Άρθρο 4 Υποδειγματικός ρόλος κτιρίων που ανήκουν σε δημόσιους φορείς – Τροποποίηση άρθρου 7 του ν. 4342/2015 (άρθρο 5 και άρθρο 20 παρ. 5 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)

Οι παρ. 1, 3, 5, 7, 9, 12 και 14 του άρθρου 7 του ν. 4342/2015 (Α’ 143) τροποποιούνται, οι παρ. 4, 8 και 11 καταργούνται και το άρθρο 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 7
Υποδειγματικός ρόλος κτιρίων που ανήκουν σε δημόσιους φορείς
(άρθρο 5 και άρθρο 20 παρ. 5 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)
1. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του ν. 4122/2013 (Α’ 42), κάθε χρόνο ανακαινίζεται το τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού εμβαδού δαπέδου θερμαινόμενων ή ψυχόμενων κτιρίων που είναι ιδιόκτητα και καταλαμβάνονται από την κεντρική δημόσια διοίκηση, προκειμένου να πληρωθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που έχουν τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 4122/2013 και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι τεχνικά, λειτουργικά και οικονομικά εφικτό. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014.
2. Το ποσοστό του τρία τοις εκατό (3%) υπολογίζεται επί του συνολικού εμβαδού δαπέδου των κτιρίων με συνολικό ωφέλιμο εμβαδόν δαπέδου μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα τετραγωνικά μέτρα (250 τ.μ.) που είναι ιδιόκτητα και καταλαμβανόμενα από την κεντρική δημόσια διοίκηση, τα οποία την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους δεν πληρούν τις απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που έχουν τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 4122/2013.
3. Κατά την εφαρμογή μέτρων για την ανακαίνιση των κτιρίων σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2, το κτίριο θεωρείται ως σύνολο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται το κέλυφος, ο εξοπλισμός, η λειτουργία και η συντήρηση.
4. [Καταργήθηκε]
5. Από την υποχρέωση της παρ. 1 εξαιρούνται οι εξής κατηγορίες κτιρίων:
α. κτίρια επισήμως προστατευόμενα ως μέρος συγκεκριμένου περιβάλλοντος ή λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής ή ιστορικής τους αξίας, όπως διατηρητέα, εντός παραδοσιακών οικισμών κτίρια και μνημεία, στον βαθμό που η συμμόρφωση προς ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης θα αλλοίωνε κατά τρόπο μη αποδεκτό τον χαρακτήρα ή την εμφάνισή τους,
β. κτίρια των ενόπλων δυνάμεων που εξυπηρετούν σκοπούς εθνικής άμυνας, για τα οποία απαιτείται η διασφάλιση και διατήρηση του χαρακτήρα του απορρήτου της εθνικής άμυνας και ασφάλειας. Στα παραπάνω δεν περιλαμβάνονται οι ενιαίοι χώροι διαβίωσης, τα κτίρια γραφείων και διοίκησης που προορίζονται για τις ένοπλες δυνάμεις και το λοιπό προσωπικό των αρχών εθνικής άμυνας.
γ. κτίρια που χρησιμοποιούνται ως χώροι λατρείας ή για θρησκευτικές δραστηριότητες.
6. Όταν ανακαινίζεται περισσότερο από το τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού εμβαδού δαπέδου των κτιρίων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 της κεντρικής δημόσιας διοίκησης σε ένα δεδομένο έτος, το πλεονάζον συνυπολογίζεται στο ετήσιο ποσοστό ανακαίνισης οποιουδήποτε από τα τρία (3) προηγούμενα ή επόμενα έτη.
7. Στο ετήσιο ποσοστό ανακαίνισης των κτιρίων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 της κεντρικής δημόσιας διοίκησης συνυπολογίζονται:
α) τα νέα κτίρια που καταλαμβάνονται και είναι ιδιόκτητα και τα οποία αντικαθιστούν συγκεκριμένα κτίρια της κεντρικής δημόσιας διοίκησης που κατεδαφίσθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο (2) προηγούμενων ετών και,
β) τα κτίρια που έχουν πωληθεί, κατεδαφισθεί ή τεθεί εκτός λειτουργίας κατά τη διάρκεια των δύο (2) προηγούμενων ετών λόγω της εντατικότερης χρήσης άλλων κτιρίων.
8. [Καταργήθηκε]
9. Η Διεύθυνση Ενεργειακών Πολιτικών και Ενεργειακής Αποδοτικότητας της Γενικής Γραμματείας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, σε συνεργασία με τα κατά περίπτωση αρμόδια υπουργεία, έχει την ευθύνη κατάρτισης καταλόγου των κτιρίων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις της παρ. 5. Ο κατάλογος περιλαμβάνει το εμβαδόν δαπέδου σε τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.) και την ενεργειακή απόδοση κάθε κτιρίου ή σχετικά ενεργειακά δεδομένα.
10. Ο κατάλογος δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κατάλληλη επικαιροποίηση των δεδομένων και των σχετικών στοιχείων που προκύπτουν.
11. [Καταργείται]
12. Με ευθύνη των Περιφερειαρχών και των Δημάρχων, για τα κτίρια αρμοδιότητάς τους:
α) Εκπονείται Σχέδιο Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΣΕΑΚ), σύμφωνα με το πρότυπο που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το ΣΕΑΚ περιέχει παρουσίαση των χαρακτηριστικών του κτιριακού αποθέματος, ιεράρχηση του κτιριακού αποθέματος ως προς την εξοικονόμηση ενέργειας, τεχνοοικονομική ανάλυση επεμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, καθορισμό στόχου και πλάνου επίτευξης στόχου εξοικονόμησης ενέργειας. Το ΣΕΑΚ αναθεωρείται ανά δύο (2) έτη και υποβάλλεται στη Διεύθυνση Ενεργειακών Πολιτικών και Ενεργειακής Αποδοτικότητας της Γενικής Γραμματείας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
β) Καθιερώνεται σύστημα ενεργειακής διαχείρισης, το οποίο περιλαμβάνει ενεργειακούς ελέγχους, στο πλαίσιο του σχεδίου ενεργειακής απόδοσης.
γ) Στον βαθμό που είναι οικονομικά εφικτό, εφαρμόζονται τα σχέδια ενεργειακής απόδοσης, χρησιμοποιώντας ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία και μέσα, καθώς και παρόχους ενεργειακών υπηρεσιών μέσω σύναψης συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης.
Τα ανωτέρω κτίρια που εντάσσονται σε σχέδια ενεργειακής απόδοσης ή συστήματα ενεργειακής διαχείρισης έχουν προτεραιότητα κατά τη θέσπιση χρηματοοικονομικών κινήτρων και προγραμμάτων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δημοσίων κτιρίων.
13. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει τον γενικό έλεγχο και την αρμοδιότητα για την εκπλήρωση της υποχρέωσης της παρ. 1.
14. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τα κτίρια που χρησιμοποιούνται από τον δημόσιο τομέα όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις συστήματος ενεργειακής διαχείρισης, προσδιορίζονται τα απαραίτητα τυπικά προσόντα και οι σχετικές αρμοδιότητές των ενεργειακών υπευθύνων και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό ζήτημα.»

