Άρθρο 2 Ορισμοί – Τροποποίηση άρθρου 3 του ν. 4342/2015 (άρθρο 2 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)

 

Αριθμούνται οι ορισμοί ως παράγραφοι, μετά την αρίθμηση τροποποιούνται οι παρ. 2, 5, 6, 8, 12, 13, 21, 23, 27, 45 του άρθρου 3 του ν. 4342/2015 (Α’ 143), προστίθεται νέος ορισμός που αριθμείται ως παρ. 23Α και το άρθρο 3διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 3 Ορισμοί

(άρθρο 2 της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ)

Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

  1. «Ενέργεια»: όλες οι μορφές ενεργειακών προϊόντων, τα καύσιμα, η θερμότητα, η ανανεώσιμη ενέργεια, ο ηλεκτρισμός ή οποιαδήποτε άλλης μορφής ενέργεια, όπως ορίζονται στην περ. δ’ του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1099/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για τις στατιστικές ενέργειας (ΕΕ L 304 της 4.11.2008).
  2. «Κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας»: η συνολική ενεργειακή ζήτηση της χώρας, εξαιρούμενης της κατανάλωσης ενεργειακών προϊόντων για μη ενεργειακούς σκοπούς.
  3. «Τελική κατανάλωση ενέργειας»: όλη η ενέργεια που παρέχεται στη βιομηχανία, τις μεταφορές, τα νοικοκυριά, τις υπηρεσίες και τη γεωργία. Εξαιρούνται οι παραδόσεις στον τομέα της μετατροπής της ενέργειας και οι ίδιες οι βιομηχανίες ενεργειακών δραστηριοτήτων.
  4. «Ενεργειακή απόδοση»: ο λόγος της εκροής επιδόσεων, υπηρεσιών, αγαθών ή ενέργειας προς την εισροή ενέργειας.
  5. «Εξοικονόμηση ενέργειας»: ποσότητα εξοικονομούμενης ενέργειας, η οποία προσδιορίζεται με τη μέτρηση ή τον κατ’ εκτίμηση υπολογισμό της κατανάλωσης ενέργειας πριν και μετά από την υλοποίηση ενός μέτρου βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, με ταυτόχρονη εξασφάλιση της σταθερότητας των εξωτερικών συνθηκών που επηρεάζουν την ενεργειακή κατανάλωση.
  6. «Βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης»: αύξηση της ενεργειακής απόδοσης λόγω τεχνολογικών αλλαγών, αλλαγών στη συμπεριφορά ή οικονομικών αλλαγών.
  7. «Ενεργειακή υπηρεσία»: το φυσικό όφελος, η χρησιμότητα ή το πλεονέκτημα που προκύπτει από τον συνδυασμό ενέργειας με ενεργειακά αποδοτική τεχνολογία ή με δράση η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τις εργασίες, την εγκατάσταση, λειτουργία, συντήρηση και έλεγχο που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας αυτής, βάσει συμβάσεως και η οποία υπό κανονικές συνθήκες έχει αποδείξει ότι οδηγεί σε επαληθεύσιμη και μετρήσιμη ή εκτιμώμενη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης ή σε εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας.
  8. «Δημόσιοι φορείς»: οι «αναθέτουσες αρχές», όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 4412/2016 (Α’ 147).
  9. «Κεντρική δημόσια διοίκηση»: όλες οι διοικητικές υπηρεσίες των οποίων η αρμοδιότητα εκτείνεται σε ολόκληρη την επικράτεια.
  10. «Συνολικό ωφέλιμο εμβαδόν δαπέδου»: το εμβαδόν των δαπέδων κτιρίου ή μέρους κτιρίου στο οποίο χρησιμοποιείται ενέργεια για τη ρύθμιση των κλιματικών συνθηκών στο εσωτερικό του.
