ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’ Εφαρμογή αρχής ne bis in idem, αναστολή παραγραφής αδικημάτων επί ασφαλιστικών εισφορών, διοικητικές κυρώσεις επί καταργηθέντων πταισμάτων Άρθρο 32 Δικονομικές διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας – Τροποποίησεις του ν. 2960/2001 και του ν. 4174/2013

1. Η παρ. 5 του άρθρου 150 του ν. 2960/2001 (A’ 265) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. H έκδοση πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους σε βάρος ορισμένου προσώπου, σύμφωνα με την παρ. 1, για παράβαση που συνιστά συγχρόνως και το έγκλημα της λαθρεμπορίας κατά τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα, αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού ποινικού αδικήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη αποστέλλει αμελλητί αντίγραφο αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα. Εάν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, αρμόδιο να διατάξει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας είναι το ποινικό δικαστήριο, σε κάθε άλλη δε περίπτωση το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της ως άνω πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. Η τελωνειακή αρχή που εξέδωσε την πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της ως άνω πράξης ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και του υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 113 ΠΚ.».
2. Η παρ. 2 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 (Α΄170) καταργείται.
3.Η παρ. 3 του άρθρου 68 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«3. Εάν με βάση εκτελεστή πράξη της φορολογικής αρχής συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, εκ των οριζομένων στο άρθρο 66 του παρόντος νόμου, η έκδοση τέτοιας πράξης αναστέλλει την προθεσμία της παραγραφής του σχετικού εγκλήματος και συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη αναβολή ή αναστολή της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας. Για τον σκοπό αυτό, η οικεία φορολογική αρχή ενημερώνει αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα και του αποστέλλει αντίγραφο της ως άνω διοικητικής πράξης. Εάν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια της ποινικής διαδικασίας. Εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και η υπόθεση εκκρεμεί στην κύρια ανάκριση, ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα διατάσσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, αρμόδιο να διατάξει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας είναι το ποινικό δικαστήριο, σε κάθε άλλη δε περίπτωση το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η αναστολή της προθεσμίας της παραγραφής και η αναβολή ή αναστολή της ποινικής διαδικασίας διαρκούν μέχρι την οριστικοποίηση της οικείας πράξης της φορολογικής αρχής, λόγω άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, ή μέχρις ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε. Η φορολογική αρχή που εξέδωσε την οικεία πράξη ή η γραμματεία του οικείου διοικητικού δικαστηρίου ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα, αντιστοίχως, για την οριστικοποίηση της ως άνω πράξης λόγω μη άσκησης προσφυγής ή για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσας προσφυγής και του υποβάλλουν, κατά περίπτωση, υπηρεσιακό αντίγραφο του διοικητικού φακέλου ή της δικογραφίας της υπόθεσης. Σε περίπτωση αναστολής της προθεσμίας της παραγραφής σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός της αναστολής του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 113 ΠΚ.»
4. Η παρ. 3 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 καταργείται.
5. Το άρθρο 55Α του ν. 4174/2013 καταργείται.

  • 3 Σεπτεμβρίου 2020, 18:05 | ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΡΙΤΙΔΗΣ

    Ανευ ετερου σχολιου τυγχανει αυταποδεικτο το οτι:1.- «Oπως προκύπτει από πάγια νομολογία, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν το αιτούν όργανο είναι δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ – ζήτημα που εμπίπτει αποκλειστικά στο κοινοτικό δίκαιο -, λαμβάνει υπόψη σειρά στοιχείων, όπως είναι η ίδρυση του οργάνου αυτού με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου, καθώς και η ανεξαρτησία του (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, C-54/96, Dorsch Consult, Συλλογή 1997, σ. Ι-4961, σκέψη 23, και της 4ης Φεβρουαρίου 1999, C-103/97, Köllensperger και Atzwanger, Συλλογή 1999, σ. I-551, σκέψη 17.» (Προδικαστικη αποφαση του Δικαστηριου της Ενωσεως της 18ης Ιουνιου 2002, επι της υπ.C-92/00), και, 2.-Συμφωνα με την πηγη του επικουρικου δικαιου της Ενωσεως που απορρεει απο την απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 2007.

    Fazenda Pública – Director Geral das Alfândegas κατά ZF Zefeser – Importação e Exportação de Produtos Alimentares Lda.

    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Supremo Tribunal Administrativo – Πορτογαλία.Προδικαστικη αποφαση του Δικαστηριου της Ενωσεως της 18ης Δεκεμβριου 2007, επι της υπ. C-62/06. Παρ. 29 «Είναι αυτονόητο ότι ο χαρακτηρισμός αυτός πραγματοποιείται με την επιφύλαξη αφενός του ελέγχου που μπορούν να ασκούν τα δικαστήρια των κρατών μελών επί των αποφάσεων των τελωνειακών αρχών και αφετέρου όλων των συνεπειών, περιλαμβανομένης και της ενδεχόμενης επιστροφής των δασμών που εισέπραξαν αχρεωστήτως οι αρχές αυτές, οι οποίες συνάγονται, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, από τις αποφάσεις των εν λόγω δικαστηρίων, και συγκεκριμένα από τις αποφάσεις για παύση της δίωξης ή για απαλλαγή των κατηγορουμένων».

