσωπα που έχουν εγγραπτέο δικαίωμα σε περισσότερα του ενός ακίνητα καταβάλλουν πάγια τέλη για δύο μόνον εγγραπτέα δικαιώματα, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού αυτών. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται μόνο για τους δικαιούχους δικαιωμάτων κυριότητας και δουλειών.
ββ`. Μετά την έκδοση των αποφάσεων επί των αιτήσεων διορθώσεως και των ενστάσεων κατά τα άρθρα 6, 6Α, 7 και την παρ. 9 του παρόντος και στο πλαίσιο της αναμόρφωσης των κτηματολογικών πινάκων και διαγραμμάτων κατά το άρθρο 11, οι καταχωρισθησόμενοι στους αναμορφωμένους πίνακες ως κύριοι ή επικαρπωτές καταβάλλουν το υπόλοιπο ανταποδοτικό τέλος κτηματογράφησης, το οποίο είναι αναλογικό και καθορίζεται σε ποσοστό ένα επί τοις χιλίοις (1 %0) επί της πέραν των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ αξίας του δικαιώματός τους, η οποία υπολογίζεται με βάση την τιμή ζώνης του ακινήτου και, όπου τέτοια δεν ισχύει, με βάση την αντίστοιχη κατά τη φορολογική νομοθεσία αξία αυτού, συνυπολογιζομένων, στην περίπτωση των κτισμάτων και των οριζοντίων ή κάθετων ιδιοκτησιών, της παλαιότητας και του ορόφου. Σε κάθε περίπτωση το ύψος του κατά το προηγούμενο εδάφιο καθοριζόμενου αναλογικού τέλους κτηματογράφησης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι η καταβολή του αναλογικού τέλους αποτελεί προϋπόθεση του κύρους κάθε εκούσιας μεταβίβασης ή επιβάρυνσης του καταχωρισθησόμενου στο κτηματολογικό βιβλίο δικαιώματος.
Σε περίπτωση καθολικής διαδοχής του καταχωρισθέντος ως δικαιούχου στις πρώτες εγγραφές φυσικού προσώπου ή μετασχηματισμού του καταχωρισθέντος ως δικαιούχου στις πρώτες εγγραφές νομικού προσώπου η υποχρέωση καταβολής βαρύνει εκείνους που ως καθολικοί διάδοχοι ή συνεπεία του μετασχηματισμού αποκτούν το εγγεγραμμένο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και η εκπλήρωσή της αποτελεί προϋπόθεση για την καταχώρισή τους στο κτηματολόγιο ως δικαιούχων. Σε περίπτωση πλειστηριασμού το αναλογούν στο πλειστηριασθέν δικαίωμα αναλογικό τέλος κτηματογράφησης καταβάλλεται από τον υπερθεματιστή και αφαιρείται από το οφειλόμενο εκ μέρους του πλειστηρίασμα. Στην υπουργική απόφαση του πρώτου εδαφίου της περ. β` της παρούσας ορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία επιστροφής του αναλογικού τέλους κτηματογράφησης στην περίπτωση που εκείνος που το κατέβαλε εκτοπισθεί στη συνέχεια από το κτηματολογικό βιβλίο συνεπεία διορθώσεως της εγγραφής με δικαστική απόφαση ή με απόφαση του προϊσταμένου του κτηματολογικού γραφείου, καθώς επίσης ο τρόπος και η διαδικασία καταβολής του αντίστοιχου ποσού από τον υπέρ ου η πρώτη εγγραφή ή η διόρθωση.
Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι η καταβολή του αναλογικού τέλους αποτελεί προϋπόθεση του κύρους κάθε εκούσιας μεταβίβασης ή επιβάρυνσης του καταχωρισθησόμενου στο κτηματολογικό βιβλίο δικαιώματος.
