Άρθρο 27 Διεθνής συνεργασία σε θέματα κλιματικής αλλαγής

Στο πλαίσιο της οικονομικής και τεχνικής συνεισφοράς της Ελλάδας προς τρίτες, αναπτυσσόμενες χώρες και της διεθνούς συνεργασίας σε θέματα μετριασμού εκπομπών ανθρωπογενών αερίων θερμοκηπίου, καθώς και της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής:
α) Κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας, ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφασίζει για τα έργα, τις δράσεις και τις υπηρεσίες του παρόντος που αφορούν αποκλειστικά σε θέματα μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, καθώς και για την αξιοποίηση οικονομικών πόρων, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 21.
β) Κατόπιν εισήγησης του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας αποφασίζει για αντίστοιχα έργα, δράσεις και υπηρεσίες που αφορούν σε θέματα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.

  • 28 Ιανουαρίου 2022, 10:57 | Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ

    Να προστεθεί και το Υπουργείο Εξωτερικών ως συναρμόδιο για στήριξη αναπτυσσόμενων χωρών και να προσδιοριστούν οι νησιωτικές χώρες μεταξύ των κυρίων αποδεκτών τεχνογνωσίας και άλλης βοήθειας από Ελλάδα.

  • 26 Ιανουαρίου 2022, 21:13 | ΕΛΕΝΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ-ΜΠΡΙΑΣΟΥΛΗ, ομ. καθηγήτρια Π. Αιγαίου

    Το άρθρο δεν είναι σαφές. Τα δύο Υπουργεία δρουν ανεξάρτητα ή συντονισμένα;
    Ποιο είναι το περιεχόμενο των δράσεων τους και ποια η σχέση με αντίστοιχες δράσεις εντός της χώρας;

  • Η δέσμευση των ανεπτυγμένων κρατών για κλιματική χρηματοδότηση ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως έως το 2020 είχε αποφασιστεί από το 2009 και ενσωματώθηκε και στη Συμφωνία του Παρισιού το 2015. Δυστυχώς όμως σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ο στόχος αυτός δεν θα επιτευχθεί έως το 2020, καθώς η χρηματοδότηση ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων αναμένεται να επιτευχθεί το 2023. Οι ανεπτυγμένες χώρες – συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας – έχουν την ευθύνη να να ενισχύσουν σημαντικά τις προσπάθειές τους ώστε να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό.

    Υπό αυτό το πρίσμα οι προβλέψεις του άρθρου 27 είναι τελειως ανεπαρκείς, με δεδομένο άλλωστε ότι η Ελλάδα α) συστηματικά μειώνει κάθε χρόνο την Επίσημη Αναπτυξιακή Βοήθεια από το 2008, τόσο σε απόλυτα μεγέθη, όσο και σε ποσοστό επί του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος, β) το ποσό που κατευθύνει απευθείας σε κλιματική χρηματοδότηση για κινείται μεταξύ 4 και 5 εκατομμυρίων δολαρίων για τα έτη 2017 και 2018 αντίστοιχα.

    Από τη διατύπωση δεν γίνεται σαφές με ποιους όρους επιλέγονται και προτείνονται τα έργα, οι δράσεις και οι υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται. Σε κάθε περίπτωση προτείνεται να υιοθετηθούν οι παρακάτω αρχές:

    Η κλιματική χρηματοδότηση να είναι νέα και επιπρόσθετη προς τον στόχο της Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας σε ποσοστό 0,7% επί του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Σύμφωνα με την υφιστάμενη – απαράδεκτη – πρακτική που ακολουθείται στην Ελλάδα, ως “νέα και επιπρόσθετη” νοείται η χρηματοδότηση που δεν περιλαμβάνεται σε προηγούμενη εθνική έκθεση ή διετή αναφορά, τις οποίες η Ελλάδα υποχρεωτικά υποβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 17 του Κανονισμού (ΕΕ) 2018/1999 για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα.

    Η κλιματική χρηματοδότηση να εστιάζει κυρίως σε επιχορηγήσεις και όχι δανεισμό και να επιμερίζεται μεταξύ δράσεων μετριασμού και προσαρμογής σε ποσοστό 50/50, με αυστηρά κριτήρια περιβαλλοντικής βιωσιμότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης

    Η κλιματική χρηματοδότηση να είναι διαφανής με τρόπο που: α) να βελτιώνει την καταγραφή της πληροφορίας ως προς το ύψος και το είδος της χρηματοδότησης, β) να εξηγεί με τρόπο κατανοητό και σαφή ποιες ανάγκες των χρηματοδοτούμενων κρατών εξυπηρετούνται και με ποιον τρόπο, γ) να διακρίνει με τρόπο κατανοητό και σαφή το ακριβές ύψος της κλιματικής χρηματοδότησης, όπως αυτό καθορίζεται με βάση την εφαρμογή των Δεικτών του Ρίο.

  • Η πολιτεία μπορεί να διαδραματίσει τεράστιο ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ανάπτυξης τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, διατηρώντας παράλληλα τη βιομηχανία της ανταγωνιστική παγκοσμίως και καθιστώντας την κοινωνία της οικονομικά και κοινωνικά ευημερούσα.

