Άρθρο 57: Διαδικασία

1. Μετά την κατάθεση της αίτησης, ο πρόεδρος ορίζει, με πράξη του, εισηγητή ένα από τα μέλη του Συμβουλίου καθώς και την ημέρα και ώρα συζήτησης της αίτησης, η οποία δεν μπορεί να απέχει από την κατάθεση ή την παραλαβή της πλέον των τριών μηνών. Η πράξη προσδιορισμού γνωστοποιείται στον αιτούντα ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του και στον Υπουργό Οικονομικών με φροντίδα του γραμματέα σαράντα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης, με τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του γραμματέα.
2. Ο αιτών μνημονεύει στην αίτησή του το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αναφέρει τις αναβολές που τυχόν δόθηκαν με πρωτοβουλία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, περιγράφει συνοπτικά τα ανακύψαντα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, λαμβάνει θέση επί της πολυπλοκότητας αυτών και προσκομίζει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία προς απόδειξη των ανωτέρω.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο απαντά επί των προβαλλομένων λόγων περί υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη δικονομική συμπεριφορά του αιτούντος κατά την εξέλιξη της δίκης, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνει αναγκαίο για τη διάγνωση της υπόθεσης.
4. Ο αιτών παρίσταται ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και το Δημόσιο με μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους κατά τις διέπουσες τη λειτουργία του διατάξεις. Η συζήτηση των υποθέσεων γίνεται δημόσια και η ανάπτυξή τους προφορικώς ή και εγγράφως. Κατά τη συζήτηση τηρούνται συνοπτικά πρακτικά από το γραμματέα. Για την παράσταση του αιτούντος, ο πληρεξούσιος δικηγόρος καταβάλλει ένσημα παράστασης και γραμμάτιο προείσπραξης που καθορίζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών.
5. Η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη εάν μέχρι την συζήτησή της δεν προσκομισθεί αποδεικτικό καταβολής παραβόλου. Επί απορρίψεως της αιτήσεως, το αρμόδιο Συμβούλιο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, επιβάλλει υπέρ του Δημοσίου δαπάνη, ανερχόμενη έως και στο πενταπλάσιο του ύψους του παραβόλου. Το παράβολο ορίζεται σε εκατό (100) ευρώ και το ύψος του δύναται να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
6. Η απόφαση του Συμβουλίου εκδίδεται εντός έξι μηνών από τη συζήτηση της αίτησης.