Άρθρο 22 Οικειοθελής αναχώρηση (Άρθρο 7 της Οδηγίας)

1. Η απόφαση επιστροφής του υπηκόου τρίτης χώρας προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρησή του, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παρ. 2 και  4. Το ως άνω χρονικό διάστημα χορηγείται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται η υποβολή αιτήσεως από τον υπήκοο τρίτης χώρας. Η χορήγηση προθεσμίας για την οικειοθελή αναχώρηση δεν αποκλείει τη δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να αναχωρήσουν από την ελληνική επικράτεια νωρίτερα.

2. Οι αρμόδιες για την έκδοση της απόφασης επιστροφής αρχές, μπορούν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, να παρατείνουν την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης για αιτιολογημένα κατάλληλο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος, κατόπιν σχετικής αίτησης του υπηκόου τρίτης χώρας, η οποία υποβάλλεται πριν τη λήξη της προθεσμίας και εξετάζεται κατά προτεραιότητα εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της, κατά τη διάρκεια της οποίας η προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης λογίζεται ως σιωπηρώς παραταθείσα. Στην περίπτωση μη απάντησης της αρμόδιας υπηρεσίας εντός της τεθείσας προθεσμίας, η παράταση συνεχίζει να ισχύει έως ότου η αρμόδια αρχή αποφανθεί επί του αιτήματος. Για τη λήψη της σχετικής απόφασης λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως η διάρκεια της παραμονής του στη Χώρα, η φοίτηση των τέκνων αυτού σε σχολείο και η ύπαρξη άλλων οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών. Η παράταση της προθεσμίας χορηγείται μόνο για τη διευθέτηση των εκκρεμών υποχρεώσεων που απορρέουν από τις περιστάσεις αυτές, ενόψει της αναχώρησης. Κατά τη διάρκεια της ως άνω προθεσμίας ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει δικαίωμα πρόσβασης σε προγράμματα κοινωνικής ένταξης, ενώ το ως άνω χρονικό διάστημα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, στο πλαίσιο της παράτασης εθελούσιας επιστροφής, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στην περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του ν.3338/2010 (Α΄ – 49) περί πρόσβασης στην ελληνική ιθαγένεια.

3. Η προθεσμία της οικειοθελούς αναχώρησης αρχίζει από της επιδόσεως της σχετικής απόφασης ή από την ημερομηνία αποδεδειγμένης ειδοποίησης του ενδιαφερόμενου να προσέλθει να την παραλάβει σε περίπτωση που αρνείται να πράξει τούτο αμελλητί ή μετά την πάροδο διμήνου από της εκδόσεως της σχετικής απόφασης σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν ανευρέθη παρότι έγινε επανειλημμένως προσπάθεια με βάση τα δηλωθέντα από τον ίδιο στοιχεία επικοινωνίας. Σε περίπτωση μη (εμπρόθεσμης / έγκαιρης, σύμφωνα με τις ισχύουσες κείμενες διατάξεις) υποβολής από τον υπήκοο τρίτης χώρας αιτήματος ανανέωσης εν ισχύ άδειας διαμονής, η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση επιστροφής του πολίτη τρίτης χώρας προβλέποντας αυτοδικαίως χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών για την οικειοθελή αναχώρησή του. Η ανωτέρω απόφαση επιστροφής εκδίδεται από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή της κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας αλλοδαπών και μετανάστευσης. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή της κατά τόπον αρμόδιας υπηρεσίας αλλοδαπών και μετανάστευσης μετά το πέρας της προθεσμίας για την οικειοθελή αποχώρηση ή / και στις περιπτώσεις αδυναμίας γνωστοποίησης (αδυναμία επίδοσης) της απόφασης στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας (λ.χ. λόγω ψευδούς διεύθυνσης), ενημερώνει εντός τριών ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας την ελληνική αστυνομία, προκειμένου για την έναρξη της διαδικασίας επιστροφής με απομάκρυνση.