    Κανονισμός (ΕΟΚ) 1697/79 – Άρθρο 3 – Εκ των υστέρων είσπραξη εισαγωγικών δασμών – Πράξη (ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ) για την οποία έχει επιληφθεί η δικαστική αρχη (ΑΜΙΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ).- Αρμόδια αρχή για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης.

    Υπόθεση C-62/06.

  • 2 Σεπτεμβρίου 2020, 11:03 | Ηλίας Σπανουδάκης

    Η αξίωση να έχει τη θεσµική δυνατότητα ο ποινικός δικαστής, ο οποίος επιλαµβάνεται δεύτερος της υπόθεσης, να συνεκτιµήσει τις ήδη επιβληθείσες διοικητικές κυρώσεις κατά την επιµέτρηση της ποινής που καλείται να
    επιβάλλει, δεν ανταποκρίνεται στην ελληνική νοµική πραγµατικότητα, όπου η κρίση του δικαστηρίου κάθε κλάδου δικαιοδοσίας δεν επηρεάζεται από την τυχόν
    προηγούµενη επιβολή κυρώσεων για το ίδιο ζήτηµα από δικαστήριο άλλου κλάδου.

  • 2 Σεπτεμβρίου 2020, 10:03 | Tom Arnold

    In the Åkerberg Fransson case, the CJEU ruled that ‘the ne bis in idem principle laid down in Article 50 of the Charter does not preclude a Member State from imposing successively, for the same acts of non-compliance with declaration obligations in the field of VAT, a tax penalty and a criminal penalty in so far as the first penalty is not criminal in nature, a matter which is for the national court to determine’.

    According to the CJEU, the main element to be taken into account to respect the ne bis in idem principle, is the fact that the administrative sanction should not be of a criminal nature, i.e. the administrative sanction should be only of a compensatory nature, and not a punitive one.

