Άρθρο 29: Συνεγκατάσταση και από κοινού χρήση ευκολιών

1. Όταν επιχείρηση παροχής δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών έχει το δικαίωμα, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να εγκαθιστά ευκολίες επί, υπέρ ή υπό δημόσιου, ιδιωτικού ή κοινόχρηστου ακινήτου, ή δύναται να επωφελείται διαδικασίας για την απαλλοτρίωση ή τη χρήση ακινήτου, η Ε.Ε.Τ.Τ. είναι σε θέση να επιβάλει την από κοινού χρήση των ευκολιών ή του ακινήτου αυτού, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, κτιρίων ή εισόδων σε κτήρια, καλωδιώσεων κτιρίων, ιστών, κεραιών, πύργων και άλλων φερουσών κατασκευών, αγωγών, σωληνώσεων, φρεατίων και κυτίων σύνδεσης, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας.

2. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να επιβάλλει στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 την από κοινού χρήση ευκολιών ή ακινήτων (περιλαμβανομένης της φυσικής συνεγκατάστασης) ή τη λήψη μέτρων διευκόλυνσης του συντονισμού δημόσιων έργων, λόγω ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων και μόνον έπειτα από δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος. Οι ρυθμίσεις αυτές για την από κοινού χρήση ή το συντονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης ευκολιών ή ακινήτου, ακόμα και σε περίπτωση ήδη υφιστάμενης εγκατάστασης.

3. Η Ε.Ε.Τ.Τ. εκδίδει Κανονισμό για τη συνεγκατάσταση, αφού προηγηθεί σχετική δημόσια διαβούλευση σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος. Με τον Κανονισμό αυτό, όπου η Ε.Ε.Τ.Τ. κρίνει ότι η αλληλεπικάλυψη των υποδομών θα ήταν οικονομικώς αναποτελεσματική ή πρακτικώς ανέφικτη, δύναται να επιβάλλει στους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων και/ή στους ιδιοκτήτες των καλωδιώσεων υποχρεώσεις ως προς την από κοινού χρήση των καλωδιώσεων εντός των κτιρίων ή μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής όταν αυτό βρίσκεται εκτός κτιρίου. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν κανόνες για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης ευκολιών ή ακινήτου, κατάλληλα προσαρμοσμένων, όπου απαιτείται ανάλογα με τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Επίσης, με τον Κανονισμό καθορίζονται οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες για τη συνεγκατάσταση, προσδιορίζεται η διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος για συνεγκατάσταση από τους ενδιαφερόμενους παρόχους, η οποία θα ενεργοποιείται αυτομάτως με την υποβολή αιτήσεων στην Ε.Ε.Τ.Τ. και κάθε άλλη λεπτομέρεια.

4. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται, κατόπιν αιτήματος της Ε.Ε.Τ.Τ., να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε η Ε.Ε.Τ.Τ. να είναι σε θέση να καταρτίσει λεπτομερή κατάλογο της φύσεως, της διαθεσιμότητας και της γεωγραφικής θέσης των ευκολιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και να τον καταστήσει διαθέσιμο στους ενδιαφερομένους.

5. Επιπροσθέτως, η Ε.Ε.Τ.Τ. δύναται να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την επίλυση της διαφοράς σε σχέση με τα θέματα συνεγκατάστασης και από κοινού χρήσης ευκολιών κατόπιν προσφυγής, από οποιοδήποτε μέρος, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 34 του παρόντος.

6. Τα μέτρα που λαμβάνονται από την Ε.Ε.Τ.Τ. σύμφωνα με το παρόν άρθρο είναι αντικειμενικά, διαφανή, αμερόληπτα και αναλογικά και όπου απαιτείται εφαρμόζονται σε συνεργασία με τις αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού.

7. Eιδικά για τις περιπτώσεις συνεγκατάστασης κεραιοσυστημάτων για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος οι επιχειρήσεις δικαιούνται να αιτούνται συνεγκατάσταση και υποχρεούνται να παρέχουν συνεγκατάσταση κατόπιν αιτήματος άλλων επιχειρήσεων με εύλογους όρους, στο μέτρο όπου αυτό είναι τεχνικά εφικτό.

  • 16 Μαρτίου 2012, 11:35 | OTE A.E.