4. Στις αποφάσεις επιστροφής με τις οποίες χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης αναγράφεται υποχρεωτικά η διεύθυνση κατοικίας του υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος οφείλει να γνωστοποιεί στην Υπηρεσία που εξέδωσε την πράξη κάθε μεταβολή της διεύθυνσής του κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Οι αρμόδιες για την έκδοση της απόφασης επιστροφής αρχές έχουν επιπλέον τη δυνατότητα να επιβάλουν καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης υποχρεώσεις στον υπήκοο τρίτης χώρας, όπως την τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών, την κατάθεση κατάλληλης οικονομικής εγγύησης, την κατάθεση εγγράφων ή την υποχρέωση παραμονής σε ορισμένο μέρος, κατά περίπτωση, με σκοπό την αποφυγή του κινδύνου διαφυγής.

5. Οι κατά περίπτωση αρμόδιες αρχές, εφόσον κρίνεται ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του υπηκόου τρίτης χώρας που υπόκειται στη διαδικασία επιστροφής ή η αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί, ως προδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική ή  το συγκεκριμένο πρόσωπο συνιστά κίνδυνο για δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, δεν χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή χορηγούν χρονικό διάστημα αναχώρησης μικρότερο των επτά (7) ημερών.

6. Η απόφαση επιστροφής με οικειοθελή αναχώρηση επιδίδεται στον υπήκοο τρίτης χώρας και παρέχει, κατά το χρονικό διάστημα της προθεσμίας αναχώρησης, προσωρινό δικαίωμα νόμιμης διαμονής στην Ελλάδα και, εφόσον αυτό προβλεπόταν από τον τίτλο διαμονής που αυτός τυχόν έφερε, πρόσβαση στην απασχόληση, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.

7. Αρμόδια για την επιβεβαίωση της οικειοθελούς αναχώρησης είναι η αρχή που εξέδωσε την απόφαση επιστροφής. Προς τούτο η αρχή αυτή μπορεί να συνεργάζεται με τις αστυνομικές ή δημοτικές αρχές του τόπου κατοικίας ή διαμονής του αλλοδαπού, καθώς και κάθε άλλη αρχή ή φορέα που δύναται να παράσχει σχετική πληροφόρηση, όπως οι προξενικές και διπλωματικές αρχές, οι αστυνομικές αρχές των αεροδρομίων, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που αναπτύσσουν οικονομική δραστηριότητα στον τομέα της μεταφοράς προσώπων, οι διεθνείς οργανισμοί και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που αναπτύσσουν δράση στον τομέα της μετανάστευσης και οι αστυνομικοί σύνδεσμοι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 377/2004/ΕΕ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη δημιουργία δικτύου αξιωματικών συνδέσμων μετανάστευσης (ΕΕ L 64 της 2.3.2004) και την Απόφαση αριθ. 2003/170/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2003, για την κοινή αξιοποίηση των αξιωματικών-συνδέσμων που τοποθετούνται στο εξωτερικό από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου των κρατών μελών (ΕΕ L 67 της 12.3.2003).

8. Οι αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο της ευρύτερης προγραμματικής συνεργασίας τους με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού, μπορούν να αναθέτουν στην οικείες αρχές της Δημοτικής Αστυνομίας την αρμοδιότητα επίδοσης των ανωτέρω διοικητικών πράξεων στους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών.

  • 23 Νοεμβρίου 2010, 21:37 | konstantinos

    Διαφωνώ με την οικειοθελή αναχώρηση. Είναι κάτι που στη πράξη δεν λειτουργεί καθώς δεν τηρείται απο τους παράνομους μετανάστες που στις πιο πολλές περιπτώσεις συνεχίζουν να διαμένουν στη χώρα.
    Θα πρέπει να υπάρχει άμεση απέλαση με γρήγορες διαδικασίες στους παράνομα εισέρχοντες και παράνομα διαμένοντες.
    Όσοι αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, είναι ύποπτοι για τέλεση αδικημάτων, και αρνούνται να συνεργαστούν με τις αρχές, θα πρέπει να κρατούνται σε κέντρα υποδοχής και μετά να απελαύνονται.