Άρθρο 16 Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού – Τροποποίηση του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (παρ. 15 του άρθρου 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/879)

 

Στην παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 44 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (A΄ 87) αντικαθίσταται η περ. στ’ και προστίθεται περ. ι’, στην παρ. 4 οι λέξεις «υποχρεώσεις επιλέξιμες για την αναδιάρθρωση παθητικού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού», στο τέλος της παρ. 5 προστίθεται εδάφιο, στην παρ. 6 οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού», η παρ. 8 αντικαθίσταται, στην περ. α’ της παρ. 9 οι λέξεις «επιλέξιμων υποχρεώσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού» και το εσωτερικό άρθρο 44 του άρθρου 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 44
Πεδίο εφαρμογής της αναδιάρθρωσης παθητικού (άρθρο 44 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ)
1. Η αναδιάρθρωση παθητικού μπορεί να εφαρμόζεται σε όλες τις υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας των περιπτώσεων β ‘, γ ‘ ή δ ‘ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.
2. Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:
α) τις εγγυημένες καταθέσεις,
β) τις υποχρεώσεις που καλύπτονται με εξασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων,
γ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών που διακρατούν για λογαριασμό τους οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.), όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 4099/2012, ή οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (Ο.Ε.Ε.), όπως ορίζεται στην περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4209/2013 (A’ 253), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται κατά την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας,
δ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από καταπιστευτική σχέση μεταξύ του ιδρύματος ή της οντότητας των περιπτώσεων β’, γ’ ή δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 (ως καταπιστευματοδόχου) και ενός άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας ή από τις διατάξεις του αστικού δικαίου,
ε) τις υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των μελών του ομίλου, οι οποίες έχουν αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά (7) ημερών,
στ) τις υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά (7) ημερών, έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον ν. 2789/2000 (Α’ 21) ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της ΕΕ βάσει του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (L 201) και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού,
ζ) τις καταθέσεις του Τ.Ε.Κ.Ε. και του Συνεγγυητικού,
η) τις υποχρεώσεις σε οποιονδήποτε από:
αα) τους εργαζομένους όσον αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημιώσεις καταγγελίας, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση. Η μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 84 του ν. 4261/2014 δεν εμπίπτει στην υποπερίπτωση αυτή. Στην υποπερίπτωση αυτή εμπίπτουν οι έναντι δικηγόρων υποχρεώσεις της περίπτωσης γ’ του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα.
ββ) τους εμπορικούς πιστωτές ή προμηθευτές, που συνδέονται με την παροχή αγαθών και υπηρεσιών στο ίδρυμα ή στην οντότητα των περιπτώσεων β ‘, γ ‘ ή δ ‘ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, τα οποία είναι κρίσιμα για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,
γγ) τις φορολογικές αρχές και τις αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
δδ) τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ.
θ) τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις περιπτώσεις ζ΄, η΄ και θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 145Α του ν. 4261/2014,
ι) τις υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες της περ. β’, γ’ ή δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται σε κατώτερη σειρά από τις υποχρεώσεις που εμπίπτουν στην περ. θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 145α του ν. 4261/2014. Σε περιπτώσεις όπου ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης εκτιμά κατά πόσον το ποσό των στοιχείων που πληρούν τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 45στ είναι επαρκές, ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
3. Όλα τα εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τα συνολικά στοιχεία κάλυψης καλυμμένων ομολογιών πρέπει να μην θίγονται, να παραμένουν διαχωρισμένα και να έχουν επαρκή χρηματοδότηση. Το προηγούμενο εδάφιο και η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 ανωτέρω δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης που υπερβαίνει την αξία της εξασφάλισης.
4. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί μεγάλων ανοιγμάτων του Κανονισμού (ЕЕ) αριθμ. 575/2013 και του ν. 4261/2014, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 6 του άρθρου 25, το βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν μέλη του ίδιου ομίλου.