  11. «Σύστημα ενεργειακής διαχείρισης»: το σύνολο των αλληλένδετων ή αλληλεπιδρώντων στοιχείων ενός σχεδίου που θέτει στόχο ενεργειακής απόδοσης και χαράσσει τη στρατηγική επίτευξης του εν λόγω στόχου.
  12. «Ευρωπαϊκό πρότυπο»: πρότυπο το οποίο εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης (CENELEC) ή το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών (ETSI) και διατίθεται προς δημόσια χρήση.
  13. «Διεθνές πρότυπο»: πρότυπο το οποίο έχει εκδοθεί από τον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO) και διατίθεται στο κοινό.
  14. «Υπόχρεο μέρος»: διανομέας ενέργειας ή επιχείρηση λιανικής πώλησης ενέργειας που δεσμεύεται από τα καθεστώτα επιβολής της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης που αναφέρονται στο άρθρο 9.
  15. «Εξουσιοδοτηθέν μέρος»: νομικό πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί από την κυβέρνηση ή από άλλο δημόσιο φορέα εξουσία ανάπτυξης, διαχείρισης ή λειτουργίας ενός χρηματοδοτικού προγράμματος εξ ονόματος της κυβέρνησης ή του άλλου δημόσιου φορέα.
  16. «Συμμετέχον μέρος»: επιχείρηση ή δημόσιος φορέας που δεσμεύεται να επιτύχει ορισμένους στόχους βάσει εθελοντικής συμφωνίας, ή καλύπτεται από εθνικό κανονιστικό μέσο πολιτικής.
  17. «Δημόσια αρχή επιβολής»: φορέας ο οποίος διέπεται από το δημόσιο δίκαιο και είναι υπεύθυνος για την επιβολή ή την παρακολούθηση της φορολόγησης της ενέργειας ή του άνθρακα, των χρηματοδοτικών καθεστώτων και μέσων, των φορολογικών κινήτρων, προτύπων και κανόνων, των καθεστώτων ενεργειακής σήμανσης, της εκπαίδευσης ή της κατάρτισης.
  18. «Μέτρο πολιτικής»: κανονιστικό, χρηματοδοτικό, δημοσιονομικό, εθελοντικό, ή ενημερωτικό μέσο, το οποίο δημιουργεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, απαίτηση ή κίνητρο για τους παράγοντες της αγοράς, ώστε να παρέχουν και να αγοράζουν ενεργειακές υπηρεσίες και να αναλαμβάνουν άλλα μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.
  19. «Επιμέρους δράση»: δράση η οποία οδηγεί σε βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης που μπορούν να επαληθευτούν και να μετρηθούν ή να εκτιμηθούν και η οποία πραγματοποιείται ως αποτέλεσμα μέτρου πολιτικής.
  20. «Διανομέας ενέργειας»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου του διαχειριστή δικτύου διανομής που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά ενέργειας, με σκοπό τη διάθεσή της σε τελικούς καταναλωτές και σταθμούς διανομής που πωλούν ενέργεια σε τελικούς καταναλωτές.
  21. «Διαχειριστής συστήματος διανομής»: ο «διαχειριστής δικτύου διανομής» όπως ορίζεται στην περ. στ’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011 (Α’ 179).
  22. «Επιχείρηση λιανικής πώλησης ενέργειας»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που πωλεί ενέργεια σε τελικούς καταναλωτές.
  23. «Τελικός καταναλωτής»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αγοράζει ενέργεια για δική του τελική χρήση ή για λογαριασμό τελικού χρήστη.