    Στο άρθρο 12 της Οδηγίας 2002/21/ΕΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε και ισχύει με την Οδηγία 2009/140/ΕΚ της 25ης Νοεμβρίου 2009 ορίζεται ότι α) οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές είναι σε θέση να επιβάλλουν μερισμό των ευκολιών ή του ακινήτου λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αρχή της αναλογικότητας (βλ. παρ. 1), β) τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν το μερισμό χρήσεων ή ακινήτων λόγω ανάγκης προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας ή της δημόσιας ασφάλειας ή της επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων (βλ. παρ. 2) και γ) οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές έχουν την εξουσία να επιβάλουν υποχρεώσεις ως προς το μερισμό των καλωδιώσεων εντός των κτηρίων ή μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής όταν αυτό βρίσκεται εκτός κτηρίου, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο δικαιολογείται διότι η αλληλεπικάλυψη αυτών των υποδομών θα ήταν οικονομικώς αναποτελεσματική ή πρακτικώς ανέφικτη (βλ. παρ. 3). Παρ’ όλο που οι διαφοροποιήσεις είναι διακριτές, το άρθρο 29, όπως αποτυπώνεται στο υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, αποκλίνει σε σημαντικό βαθμό από το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας.
    Συγκεκριμένα, με την παρ. 2 του άρθρου 12 της Οδηγίας παρέχεται, όχι τυχαία, στους αρμόδιους κρατικούς φορείς (Υπουργεία) άσκησης της σχετικής εξουσίας και όχι στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, η δυνατότητα να εξετάσουν εάν και κατά πόσο συντρέχουν λόγοι προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας και ασφάλειας και επίτευξης πολεοδομικών ή χωροταξικών στόχων που να δικαιολογούν την θέσπιση νόμου με τον οποίο θα επιβάλλεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που θα ορισθούν, ο μερισμός χρήσεων ή ακινήτων και εφόσον η απάντηση είναι θετική να προβούν στη θέσπιση τέτοιου νόμου, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τα συνταγματικά δικαιώματα και τις νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την απαλλοτρίωση, τη χρήση ακινήτων και γενικά την κυριότητα επί κινητών και ακινήτων. Εν προκειμένω όμως, με την παρ. 2 του άρθρου 29 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, η δυνατότητα αυτή παρέχεται στην ΕΕΤΤ. Η εμπειρία μας από την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου 3431/2006 ως ισχύει σήμερα και του Κανονισμού Συνεγκατάστασης (ΑΠ ΕΕΤΤ 472/171/2008) από την ΕΕΤΤ, καταδεικνύει ότι η τελευταία, επικαλούμενη γενικώς και αορίστως ότι δήθεν συντρέχουν λόγοι δημόσιας υγείας, προστασίας του περιβάλλοντος και προς επίτευξη χωροταξικών και πολεοδομικών στόχων, επιβάλει σε πάροχο τη γενική υποχρέωση από κοινού χρήσης των ευκολιών και ακινήτων που κατέχει με άλλο πάροχο, αρκεί ο άλλος αυτός πάροχος να τη ζητήσει. Συνεπώς, η παρ. 2 του εν λόγω άρθρου έρχεται σε αντίθεση και καθιστά ουσιαστικά ανενεργή την παρ. 1 του αυτού άρθρου, όπου προβλέπεται ότι η ΕΕΤΤ δύναται να επιβάλει την από κοινού χρήση ευκολιών ή ακινήτων, λαμβάνοντας όμως πλήρως υπόψη της την αρχή της αναλογικότητας.
    Επιπλέον, στο τέλος της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου προβλέπεται ότι οι τυχόν κανόνες που θα θεσπισθούν για την κατανομή των δαπανών της από κοινού χρήσης ευκολιών ή ακινήτου θα εφαρμόζονται ακόμα και σε περίπτωση ήδη υφιστάμενης εγκατάστασης, το οποίο όμως δεν περιέχεται στην Οδηγία. Για τους ανωτέρω λόγους, θεωρούμε ότι πρέπει να διαγραφεί η παρ. 2 του άρθρου 29 στο σύνολό της, άλλως να ορισθεί ότι για το θέμα αυτό θα εκδοθεί τουλάχιστον κοινή υπουργική απόφαση των συναρμοδίων Υπουργών, όπως απαιτείται λόγω της κρισιμότητάς του και των συνταγματικών δικαιωμάτων που θίγονται.
    Το β’ εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 πρέπει να διατυπωθεί ως εξής : «Όπου η αλληλεπικάλυψη των υποδομών είναι οικονομικώς αναποτελεσματική ή πρακτικώς ανέφικτη, η ΕΕΤΤ δύναται να επιβάλει στους κατόχους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 δικαιωμάτων και/ή στους ιδιοκτήτες των καλωδιώσεων υποχρεώσεις ως προς την από κοινού χρήση των καλωδιώσεων εντός των κτηρίων ή μέχρι το πρώτο σημείο συγκέντρωσης ή διανομής όταν αυτό βρίσκεται εκτός κτηρίου», προκειμένου να συνάδει με την Οδηγία και να προκύπτει εμφανώς ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να προβεί η ΕΕΤΤ στην επιβολή αυτή δεν αποτελούν αντικείμενο κρίσης της ΕΕΤΤ αλλά αντικειμενικής απόδειξης.
    Επίσης, στο τέλος της ίδιας παραγράφου, πρέπει να διαγραφεί η φράση «η οποία θα ενεργοποιείται αυτομάτως με την υποβολή αιτήσεων στην ΕΕΤΤ», καθώς κάτι τέτοιο δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ΕΕΤΤ ως Ρυθμιστική Αρχή και παραβιάζεται η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων μεταξύ των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αποδέκτες αιτήσεων μπορούν να είναι μόνον οι κάτοχοι των αναφερόμενων στην παρ. 1 δικαιωμάτων και/ή οι ιδιοκτήτες των καλωδιώσεων.
    Ομοίως, όλη η παρ. 7 του άρθρου 29 του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου πρέπει να διαγραφεί, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις επιταγές της κοινοτικής Οδηγίας, καταργεί την αρχή της αναλογικότητας, τη στιγμή μάλιστα που η προστασία του περιβάλλοντος ουδόλως επιτυγχάνεται με τη συνεγκατάσταση κεραιοσυστημάτων, έρχεται σε αντίθεση με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση ότι «επιδιώκεται η αποφυγή της συγκέντρωσης περισσότερων κεραιών σε συγκεκριμένα σημεία του οικιστικού ιστού των πόλεων», καταλύει συνταγματικά δικαιώματα, όπως ενδεικτικά της οικονομικής ελευθερίας και της κυριότητας και αποκλείει την περίπτωση να συντρέχουν άλλοι λόγοι, μη τεχνικοί (όπως π.χ. να μην επιτρέπεται από την στατική επάρκεια του κτηρίου, να υπάρχουν ιδιοκτησιακά προβλήματα, αντιδράσεις περιοίκων, κ.λπ.), που να καθιστούν απαγορευτική /αδύνατη τη συνεγκατάσταση κεραιοσυστημάτων.