  • 2 Σεπτεμβρίου 2020, 09:54 | Γιάννης Κιουσόπουλος

    Κύριοι/Κυρίες,

    Η αιτιολογική σας έκθεση για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem είναι προδήλως νομοτεχνικά ατελής και περιγράφει επιλεκτικά μόνον ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Δεδομένου ότι με την εν λόγω διάταξη σκοπεύετε να αναστείλετε -αναδρομικά- εκατοντάδες ανοικτές υποθέσεις ποινικών διώξεων για φοροδιαφυγή και λαθρεμπόριο, «παραδίδοντας» την τύχη τους στην αργόσυρτη φορολογική διοίκηση και εν μέρει στη διοικητική δικαιοσύνη, θα ήθελα να σας επισημάνω τα εξής:
    Για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem η απόφαση Α και Β κατά Νορβηγίας του ΕΔΔΑ, έκρινε ότι το άρθρο 4 του 7ου ΠΠ της ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει τη διπλή, ποινική και διοικητική (κατά το εθνικό δίκαιο), διαδικασία επιβολής κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, εάν οι δύο διαδικασίες συνδέονται αρκούντως στενά µεταξύ τους, τόσο κατ’ ουσίαν όσο και κατά χρόνον, ώστε να αποτελούν ένα συνεκτικό σύνολο, καθόσον εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς και αντιµετωπίζουν διαφορετικές όψεις/πτυχές της παράβασης και, µάλιστα, κατά τρόπο προβλέψιµο και χωρίς να επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος στον καθού.
    Παράλληλα, με την απόφαση Menci, καθώς και µε τις αποφάσεις του στις υποθέσεις Garlsson Real Estate και Di Puma, το ΔΕΕ περιόρισε την κανονιστική εµβέλεια της αρχής ne bis in idem, όχι δια του περιορισµού του πεδίου εφαρµογής της ratione materiae, µέσω της ερµηνείας και της εφαρµογής του bis (ήτοι της προϋπόθεσης περί ύπαρξης δύο “ποινικών” διαδικασιών), αλλά δια της εκτίµησης ότι το δικαίωµα ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη ΘΔΕΕ, δεν είναι απόλυτο, αλλά δύναται να περιορισθεί υπό προυποθέσεις, τις οποίες εσείς δεν λαμβάνετε υπόψη στο σχετικό άρθρο.
    Συγκεκριµένα, εξετάζοντας εάν πληρούνται οι όροι του άρθρου 52 παρ. 1 του Χάρτη, το ΔΕΕ έκρινε, ιδίως, τα εξής:
    (i) το επίµαχο µέτρο της σώρευσης διώξεων και κυρώσεων εξυπηρετεί σκοπό δηµοσίου συµφέροντος, αναγόµενο στη διασφάλιση της είσπραξης του ΦΠΑ και στην καταπολέµηση παραβάσεων της νοµοθεσίας περί ΦΠΑ,
    (ii) η πρόβλεψη διπλής “ποινικής” διαδικασίας και κύρωσης µπορεί να δικαιολογείται, εάν οι επίµαχες διαδικασίες και κυρώσεις επιδιώκουν συµπληρωµατικούς σκοπούς, συναρτώµενους, ενδεχοµένως, µε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνοµης συµπεριφοράς,
    (iii) όσον αφορά τις παραβάσεις της νοµοθεσίας περί ΦΠΑ, είναι θεµιτό ένα κράτος µέλος να επιδιώκει, αφενός, να αποτρέψει και να καταστείλει κάθε παράβαση, είτε εκ προθέσεως είτε όχι, των κανόνων περί δηλώσεως και εισπράξεως του ΦΠΑ επιβάλλοντας διοικητικές κυρώσεις οριζόµενες, ενδεχοµένως, κατ’ αποκοπήν και, αφετέρου, να αποτρέψει και να καταστείλει σοβαρές παραβάσεις των κανόνων αυτών που είναι ιδιαιτέρως αρνητικές για την κοινωνία και οι οποίες δικαιολογούν την επιβολή αυστηρότερων “ποινικών” κυρώσεων,
    (iv) η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί η σώρευση “ποινικών” διώξεων και κυρώσεων να µην υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών που νοµίµως επιδιώκονται µε τη ρύθµιση αυτή, πράγµα που σηµαίνει ότι, όταν υφίσταται επιλογή µεταξύ περισσοτέρων κατάλληλων µέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούµενα µειονεκτήµατα δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόµενους σκοπούς,
    (v) τούτο προϋποθέτει, εκτός από την ύπαρξη σαφούς και ακριβούς νοµικής βάσης, την ύπαρξη κανόνων που διασφαλίζουν συντονισµό, ώστε να περιορίζεται στο απολύτως απαραίτητο η επιπρόσθετη βλάβη που προκαλείται στους ενδιαφερόµενους από τη διπλή διαδικασία και κύρωση,
    (vi) συνεπώς, η πρόβλεψη διπλής “ποινικής” διαδικασίας και κύρωσης πρέπει να συνοδεύεται και από κανόνες που εγγυώνται ότι η βαρύτητα του συνόλου των επιβαλλόµενων ποινών αντιστοιχεί στη σοβαρότητα της παράβασης, απαίτηση η οποία απορρέει όχι µόνο από το άρ. 52 παρ. 1 αλλά και από το άρ. 49 παρ. 3 του Χάρτη, περί της αναλογικότητας των ποινικών κυρώσεων και υποχρεώνει τα αρµόδια όργανα να διασφαλίζουν ότι, κατά την επιβολή δεύτερης ποινής, η βαρύτητα του συνόλου των επιβαλλόµενων ποινών δεν υπερβαίνει τη σοβαρότητα της αποδοθείσας παράβασης,
    (vii) στην περίπτωση που έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση κατόπιν ποινικής διαδικασίας, η εξακολούθηση της διαδικασίας επιβολής διοικητικού προστίµου ποινικού χαρακτήρα βαίνει πέραν των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του θεµιτού σκοπού της σώρευσης διώξεων και κυρώσεων, στον βαθµό που αυτή η ποινική καταδίκη δύναται να καταστείλει τη διαπραχθείσα παράβαση κατά τρόπο αποτελεσµατικό, αναλογικό και αποτρεπτικό (κρίση στην υπόθεση Garlsson Real Estate),
    (viii) η εξακολούθηση διαδικασίας για την επιβολή διοικητικού προστίµου ποινικού χαρακτήρα βαίνει προδήλως πέραν των όσων απαιτούνται για την επίτευξη του επιδιωκόµενου σκοπού, εφόσον υπάρχει αµετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου που διαπιστώνει ότι δεν στοιχειοθετείται η παράβαση, η οποία επισύρει τη διοικητική κύρωση (κρίση στην υπόθεση Di Puma).
    Από τα ανωτέρω είναι προφανές πως η διάταξη σας με τον τρόπο που είναι διατυπωμένη δεν εκφράζει ούτε τη νομολογία των ΕΔΔΑ και ΔΕΕ τις οποίες επικαλείστε ούτε τη νομολογία του ΣτΕ. Αντιθέτως, καθιστά επισφαλή τόσο την είσπραξη του τέλους και του φόρου που έχει κλαπεί, όσο και την καταδίκη των φοροφυγάδων και λαθρεμπόρων. Τέλος, δεν εμπεδώνει την ασφάλεια δικαίου και καταστρατηγεί το rule of law και τη διάκριση των εξουσιών.

    Με εκτίμηση,
    Γιάννης Κιουσόπουλος