23α.«Τελικός χρήστης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που:

αα. αγοράζει ενέργεια για δική του τελική χρήση, ή

ββ. προβαίνει σε νόμιμη χρήση ενέργειας χωρίς να έχει σύμβαση με προμηθευτή ενέργειας.

  1. «Πάροχος ενεργειακών υπηρεσιών»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει ενεργειακές υπηρεσίες ή και άλλα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης σε εγκαταστάσεις ή κτίρια τελικών καταναλωτών.
  2. «Ενεργειακός έλεγχος»: η συστηματική διαδικασία με σκοπό την απόκτηση επαρκούς γνώσης των χαρακτηριστικών ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτιρίου ή μιας ομάδας κτιρίων, μιας βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας ή εγκατάστασης, ιδιωτικών ή δημόσιων υπηρεσιών, με την οποία εντοπίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά οι οικονομικώς αποδοτικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας και βάσει της οποίας συντάσσεται έκθεση αποτελεσμάτων.
  3. «Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» ή «ΜΜΕ»: επιχειρήσεις όπως ορίζονται στον τίτλο Ι του Παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής της 6ης Μαΐου 2003 σχετικά µε τον ορισµό των πολύ µικρών, των µικρών και των µεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕL 124 της 20.5.2003), σύμφωνα με τον οποίο η κατηγορία των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων αποτελείται από επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους και των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα πενήντα (50) εκατομμύρια ευρώ ή το σύνολο του ετήσιου ισολογισμού δεν υπερβαίνει τα 43 εκατομμύρια ευρώ.
  4. «Σύμβαση ενεργειακής απόδοσης»: σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του δικαιούχου και του παρόχου ενεργειακών υπηρεσιών, η οποία επαληθεύεται και παρακολουθείται καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της, στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιούνται πληρωμές για επενδύσεις με αντικείμενο έργο, προμήθεια ή υπηρεσία, για μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, οι οποίες προβλέπονται ως όροι της σύμβασης και συνδέονται με ένα επίπεδο βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης ή με άλλο κριτήριο ενεργειακής απόδοσης, όπως η μείωση του κόστους ενέργειας.
  5. «Έξυπνο σύστημα μέτρησης» ή «ευφυές σύστημα μέτρησης»: ηλεκτρονικό σύστημα το οποίο είναι ικανό να μετρά την κατανάλωση ενέργειας, παρέχοντας περισσότερες πληροφορίες από ένα συμβατικό μετρητή, ικανό να μεταδίδει και να λαμβάνει δεδομένα χρησιμοποιώντας μορφότυπο ηλεκτρονικής επικοινωνίας.
  6. «Διαχειριστής συστήματος μεταφοράς»: ο «διαχειριστής συστήματος ενέργειας» όπως ορίζεται στην περ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4001/2011.
  7. «Συμπαραγωγή»: η ταυτόχρονη παραγωγή θερμικής και ηλεκτρικής ή μηχανικής ενέργειας στο πλαίσιο μίας μόνο διαδικασίας.
  8. «Οικονομικά δικαιολογημένη ζήτηση»: η ζήτηση που δεν υπερβαίνει τις ανάγκες θέρμανσης ή ψύξης και η οποία διαφορετικά θα ικανοποιούνταν, σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς, με διαδικασίες παραγωγής ενέργειας διαφορετικές από τη συμπαραγωγή.
  9. «Ωφέλιμη θερμότητα»: θερμότητα που παράγεται στο πλαίσιο διαδικασίας συμπαραγωγής, προκειμένου να ικανοποιήσει μια οικονομικά δικαιολογημένη ζήτηση για θέρμανση ή ψύξη.