  • 14 Δεκεμβρίου 2020, 13:32 | Άρης Γκορόγιας

    Η παρ. 1 να αναθεωρηθεί ως ακολούθως:
    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 του ν. 4122/2013 (Α’ 42), κάθε χρόνο και έπειτα από τη διενέργεια Ενεργειακού Ελέγχου, ανακαινίζεται τουλάχιστον το τρία τοις εκατό (3%) του συνολικού εμβαδού δαπέδου θερμαινόμενων ή ψυχόμενων κτιριακών εγκαταστάσεων που είναι ιδιόκτητα και καταλαμβάνονται από την κεντρική δημόσια διοίκηση, προκειμένου να πληρωθούν οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης που έχουν τεθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του ν. 4122/2013 και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι τεχνικά, λειτουργικά και οικονομικά εφικτό. Η ανωτέρω υποχρέωση ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2014.

    Η παρ. 3 να αναθεωρηθεί ως ακολούθως:
    Κατά την εφαρμογή μέτρων που προτείνονται από τον Ενεργειακό Έλεχγο για την ανακαίνιση των κτιριακών εγκαταστάσεων σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2, το κτίριο θεωρείται ως σύνολο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται το κέλυφος, ο εξοπλισμός, η λειτουργία και η συντήρηση.