β) Ο τρόπος είσπραξης του προβλεπόμενου στις υποπερ. αα` και ββ` της περ. α’ ανταποδοτικού τέλους κτηματογράφησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Στην υπουργική αυτή απόφαση ορίζεται προθεσμία, όχι μικρότερη των δύο (2) μηνών, για την καταβολή του αναλογικού τέλους της υποπερ. ββ` της περ. α` της παρούσας, η οποία έρχεται από την ημερομηνία ειδοποίησης του οφειλέτη εκ μέρους του Φορέα, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας το τέλος αυτό προσαυξάνεται σε ποσοστό 20% για τις πρώτες δεκαπέντε (15) ημέρες καθυστέρησης και εν συνεχεία, εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλλει το τέλος πλέον των ανωτέρω προσαυξήσεων, το οφειλόμενο ποσό διπλασιάζεται, μη ισχύοντος εν προκειμένω του προβλεπόμενου για το αναλογικό τέλος ανώτατου ύψους των εννιακοσίων (900) ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο της προθεσμίας καταβολής το οφειλόμενο ποσό βεβαιώνεται από τον Φορέα και εισπράττεται αναγκαστικώς κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., ανεξαρτήτως αν είναι μικρότερο από το τυχόν εκάστοτε προβλεπόμενο για την εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε. κατώτατο ποσό.
γ) Με την υποβολή στο στάδιο της κτηματογράφησης αίτησης για έκδοση πιστοποιητικού και κάθε άλλου προβλεπόμενου στον νόμο αυτόν εγγράφου ή αίτησης διόρθωσης κατά τα άρθρα 6, 6Α ή ενστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7 και την παρ. 9 του παρόντος, καταβάλλεται πάγιο τέλος πέντε (5) ευρώ υπέρ του Φορέα. Για την υποβολή αίτησης διόρθωσης προδήλου σφάλματος δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε τέλος.
Ο τρόπος είσπραξης των παραπάνω τελών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται στην υπουργική απόφαση του πρώτου εδαφίου της περ. β` της παρούσας.
δ) Τα έσοδα από την είσπραξη των τελών της παρούσας, τα οποία δεν υπόκεινται σε τέλος χαρτοσήμου ή Φ.Π.Α., εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Φορέα και διατίθενται για τους σκοπούς του.
ε) Εξαιρείται από την εφαρμογή της παρούσας το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς επίσης οι δηλώσεις ιδιοκτησίας και οι καταχωρίσεις στους τελικούς κτηματολογικούς πίνακες της κτηματογράφησης του δικαιώματος κυριότητας Ν.Π.Δ.Δ. επί κοινόχρηστων ακινήτων».

  • 16 Ιουλίου 2021, 19:11 | ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ

    ΘΕΜΑ : Επιτακτική ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΓΛΥΚΟΡΡΙΖΟ ΑΡΤΑΣ ( του ΔΗΜΟΥ ΑΡΤΑΙΩΝ )

    Στο Γλυκόρριζο Άρτας δημοτικές εκτάσεις κατέχονται και νέμονται για μακροχρόνιο διάστημα από ιδιώτες ή άλλους φορείς οι οποίοι αξιοποίησαν τις εν λόγω δημοτικές εκτάσεις και βάσει νόμιμων τίτλων ανέγειραν κτιριακές εγκαταστάσεις για τις οποίες φορολογήθηκαν και κατέβαλλαν επί σειρά ετών τα νόμιμα τέλη υπέρ Δήμου και Δημοσίου, ενώ υφίστανται και περιπτώσεις όπου οι εν λόγω περιουσίες που δημιουργήθηκαν από τους ιδιώτες αποτέλεσαν και εμπράγματη ασφάλεια για τη λήψη δανείων.
    Με προγενέστερες νομοθετικές διατάξεις ( άρθ. 15 του Ν. 2130/1993 και άρθ. 33 του Ν. 3202/2003 ) θεσπίστηκε η δυνατότητα της απευθείας εκποίησης της κατεχόμενης έκτασης από το Δήμο Αρταίων προς τους ιδιώτες.