  10. «Ηλεκτρική ενέργεια από συμπαραγωγή»: η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στο πλαίσιο μιας διαδικασίας συνδεόμενης με την παραγωγή ωφέλιμης θερμότητας και υπολογίζεται, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στο παράρτημα I.
  11. «Συμπαραγωγή υψηλής απόδοσης»: η συμπαραγωγή που πληροί τα κριτήρια του παραρτήματος II.
  12. «Ολικός βαθμός απόδοσης»: ο λόγος της ετήσιας ποσότητας παραγόμενης ηλεκτρικής και μηχανικής ενέργειας και παραγόμενης ωφέλιμης θερμότητας προς το ενεργειακό περιεχόμενο των καυσίμων που χρησιμοποιούνται, για την παραγωγή θερμότητας στο πλαίσιο διαδικασίας συμπαραγωγής, καθώς και για την ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής και μηχανικής ενέργειας.
  13. «Λόγος ηλεκτρικής ενέργειας προς θερμότητα»: ο λόγος της ηλεκτρικής ενέργειας από συμπαραγωγή προς την ωφέλιμη θερμότητα, υπό πλήρη κατάσταση λειτουργίας συμπαραγωγής, με χρήση των λειτουργικών δεδομένων της συγκεκριμένης μονάδας.
  14. «Μονάδα συμπαραγωγής»: μονάδα που μπορεί να λειτουργεί ως μονάδα συμπαραγωγής.
  15. «Μονάδα συμπαραγωγής μικρής κλίμακας»: η μονάδα συμπαραγωγής με εγκατεστημένη ηλεκτρική ισχύ μικρότερη από ένα μεγαβάτ (1 MWe).
  16. «Μονάδα συμπαραγωγής πολύ μικρής κλίμακας»: η μονάδα συμπαραγωγής με μέγιστη ηλεκτρική ισχύ μικρότερη από πενήντα κιλοβάτ (50 kWe).
  17. «Συντελεστής δόμησης»: ο λόγος της συνολικής επιφάνειας δόμησης προς το εμβαδόν οικοπέδου ή γηπέδου σε μία συγκεκριμένη περιοχή.
  18. «Αποδοτικό σύστημα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης»: σύστημα τηλεθέρμανσης και τηλεψύξης που χρησιμοποιεί τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) ανανεώσιμη ενέργεια, είτε πενήντα τοις εκατό (50%) απορριπτόμενη θερμότητα, είτε εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) συμπαραγόμενη θερμότητα, είτε συνδυαστικά πενήντα τοις εκατό (50%) από τις παραπάνω μορφές θερμότητας και ανανεώσιμης ενέργειας.
  19. «Αποδοτική θέρμανση και ψύξη»: η επιλογή θέρμανσης και ψύξης η οποία, συγκρινόμενη με ένα σενάριο βάσης αντιπροσωπευτικό της συνήθους δραστηριότητας, μειώνει κατά τρόπο μετρήσιμο τη χρήση πρωτογενούς ενέργειας που απαιτείται για την παραγωγή μίας μονάδας παρεχόμενης ενέργειας εντός των ορίων ενός συστήματος κατά τρόπο οικονομικώς αποδοτικό, σύμφωνα με την αξιολόγηση της ανάλυσης κόστους-οφέλους που αναφέρεται στο άρθρο 15, λαμβάνοντας υπόψη την ενέργεια που χρειάζεται για την εξόρυξη, τη μετατροπή, τη μεταφορά και τη διανομή.
  20. «Αποδοτική ατομική θέρμανση και ψύξη»: η επιλογή ατομικής θέρμανσης και ψύξης η οποία, συγκρινόμενη με την αποδοτική τηλεθέρμανση και τηλεψύξη, μειώνει κατά τρόπο μετρήσιμο τη χρήση πρωτογενούς μη ανανεώσιμης ενέργειας που απαιτείται για την παραγωγή μίας μονάδας παρεχόμενης ενέργειας εντός των ορίων ενός συστήματος ή απαιτεί τη χρήση ίδιας πρωτογενούς μη ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά με μικρότερο κόστος, λαμβάνοντας υπόψη την ενέργεια που χρειάζεται για την εξόρυξη, τη μετατροπή, τη μεταφορά και τη διανομή.
  21. «Ουσιαστική ανακαίνιση»: ανακαίνιση της οποίας το κόστος υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του κόστους επένδυσης νέας συγκρίσιμης μονάδας.
  22. «Φορέας σωρευτικής εκπροσώπησης»: πάροχος υπηρεσιών στον τομέα της ζήτησης ενέργειας, ο οποίος συνδυάζει πολλαπλά βραχείας διάρκειας φορτία καταναλωτών προς πώληση ή εκπλειστηριασμό σε οργανωμένες αγορές ενέργειας.»

