Άρθρο 52: Υποχρεώσεις ελέγχου τιμών και κοστολόγησης

1. Σε περίπτωση που από την ανάλυση της αγοράς προκύπτει ότι υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού με συνέπεια ένας φορέας εκμετάλλευσης να μπορεί να παρέχει υπηρεσίες σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές ή να συμπιέζει τις τιμές σε βάρος των τελικών χρηστών, η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί, με απόφασή της, να επιβάλλει υποχρεώσεις σχετικά με την ανάκτηση κόστους και ελέγχου τιμών, συμπεριλαμβανομένων υποχρεώσεων κοστοστρέφειας, καθώς και υποχρεώσεων σχετικών με τα συστήματα κοστολόγησης για την παροχή ειδικών τύπων διασύνδεσης ή / και πρόσβασης. Προκειμένου να ενθαρρύνει τις επενδύσεις του φορέα εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων και σε δίκτυα επόμενης γενιάς, η Ε.Ε.Τ.Τ. κατά τη λήψη απόφασης λαμβάνει υπόψη την επένδυση του εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης και επιτρέπει στο φορέα αυτόν έναν εύλογο συντελεστή απόδοσης επί ενός επαρκούς επενδεδυμένου κεφαλαίου, συνεκτιμώντας τους κινδύνους που σχετίζονται με το συγκεκριμένο επενδυτικό πλάνο δικτύου.

2. Η Ε.Ε.Τ.Τ. εξασφαλίζει, ότι κάθε επιβαλλόμενος μηχανισμός ανάκτησης κόστους ή μέθοδος τιμολόγησης προάγει την οικονομική απόδοση, το βιώσιμο ανταγωνισμό, και μεγιστοποιεί το όφελος για τους καταναλωτές. Η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί επίσης να λαμβάνει υπόψη τις διαθέσιμες τιμές σε συγκρίσιμες ανταγωνιστικές αγορές.

3. Σε περίπτωση υποχρέωσης καθορισμού κοστοστρεφών τιμών, ο φορέας εκμετάλλευσης φέρει το βάρος της απόδειξης ότι τα τέλη υπολογίζονται με βάση το κόστος, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου συντελεστή απόδοσης της επένδυσης.

4. Για τον υπολογισμό του κόστους αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών, η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να χρησιμοποιεί διαφορετικά κοστολογικά πρότυπα από εκείνα που χρησιμοποιεί ο φορέας εκμετάλλευσης. Η Ε.Ε.Τ.Τ. μπορεί να απαιτεί από τον φορέα εκμετάλλευσης να αιτιολογεί πλήρως τις τιμές του, και κατά περίπτωση να απαιτεί την προσαρμογή τους. Σε περίπτωση έλλειψης λεπτομερών δεδομένων για τον καθορισμό του κόστους, η Ε.Ε.Τ.Τ. εφαρμόζει τη μέθοδο σύγκρισης τιμών (benchmarking), λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις διαθέσιμες τιμές σε συγκρίσιμες ανταγωνιστικές αγορές Κρατών − Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5. Η μη υποβολή στοιχείων ή η μη προσήκουσα αιτιολόγηση των τιμών από τον υπόχρεο ή η υπαίτια μη έγκαιρη υιοθέτηση από αυτόν τυχόν επιβαλλόμενων από την Ε.Ε.Τ.Τ. τιμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής των συγκεκριμένων τιμών σε χρόνο, που αρχικά έχει υποδείξει η Ε.Ε.Τ.Τ. σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

6. Τα βασικά στοιχεία των εγκεκριμένων από την Ε.Ε.Τ.Τ. κοστολογικών συστημάτων, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις βασικές κατηγορίες κόστους και τους κανόνες για την κατανομή του, δημοσιεύονται στον ιστοχώρο της Ε.Ε.Τ.Τ. και του εκάστοτε υπόχρεου παρόχου.

7. Ο έλεγχος συμμόρφωσης με το εγκεκριμένο από την Ε.Ε.Τ.Τ. σύστημα κοστολόγησης ανατίθεται από αυτήν σε άλλον εξειδικευμένο φορέα, ιδιωτικό ή δημόσιο, ανεξάρτητο και από εκείνη και από τον υπόχρεο φορέα εκμετάλλευσης.

8. Η Ε.Ε.Τ.Τ. δημοσιεύει ετησίως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως Δήλωση σχετικά με τη συμμόρφωση του υπόχρεου φορέα εκμετάλλευσης με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

  • 16 Μαρτίου 2012, 12:14 | OTE A.E.

    Η ευχέρεια της ΕΕΤΤ να επιβάλει τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις που περιγράφονται στην παρ. 1 ενεργοποιείται σύμφωνα με την Οδηγία 2009/140 άρ. 2, αποκλειστικά σε δύο περιπτώσεις, εκ των οποίων η μία αναφέρεται σε διατήρηση των τιμών σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και όχι απλώς σε «ιδιαίτερα υψηλές» τιμές όπως είναι η διατύπωση του νομοσχεδίου. Είναι ουσιώδες να ακολουθηθεί κατά γράμμα η φρασεολογία της Οδηγίας, διότι η επιβολή των υποχρεώσεων αυτών θα πρέπει να λαμβάνει χώρα μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που τίθενται αφού, όπως εκτίθεται και στο προοίμιο της οδηγίας αυτής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 5 και 6), διαπιστώνεται ισχυρή ανταγωνιστική δυναμική τα τελευταία χρόνια στις αγορές ηλεκτρονικών επικοινωνιών, γεγονός που χαρακτηρίζει και την ελληνική σχετική αγορά. Κατόπιν των παραπάνω, προτείνουμε η παρ. 1 να επαναδιατυπωθεί ως εξής:
    «1. Σε περίπτωση που από την ανάλυση της αγοράς προκύπτει ότι υπάρχει έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού με συνέπεια ένας φορέας εκμετάλλευσης να μπορεί να παρέχει υπηρεσίες σε υπερβολικά υψηλές τιμές […]»