    Με νέα ειδική νομοθετική ρύθμιση δύναται να προβλεφθεί παρόμοια δυνατότητα (με υποβολή σχετικών δηλώσεων από τους ιδιώτες ) διότι οι εν λόγω εκτάσεις αποτελούν κοινωφελείς χώροι και όχι κοινόχρηστοι, και αυτό συνεπάγεται την ισχύουσα νομοθετική δυνατότητα μετασχηματισμού της χρήσης γης κατόπιν αποφάσεως δημοτικού συμβουλίου (αρκεί να διασφαλίζεται ισότιμος κοινόχρηστος χώρος και να μην παραβλάπτεται το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον). Να τεθεί νέα προθεσμία, και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υποβολής των σχετικών δηλώσεων των εγγραπτέων στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου εμπραγμάτων δικαιωμάτων, ο αιτών, που είναι υπήκοος και κατοικεί στην Άρτα, να υποβάλει δήλωση για το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας αυτού επί του επιδίκου αγροτεμαχίου, με αποτέλεσμα το αγροτεμάχιο αυτό να καταχωρηθεί στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου με αριθμό Κ.Α.Ε.Κ. Εξάλλου, ουδέποτε το Ελληνικό Δημόσιο, διαχειρίστηκε τη σχετική εδαφική έκταση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα αγροτεμάχια, ως δημόσιο κτήμα, ούτε προέβαλε οποιαδήποτε εναντίωση όταν οι αιτούντες άρχισαν να ανεγείρουν επί του επιδίκου τις προαναφερθείσες οικίες ή κτίσματα, και με βάση τις εκδοθείσες οικοδομικές άδειες και αφού προηγουμένως οι αιτούντες είχαν λάβει από τις αρμόδιες δημοτικές ή δημόσιες υπηρεσίες τις απαιτούμενες εγκρίσεις και άδειες.
    Επίσης, επισημαίνεται ότι, κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Πανδ (50.14), 2 παρ.20 Πανδ (41.4) 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ.(18.1) και 7 παρ.3 Πανδ (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας όταν τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν.20, 12 πανδ. (5.8) ν.27 πανδ. (18.1), 10, 15 παρ.3, 17 και 48 πανδ.(41.3), 3 και 5 παρ.1 πανδ. (41.10), 109 πανδ.(50.16) και 2 παρ.7 και 1 πανδ. (51.4) καλή πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενώ προϋπόθεση της συμπλήρωσης της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του μέχρι τις 11.9.1915, για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα (δάσος, χορτολιβαδική έκταση). Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.9.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016, ΑΠ 1412/2015, ΑΠ 1919/2014).
    Εφόσον οι ιδιώτες νεμήθηκαν τα σχετικά αγροτεμάχιο, με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, ( και συνεχώς από το έτος 1980 μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αιτήσεως), ήτοι για χρονικό διάστημα είκοσι οκτώ (28) συνολικά ετών, κατέστησαν κύριοι του αγροτεμαχίου τους, εκτός από τον παράγωγο τρόπο της αγοράς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται η παραγώγως και πρωτοτύπως κτηθείσα κυριότητα του εκάστου αιτούντος επί του επιδίκου αγροτεμαχίου, η αρχική (πρώτη) εγγραφή του αγροτεμαχίου αυτού στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου του Δήμου ως «αγνώστου ιδιοκτήτη» είναι ανακριβής ( Απόφαση : 34/2019 ΑΠ – Α2 ).
    Από του έτους δε 1975 που τα επίδικα μεταβιβάστηκαν με νόμιμα συμβόλαιο σε οικείους των ιδιωτών, αυτοί ενέμοντο το επίδικο με διάνοια κυρίου καλή τη πίστει δηλαδή χωρίς βαριά αμέλεια και έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν κυριότητα επί του επιδίκου με βάση τους νόμιμους τίτλους. Συγκεκριμένα αυτοί το περιέφραξαν, το επέβλεπαν, το καλλιεργούσαν με διάφορα οπωροφόρα δέντρα, με συκιές αμυγδαλιές, με αμπέλους, κ.α. χωρίς ποτέ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να αμφισβητήσει την κυριότητα τους και το οποίο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της έκτασης αυτής ( ΑΠ 7/2009, Γ΄ τμήμα).