 

  • 14 Δεκεμβρίου 2020, 14:20 | ΔΕΗ Α.Ε. – Διεύθυνση Περιβάλλοντος

    Προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 23Α ως εξής:

    «Τελικός χρήστης»: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που:
    αα. αγοράζει ενέργεια για δική του τελική χρήση, ή
    ββ. προβαίνει σε νόμιμη χρήση ενέργειας χωρίς να έχει σύμβαση με προμηθευτή ενέργειας. Η περίπτωση αφορά σε ενοίκους μεμονωμένων κτιρίων ή μεμονωμένων μονάδων πολυκατοικιών ή κτιρίων πολλαπλών χρήσεων όπου οι εν λόγω μονάδες τροφοδοτούνται από κεντρική πηγή και όπου οι ένοικοι δεν έχουν άμεση ή ατομική σύμβαση με τον προμηθευτή ενέργειας.»

    Η τροποποίηση είναι απαραίτητη για λόγους συμφωνίας του ορισμού με τα αναφερόμενα στο προοίμιο (31) της Οδηγίας 2018/2002/ΕΕ:
    «Η παρούσα οδηγία διευκρινίζει επίσης ότι τα δικαιώματα που σχετίζονται με την τιμολόγηση και τις πληροφορίες τιμολόγησης ή κατανάλωσης θα πρέπει να ισχύουν για τους καταναλωτές θέρμανσης, ψύξης ή ζεστού νερού οικιακής χρήσης από κεντρική πηγή, ακόμα και όταν δεν υφίσταται άμεση και ατομική συμβατική σχέση με προμηθευτή ενέργειας. Ο ορισμός του όρου «τελικός καταναλωτής» μπορεί να νοείται ότι αναφέρεται μόνο σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αγοράζουν ενέργεια με βάση άμεση, ατομική σύμβαση με προμηθευτή ενέργειας. Για τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων, θα πρέπει να εισαχθεί, ως εκ τούτου, ο όρος «τελικός χρήστης», για να καλύπτεται ευρύτερη ομάδα καταναλωτών και θα πρέπει, εκτός από τους τελικούς καταναλωτές που αγοράζουν θέρμανση, ψύξη ή ζεστό νερό οικιακής χρήσης για ιδία τελική χρήση, να καλύπτει επίσης τους ενοίκους μεμονωμένων κτιρίων ή μεμονωμένων μονάδων πολυκατοικιών ή κτιρίων πολλαπλών χρήσεων όπου οι εν λόγω μονάδες τροφοδοτούνται από κεντρική πηγή και όπου οι ένοικοι δεν έχουν άμεση ή ατομική σύμβαση με τον προμηθευτή ενέργειας. Ο όρος «τοπική μέτρηση» θα πρέπει να παραπέμπει στη μέτρηση κατανάλωσης σε μεμονωμένες μονάδες των εν λόγω κτιρίων.»

  • 14 Δεκεμβρίου 2020, 12:58 | Άρης Γκορόγιας

    Προτείνεται η αλλαγή της παρ. 25 ώστε να συμβαδίζει αφενός με το πρότυπο ISO 50001:2018 αλλά και με αντίστοιχη νομοθεσία των κρατών μελών της ΕΕ ως εξής:
    «Ενεργειακός έλεγχος»: η συστηματική, ανεξάρτητη και τεκμηριωμένη διαδικασία (βάσει αντικειμενικών αποδεικτικών στοιχείων ελέγχου) με σκοπό την απόκτηση επαρκούς γνώσης περί της ενεργειακής κατανάλωσης στο σύνολο ενός Οργανισμού, δημόσιου ή ιδιωτικού (συμπεριλαμβάνονται κτιριακές εγκαταστάσεις, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις ΑΠΕ και ΣΗΘΥΑ, στόλος οχημάτων κ.α. για τα οποία ο οργανισμός έχει την κυριότητα ή/και μισθώνει από τρίτους και είναι υπεύθυνος για την καταναλισκώμενη ενέργεια που λαμβάνει χώρα), βάσει της οποίας:
    α) εντοπίζονται οι σημαντικές ενεργειακές χρήσεις,
    β) προσδιορίζονται ποσοτικά οι ενεργειακές επιδόσεις,
    γ) προδιαγράφονται οικονομικώς αποδοτικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας.

    Αναφορικά με τους συντελεστές μετατροπής της ενέργειας τελικής χρήσης σε πρωτογενή ενέργεια θα πρέπει να αναθεωρηθούν στον Οδηγό Ενεργειακών Ελέγχων. Επίσης, οι συντελεστές εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει να βασίζονται στην Ετησία Έκθεση Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου που δημοσιεύει το ΥΠΕΝ και όχι στους απαρχαιωμένους συντελεστές του αποτυχημένου ΚΕΝΑΚ, είτε στις εκπομπές εκάστοτε παρόχου ενέργειας (μιας και στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν διπλομετρήσεις). Ελλείψη υιοθέτησης κοινής μεθοδολογίας υπολογισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, παρουσιάζεται το φαινόμενο να δηλώνονται ανακριβή στοιχεία από την χώρα μας στα διάφορα εθνικά reports.