    Στο πλαίσιο αυτό, ο νόμος για το κλίμα θα πρέπει να προωθεί τόσο τις οριζόντιες πρωτοβουλίες όσο και τη χρήση καθαρών λύσεων όπως των θερμικών ηλιακών, οι οποίες έχουν άμεσα οφέλη για την απαλλαγή των κτιρίων, των βιομηχανιών και των πόλεων από τις ανθρακούχες εκπομπές και παρέχουν άμεση μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και υγιέστερο περιβάλλον για τους πολίτες της χώρας.

    Η ηλεκτροπαραγωγή από ανανεώσιμες πηγές είναι μια αυξανόμενη πραγματικότητα, αλλά δεν μπορεί να δώσει λύση σε όλα, και ένα σενάριο βασισμένο σε 100% ηλεκτρική ενέργεια δεν είναι εφικτό ούτε ενδεδειγμένο. Η απαλλαγή του τομέα Θέρμανσης και Ψύξης από τις ανθρακούχες εκπομπές πρέπει πρώτα να βασίζεται σε άμεσες λύσεις θερμότητας, και η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτό το πλαίσιο παρέχοντας στήριξη στην έρευνα και καινοτομία καθώς και επαρκή ρύθμιση. Ένα μείγμα όλων των υφιστάμενων τεχνολογιών είναι θεμελιώδες για την επίτευξη μιας δίκαιης και ταχείας ενεργειακής μετάβασης, και η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πρέπει να συμβαδίζει με άλλα σχετικά ζητήματα όπως η ενεργειακή απόδοση.

    Η ηλιακή θέρμανση και ψύξη έχει τεράστιες δυνατότητες, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τεχνολογίες γενικής εφαρμογής όπως η θερμική αποθήκευση, και το γεγονός ότι εγκαταστάσεις σημαντικού μεγέθους όπως η ηλιακή τηλεθέρμανση και η ηλιακή θερμότητα για βιομηχανικές διεργασίες γίνονται πραγματικότητα. Όλες οι ρυπογόνες ενεργειακές υποδομές που θα εγκατασταθούν έως το 2030 είναι πιθανό να λειτουργούν (και να παράγουν εκπομπές) το 2050, επομένως η επόμενη δεκαετία θα είναι κρίσιμης σημασίας για την αποφυγή εγκλωβισμού στα ορυκτά καύσιμα. Ο νόμος πρέπει να διευκολύνει την αλλαγή σε μη ρυπογόνες τεχνολογίες για Θέρμανση και Ψύξη αλλά πρέπει να προβλέπει άμεσες δράσεις.

    Για να επιτευχθούν οι κλιματικοί και οικονομικοί στόχοι η χώρα πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω λύσεις για τη θερμότητα των ΑΠΕ και να προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη βιομηχανία της στις παγκόσμιες αγορές, προστατεύοντάς την από τις διακυμάνσεις ως ευμετάβλητες τιμές ενέργειας που επηρεάζουν την επενδυτική ασφάλεια. Η ενίσχυση των τοπικά παραγόμενων και αποκεντρωμένων πηγών ανανεώσιμης θερμότητας θα σταθεροποιήσει το συνολικό ενεργειακό σύστημα, θα αυξήσει την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και θα μειώσει την εξάρτησή του από άλλες οικονομίες. Αυτό αποτελεί βασικό σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής βιομηχανίας και τη διατήρηση της ηγετικής θέσης της Ελλάδας στην ηλιακή θερμική ενέργεια. Τα ηλιακά θερμικά προϊόντα έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα που δεν έχουν ληφθεί υπόψη μέχρι σήμερα.

    Οι ανανεώσιμες και αποδοτικές λύσεις θερμότητας μπορούν να καταστήσουν την Ελλάδα λιγότερο εξαρτημένη από τις εισαγωγές ενέργειας από άλλες οικονομίες και να την προστατεύσουν από τις διακυμάνσεις της αγοράς, όπως οι ασταθείς τιμές της ενέργειας που επηρεάζουν την επενδυτική ασφάλεια και τις τιμές καταναλωτή.

    Οι ηλιακές θερμικές λύσεις είναι εύκολο να ενσωματωθούν με άλλα συστήματα, όπως διάφορες τεχνολογίες ανανεώσιμης θερμότητας (όπως αντλίες θερμότητας, βιομάζας, γεωθερμίας), ηλεκτρική ενέργεια ή ακόμη και με λέβητα φυσικού αερίου και πετρελαίου για την προώθηση της σταδιακής κατάργησης των ορυκτών καυσίμων και της δίκαιης μετάβασης σε ενεργειακό μείγμα ουδέτερου άνθρακα.

    Για τους παραπάνω λόγους το νομοσχέδιο πρέπει να συμβάλει ξεκάθαρα στη προώθηση των εφαρμογών των θερμικών ηλιακών συστημάτων σε όλες τις σχετικές διατάξεις και άρθρα

  • Προτείνεται να τροποποιηθεί η 3η σειρά του σημείου α) ως εξής «…αφορούν αποκλειστικά σε θέματα μετριασμού της κλιματικής αλλαγή και ιδιαίτερα προϊόντων και τεχνολογιών που έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως τα θερμικά ηλιακά, καθώς και …»