    Συνεπώς για την ανατροπή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δημοσίων κτημάτων και για την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την κυριότητα αρκεί η συμπλήρωση μέχρι 11/9/1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (κατά το Βυζαντινορωμαικό Δίκαιο) και στη συνέχεια η απόκτηση της κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του ισχύοντος Αστικού Κώδικα.
    Σε διαφορετική περίπτωση κρίνεται αναγκαία η θέσπιση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, διότι η προσπάθεια σύνταξης Εθνικού Κτηματολογίου στη χώρα μας χωρίς την προηγούμενη επίλυση του ιδιοκτησιακού θα μεταβάλει το Εθνικό Κτηματολόγιο σε διαδικασία αρπαγής και δήμευσης της ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας !!!
    Το μεγάλο πρόβλημα που ανακύπτει σε κάθε περίπτωση αντιδικίας Δημοσίου και τρίτου σχετικά με την κυριότητα ενός ακινήτου, είναι ότι στα δημόσια κτήματα ισχύει ο κανόνας του απαράγραπτου των δικαιωμάτων του Δημοσίου, κανόνας που στερεί στον νομέα τη δυνατότητα να αποδείξει, επικουρικά τουλάχιστον, ότι απέκτησε κυριότητα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Έτσι , όσο μεγάλο και αν είναι το διάστημα που βρίσκεται στη νομή του ακινήτου και ανεξάρτητα από το αν είναι καλόπιστος ή όχι ή αν οχλήθηκε ποτέ, ο ίδιος ή οι δικαιοπάροχοί του από το Δημόσιο, δεν μπορεί να αποκτήσει κυριότητα και θα υποχρεωθεί τελικά να αποδώσει το ακίνητο στο Δημόσιο. Το προνόμιο αυτό του Δημοσίου, το οποίο θεσπίσθηκε πριν από περίπου 90 χρόνια μέσα σε μια ριζικά διαφορετική, σε σχέση με τη σημερινή, κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα είναι προφανές ότι δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, διότι προσβάλλει τόσο την αρχή της ισότητας, όσο και το ατομικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, στο μέτρο που ειδικά έναντι του Δημοσίου αποκλείει την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, η οποία αποτελεί νόμιμο τίτλο κυριότητας τόσο στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις, όσο και στις σχέσεις του Δημοσίου με τρίτους, όταν χρησιδεσπόζον είναι το πρώτο. Υπάρχει πράγματι πρόβλημα συμβατότητας του προνομίου αυτού του Δημοσίου με τα διεθνώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (βλ. απόφαση Ιερές Μονές κατά Ελληνικού Δημοσίου του ΕΔΔΑ), πρόβλημα μπροστά στο οποίο ο Έλληνας νομοθέτης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος. Ούτε, άλλωστε, εξυπηρετεί το πραγματικό συμφέρον του Δημοσίου, δεδομένου ότι επιτρέπει στο Κράτος να εφησυχάζει και να μην επαγρυπνεί για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του.
    Το προνόμιο του Δημοσίου, το σχετικό με το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του , απάδει προς τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας αλλά και προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτές έχουν ήδη ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και θα πρέπει ως εκ τούτου να καταργηθεί χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, εφαρμοζομένων εν προκειμένω των διατάξεων του ΑΚ για τη χρησικτησία.