    Η παρ. 12 να αναθεωρηθεί ως ακολούθως:
    Με ευθύνη των Περιφερειαρχών και των Δημάρχων, για τα κτίρια αρμοδιότητάς τους:
    α) Διεξάγεται Σχέδιο Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΣΕΑΚ) βασιζόμενο στα συμπεράσματα του Ενεργειακού Ελέγχου, σύμφωνα με το πρότυπο που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Το ΣΕΑΚ περιέχει παρουσίαση των χαρακτηριστικών του κτιριακού αποθέματος, ιεράρχηση του κτιριακού αποθέματος ως προς την εξοικονόμηση ενέργειας, τεχνοοικονομική ανάλυση επεμβάσεων ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων, καθορισμό στόχου και πλάνου επίτευξης στόχου εξοικονόμησης ενέργειας. Το ΣΕΑΚ αναθεωρείται ανά δύο (2) έτη έπειτα από τη διεξαγωγή Ενεργειακού Ελέγχου και υποβάλλεται στη Διεύθυνση Ενεργειακών Πολιτικών και Ενεργειακής Αποδοτικότητας της Γενικής Γραμματείας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας,
    β) Καθιερώνεται σύστημα ενεργειακής διαχείρισης, το οποίο περιλαμβάνει ενεργειακούς ελέγχους, στο πλαίσιο του σχεδίου ενεργειακής απόδοσης.
    γ) Στον βαθμό που είναι οικονομικά εφικτό, εφαρμόζονται τα σχέδια ενεργειακής απόδοσης, χρησιμοποιώντας ειδικά χρηματοδοτικά εργαλεία και μέσα, καθώς και παρόχους ενεργειακών υπηρεσιών μέσω σύναψης συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης.
    Τα ανωτέρω κτίρια που εντάσσονται σε σχέδια ενεργειακής απόδοσης ή συστήματα ενεργειακής διαχείρισης έχουν προτεραιότητα κατά τη θέσπιση χρηματοοικονομικών κινήτρων και προγραμμάτων για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης δημοσίων κτιρίων.

    Η παρ. 14 να αναθεωρηθεί ως ακολούθως:
    Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τα κτίρια που χρησιμοποιούνται από τον δημόσιο τομέα όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α’ 143), καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις συστήματος ενεργειακής διαχείρισης, προσδιορίζονται τα απαραίτητα τυπικά προσόντα και οι σχετικές αρμοδιότητές των Ενεργειακών Υπευθύνων κατ’ αντιστοιχεία με τα προσόντα και οι σχετικές αρμοδιότητές των Ενεργειακών Ελεγκτών και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό ζήτημα.

  • Άρθρο 4
    παρ. 13
    Το ΥΠΕΝ είναι σε όλους γνωστό ότι είναι υποστελεχωμένο εδώ και 12 έτη, και λειτουργεί με συμβασιούχους που ξεπλένουν πολιτικές υποχρεώσεις. Χρειάζεται κατάλληλη στελέχωση και εκπαίδευση των υφιστάμενων στελεχών για τον έλεγχο όχι μόνο της παρ.1, αλλά και όλων των υπολοίπων υποστηρικτικών υπηρεσιών που παρέχει τον ΥΠΕΝ σε όλο το φάσμα του συγκεκριμένου νόμου στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι τεχνολογικές και διοικητικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές.

  • Άρθρο 4
    παρ. 12 & παρ. 14
    Δεν αρκεί η ευθύνη των Περιφερειαρχών και των Δημάρχων.
    Χρειάζεται ΚΥΑ για την παράλληλη θεσμοθέτηση για την στήριξη των ενεργειακών υπευθύνων και τους πόρους (ψηφιοποίηση, έξυπνοι μετρητές, ενεργειακές υπηρεσίες) στο δημόσιο τομέα (ο Μπάιντεν επί τη εμφανίσει δεν φτάνει για το κλίμα…), ώστε να είναι δυνατό να τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός Διαχείρισης ενέργειας, αλλιώς η παράγραφος αυτή θα παραμείνει και πάλι μια ευχή και για τα επόμενα 5 έτη.
    Μέσα στην προηγούμενη πενταετία ισχύος του νόμου 4342/2015, δεν εκπονήθηκαν παρά ελάχιστα ΣΕΑΚ (ΣΔΕΑ), ενώ αντιθέτως απαξιώθηκε ο ρόλος του ενεργειακού υπευθύνου, και η προσπάθεια που έγινε για το άνοιγμα της πλατφόρμας καταχώρησης του δυναμικού ΕΞΕ των κτιρίων του δημοσίου, δεν ετέθη ποτέ σε υποχρεωτική λειτουργία, ενώ η ενημέρωση των Δήμων περιορίστηκε σε 3 μόνο παρουσιάσεις από το ΚΑΠΕ.