5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξαιρεί συνολικά ή εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όταν:
α) η συγκεκριμένη υποχρέωση δεν είναι δυνατόν να περιληφθεί στην εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού εντός εύλογου χρόνου, παρά τις εύλογες προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης,
β) η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων και των βασικών επιχειρηματικών λειτουργιών κατά τρόπο που να διατηρεί την ικανότητα του υπό εξυγίανση ιδρύματος να συνεχίζει τις σημαντικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του,
γ) η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί μια ευρεία μετάδοση κινδύνου, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία και την υποδομή των χρηματοοικονομικών αγορών κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία της Ελλάδας ή της ЕЕ, ή
δ) η εφαρμογή της αναδιάρθρωσης παθητικού στις εν λόγω υποχρεώσεις θα προκαλούσε απομείωση αξίας τέτοια, ώστε οι ζημίες για τους λοιπούς πιστωτές θα ήταν μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρούντο από την αναδιάρθρωση παθητικού.
Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες των περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της περ. ι’ της παρ. 2 πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των περ. α’ έως δ’ του πρώτου εδαφίου της παρούσας, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.
6. Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παραγράφου 5 μπορούν να εφαρμόζονται είτε για να εξαιρεθεί πλήρως μια υποχρέωση από την απομείωση είτε για να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσής της. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή μια κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι ως προς το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις τηρείται η αρχή της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
7. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια επιλέξιμη υποχρέωση ή μια κατηγορία επιλέξιμων υποχρεώσεων λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) την αρχή ότι οι ζημίες επιβαρύνουν πρώτους τους μετόχους και στη συνέχεια τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά κατάταξης,
β) το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εξυγίανση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων, και
γ) την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης.
8. Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει συνολικά ή εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει του παρόντος και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει ένα ή και τα δύο ακόλουθα:
α) να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις που υπόκεινται σε αναδιάρθρωση παθητικού και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 46,
β) να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 46.
9. Το Ταμείο Εξυγίανσης προβαίνει στη συνεισφορά της παραγράφου 8 μόνον όταν:
α) οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων τίτλων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 8% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ενέργειες εξυγίανσης και σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, και
β) η συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, ως είχαν κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ενέργειες εξυγίανσης και σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.
10. Η συνεισφορά του Ταμείου Εξυγίανσης που αναφέρεται στην παρ. 8 μπορεί να χρηματοδοτηθεί με:
α) το διαθέσιμο στο Ταμείο Εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω των εισφορών των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 98,
β) το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 99 εντός περιόδου τριών ετών, και
γ) εφόσον τα αναφερόμενα στις περιπτώσεις α ‘ και β ‘ της παρούσας παραγράφου ποσά δεν επαρκούν, με ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 100.
11. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως:
α) έχει καλυφθεί το όριο του 5% που προβλέπεται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 9 και
β) έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι μη εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.
Ως εναλλακτική ή επιπρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου, το Ταμείο Εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε εισφορά από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω τακτικών εκ των προτέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 98 και οι οποίες δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.
12. Κατά παρέκκλιση από την περίπτωση α’ της παραγράφου 9, το Σκέλος Εξυγίανσης του Τ.Ε.Κ.Ε. μπορεί επίσης να προβεί σε συνεισφορά όπως προβλέπεται στην παράγραφο 8, υπό τον όρο ότι:
α) η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στην περίπτωση α) της παραγράφου 9 ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το 20% των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού του σχετικού ιδρύματος,
β) έχει στη διάθεση του, μέσω τακτικών εκ των προτέρων εισφορών (μη συμπεριλαμβανομένων των εισφορών του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του Τ.Ε.Κ.Ε.), που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 98, ποσό το οποίο ισούται τουλάχιστον με το 3% των εγγυημένων καταθέσεων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, και
γ) το σχετικό ίδρυμα διαθέτει στοιχεία ενεργητικού με αξία μικρότερη των εννιακοσίων (900) δισεκατομμυρίων ευρώ σε ενοποιημένη βάση.
13. Πριν από τη χρήση της δυνατότητας εξαίρεσης υποχρέωσης δυνάμει των παραγράφων 5 και 6, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από το Ταμείο Εξυγίανσης ή από εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης σύμφωνα με τις παραγράφους 8 έως 12, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή εντός μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν της συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, να απαγορεύσει ή να απαιτήσει τροποποιήσεις στην προτεινόμενη εξαίρεση αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθησομένων πράξεων προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς να θίγεται η εφαρμογή του πλαισίου των κανόνων της ЕЕ για τις κρατικές ενισχύσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»