    Η ουσιαστικώς αβάσιμη ενίσχυση των συμφερόντων του Κράτους στην προκείμενη περίπτωση θα ήταν ασύμβατη με τη φύση του δικαιώματος της κυριότητας ως ιδιωτικού δικαιώματος και με τη φύση των διαφορών σχετικά με αυτή ως ιδιωτικών διαφορών, ακόμη και όταν το ένα διάδικο μέρος είναι το Κράτος, – αλλά είναι προφανές ότι ενυπάρχουν σ΄ αυτήν τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της καλής πίστης, της θεμελιωδέστερης ίσως αρχής που διέπει το ιδιωτικό μας δίκαιο. Γι΄ αυτό και η προστασία που παρέχεται στον νομέα ενός ακινήτου του Δημοσίου μέσω της αμβλύνσεως του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του τελευταίου δεν είναι αυτή που παρέχουν οι διατάξεις του ΑΚ για τη χρησικτησία αλλά πολύ αυστηρότερες, δεδομένου ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση να είναι ο νομέας καλόπιστος (ακόμη και όταν βρίσκεται στη νομή του ακινήτου για 30 χρόνια). Τούτο είναι άλλωστε σύμφωνο και με τη στάση νομολογίας υπό το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς, η οποία, αναγνωρίζοντας τις αδικίες στις οποίες οδηγεί η άκαμπτη εφαρμογή του κανόνα για το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καταφεύγει συχνά στην απόρριψη των αξιώσεων του Δημοσίου οσάκις πληρούται το πραγματικό του κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, όταν δηλαδή η άσκηση της εμπράγματης αξίωσης του Δημοσίου μετά από μακροχρόνια αδράνειά του, συνεπεία της οποίας (αλλά και της λοιπής στάσης του Δημοσίου ο ιδιώτης δικαιολογημένα πίστεψε ότι το Δημόσιο δεν θα ασκήσει την αξίωσή του, κρίνεται καταχρηστική.
    Η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των πολιτών, είναι η αρχή που αποτελεί άλλωστε άμεση απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου, και κρίνεται αναγκαία η δέουσα νομοθετική μεταβολή και με γνώμονα την επενδυτική αναπτυξιακή παιδεία.

  • 6 Ιουλίου 2021, 16:48 | ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΟΣ ΚΑΛΛΙΒΡΟΥΣΗΣ

    Υπάρχει σοβαρότατο Νομικό Κενό στις δηλώσεις Κτηματογράφησης ακινήτων – Εγγραπτέων Δικαιωμάτων επί ιδιοκτησιών – όσον αφορά τους νεώτερους Νόμους περί Ρύθμισης Αυθαιρέτων (Ν.4014/2011 – Ν.4178/2013 – Ν.4495/2017). Σε όλους αυτούς αναγνωρίζεται και Νομικά κατοχυρώνεται ως «Εμπράγματο Δικαίωμα» – με όλες τις νομικές δυνατότητες για πώληση, ενοικίαση , μεταβίβαση ή κληρονόμηση – σε ακίνητα κάθε μορφής που έχουν ρυθμιστεί οριστικά και έχουν εξοφλήσει Παράβολα και Πρόστιμα Κυρίων Χώρων, αν και έχουν ανεγερθεί άνευ Οικοδ. Αδείας ή έχουν αλλάξει χρήση και χωρίς να εξετάζεται ο τρόπος απόκτησης του δικαιώματος δόμησης.
    Αυτή την στιγμή όμως Όλα αυτά τα ακίνητα ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ να κάνουν Δήλωση στο Κτηματολόγιο, καθώς τόσο οι ΟΔΗΓΙΕΣ του Ν.2308/1995 , όσο και η Ηλεκτρονική Πλατφόρμα καταχώρησης Αιτήσεων Κτηματογράφησης ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ την επιλογή «Περαιωμένη Ρύθμιση των Ν……», στο πεδίο Γ’ «Λοιπές περιπτώσεις». Επομένως οφείλει άμεσα να αποκατασταθεί η σχετική Απουσία – Νομικό Κενό, ενώ επίσγς να επιτραπεί σε περιοχές που έχει ολοκληρωθεί η Προανάρτηση και η Ανάρτηση, να προστεθούν οι Δηλώσεις των αντιστοίχων ακινήτων χωρίς Πρόστιμα . Οι δηλωθείσες ιδιοκτησίες αυτής της ειδικής κατηγορίας προς το παρόν ¨Απορρίπτονται λόγω έλλειψης κατατεθέντων δικαιολογητικών».