  • Ορισμός ενεργειακού ελέγχου:
    ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΟΣΘΗΚΗΣ
    24. «Ενεργειακός έλεγχος»: η συστηματική διαδικασία με σκοπό την απόκτηση επαρκούς γνώσης των χαρακτηριστικών ενεργειακής κατανάλωσης ενός κτιρίου ή μιας ομάδας κτιρίων, μιας βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας ή εγκατάστασης ιδιωτικών ή δημόσιων υπηρεσιών, μιας εγκατάστασης ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, ή ενός στόλου οχημάτων, με την οποία εντοπίζονται και προσδιορίζονται ποσοτικά οι οικονομικώς αποδοτικές δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας ή οι αποδόσεις των συστημάτων ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ, βάσει των οποίων συντάσσεται έκθεση αποτελεσμάτων.
    ΣΧΟΛΙΟ
    Ο έλεγχος της απόδοσης των συστημάτων παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ είναι εξίσου σημαντικός και αναφέρεται ως υποχρέωση του ενεργειακού ελεγκτή στα ΕΝ16247-2 και ΕΝ16247-3, δεδομένης της πρόσφατης εισαγωγής των κτηρίων σχεδόν μηδενικής κατανάλωσης, καθώς και της οδηγίας ΕΕ 944/2019 που εισαγάγει το μοντέλο του Procumer. Ο δε ενεργειακός έλεγχος οχημάτων αναλύεται στο ΕΝ16247-4. Εννοείται ότι αντίστοιχα και ο Οδηγός ενεργειακών ελέγχων χρειάζεται αναθεώρηση και επικαιροποίηση, αν και ειδικά για τις εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών αναλύεται ήδη συνοπτικά η διαδικασία της λειτουργικής παραλαβής τους.

  • Ορισμός κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας:
    ΣΧΟΛΙΟ
    Χρειάζεται αλλαγή στη διατύπωση του ορισμού.
    ……………….
    Ο συντελεστής μετατροπής της ενέργειας τελικής χρήσης σε πρωτογενή ενέργεια ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει επιτέλους :
    1.Να αλλάξει, διότι στην χώρα έχει μειωθεί (από 2,9 το 2012 σε μικρότερο από 2 το 2020), λόγω της διείσδυσης των ΑΠΕ και της μείωσης της συμβολής του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα
    2.Να σταματήσει να είναι στατικός, διότι ήδη οι πάροχοι, εξαιτίας της μεταβολής στο μείγμα που χρησιμοποιούν ανά μήνα μεταβάλουν τον δείκτη τους συνεχώς
    3.Ο δείκτης αυτός εφόσον ισχύει το καθεστώς εγγυήσεων προέλευσης, να είναι δυναμικός και προσαρμοσμένος ανά καταναλωτή με βάση τον πάροχο που επιλέγει
    4.Αντιστοίχως να υπάρχει δυναμικός υπολογισμός του συντελεστή CO2 kg/kWh ανά καταναλωτή με βάση το μείγμα του παρόχου του. Ενδεικτικά (και πολύ πρόχειρα) προτείνεται να υπολογίζεται για κάθε καταναλωτή ξεχωριστά ο μέσος σταθμικός συντελεστής ανάλογα με τους διαφορετικούς παρόχους [i=1…ν] που αγόρασε την ηλεκτρική ενέργεια [Εi]:
    ρCO2=∑(ρi*Ei)/∑(Εi)
    όπου ρi ο μέσος ετήσιος συντελεστής του παρόχου, όπως αυτός δηλώνεται στον ΔΑΠΕΕΠ, ή την ΡΑΕ. Ενώ σε ετήσια βάση για τις αναφορές που αφορούν την Ελληνική επικράτεια ο συντελεστής να υπολογίζεται ομοιοτρόπως από το εκάστοτε μείγμα.
    5. Αν δεν προσαρμοστούν οι συντελεστές μετατροπής σε πρωτογενή ενέργεια και σε εκπομπές ρύπων, θα υπάρχει πρόβλημα, τόσο στις εγχώριες αναφορές προς EE, όσο και στους στόχους που από το 2024 θα παρακολουθούνται με πιο συστηματικό τρόπο σε ότι αφορά τις ΕΞΕ.
    6. Να αναθεωρηθεί-επικαιροποιηθεί ο Οδηγός ενεργειακών ελέγχων