Άρθρο 78: Ένδικα βοηθήματα

1. Κατά των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ. ασκείται, εντός 30 ημερών από τη δημοσίευση, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατά των αποφάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ. με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, ασκείται, εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση, προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Κατά των λοιπών ατομικών διοικητικών αποφάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ. ασκείται αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

2. Η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής, κατά περίπτωση, και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση των προσβαλλόμενων αποφάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ., εκτός εάν, μετά από αίτηση του αιτούντος ή του προσφεύγοντος, το δικαστήριο, με αιτιολογημένη απόφασή του, αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της πράξης, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

3. Για το παραδεκτό της συζήτησης των προσφυγών, που ασκούνται κατά των αποφάσεων της Ε.Ε.Τ.Τ., ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου, με τις οποίες επιβάλλονται πρόστιμα, απαιτείται η κατάθεση στην Ε.Ε.Τ.Τ. ποσού ίσου με το τριάντα τοις εκατό (30%) του επιβαλλόμενου προστίμου, το οποίο ποσοστό δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 500.000 €.

4. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο μπορεί να ασκηθεί, κατά περίπτωση, αίτηση αναίρεσης ή έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.

5. Η Ε.Ε.Τ.Τ. διατηρεί στοιχεία αναφορικά με τα θέματα των ανωτέρω προσφυγών, τη διάρκεια των διαδικασιών προσφυγής, καθώς και τον αριθμό των αποφάσεων για λήψη προσωρινών μέτρων. Τα στοιχεία αυτά διαβιβάζονται από την Ε.Ε.Τ.Τ. στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στο BEREC κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος.

  • 16 Μαρτίου 2012, 12:00 | OTE A.E.

    Η παράγραφος 1 θεωρούμε ότι πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής:
    «1. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Ε.Ε.Τ.Τ. υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι πάσης φύσεως ατομικές διοικητικές αποφάσεις της Ε.Ε.Τ.Τ. υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών χωρεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.»
    Η παραπάνω διατύπωση της συγκεκριμένης διατάξεως συνάδει πλήρως με την απόφαση 3919/2010 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και το άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ (Οδηγία Πλαίσιο), στην οποία ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών, σε εθνικό επίπεδο, βάσει των οποίων κάθε χρήστης ή επιχείρηση που παρέχει δίκτυα ή/και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει, όταν επηρεάζεται από απόφαση εθνικής κανονιστικής αρχής, δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης, ενώπιον οργάνου προσφυγής το οποίο μπορεί να είναι δικαστήριο, και το οποίο είναι ανεξάρτητο από τα εμπλεκόμενα μέρη και διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων του. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης και ότι υπάρχει πραγματικός μηχανισμός προσφυγής.» Με το άρθρο αυτό της Οδηγίας επιβάλλεται ένας αρκούντως ειδικευμένος και ουσιαστικός έλεγχος (πραγματικός μηχανισμός προσφυγής) όλων ανεξαιρέτως των αποφάσεων των εθνικών ρυθμιστικών αρχών για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για την Ελλάδα είναι η Ε.Ε.Τ.Τ. Ειδικότερα από το αγγλικό κείμενο της Οδηγίας αυτής, σύμφωνα με το οποίο “Member States shall ensure that the merits of the case are duly taken into account”, προκύπτει αναμφισβήτητα η σαφής βούληση του κοινοτικού νομοθέτη να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ουσία της υπόθεσης, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται και από τον τίτλο του ίδιου άρθρου όπου προτιμάται το “right of appeal” (δικαίωμα προσφυγής) και όχι το “judicial review” (δικαστικός έλεγχος). Είναι προφανές ότι ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται κατεξοχήν με προσφυγή ουσίας ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου και ως τέτοιο ορθώς ορίζεται το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
    Κατά συνέπεια, η ως άνω διάταξη, όπως προτείνεται, συνάδει πλήρως με τα άρθρα 94 παρ. 1 και 95 παρ. 3 του Συντάγματος, οι οποίες θα πρέπει να ερμηνευθούν «υπό το φως» του ευρωπαϊκού δικαίου, άρα και του γεγονότος ότι η ουσιαστικοποίηση των διαφορών που προκύπτουν από τις αποφάσεις της Ε.Ε.Τ.Τ. επιβλήθηκε με το ως άνω άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ (Οδηγία Πλαίσιο). Ως γνωστόν, εξάλλου, κάθε διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπερισχύει κάθε αντίθετου κανόνος του εσωτερικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικών, τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος (Βλ. Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, τόμος Ι, Αθήνα 1982, σ. 28, ιδίου, Σύνταγμα και διεθνές δίκαιο, στον τόμο Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και επί του δημοσίου δικαίου, Αθήνα, 1976, σ. 91 επ., Ε. Βενιζέλος, Το Σχέδιο της Αναθεώρησης του Συντάγματος, Η γενική εισήγηση της πλειοψηφίας προς την Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, Αθήνα, 2000, σ. 38 αριθ. 3, Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2010, § 70) και την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην ΔΕΚ, στη συνέχεια ΔΕΕ) την οποία, εξάλλου, υπενθυμίζει και η με αριθμό 17 Δήλωση που επισυνάπτεται στην Τελική Πράξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης που υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισσαβόνας και κυρώθηκε με το Ν. 3671/2008 (ΦΕΚ Α’ 129).
    Η παράγραφος 3 προτείνεται να διαγραφεί διότι επιβάλλεται ανεπίτρεπτος φραγμός για δικαστική προστασία, κατά παράβαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος χωρίς να υφίσταται και να αιτιολογείται συγκεκριμένος λόγος.