Άρθρο 113: Καταργούμενες διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται:

  • 26 Δεκεμβρίου 2011, 14:53 | Α.Γ.

    Το παρόν νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται από καλές προθέσεις, οι οποίες όμως ευρίσκονται εκτός δικηγορικής, δικαστικής και διοικητικής πραγματικότητας. Οι τροποποιήσεις που επέρχονται στις διατάξεις του δικαίου της εκτελέσεως και των ασφαλιστικών μέτρων είναι απολύτως ισοπεδωτικές και απλώς φανερώνουν την πρόθεση του νομοθέτη να θυσιάσει στον βωμό της ταχύτητας την ορθότητα και την ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων. Ενόψει του γεγονότος ότι ήδη το νομοσχέδιο αυτό έχει εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο, κάθε συζήτηση ή διαβούλευση επ’ αυτού μάλλον διαφαίνεται μάταιη. Πάντως, στις καταργούμενες διατάξεις, ευχής έργον θα ήταν να περιληφθεί και το άρθρο 70 του πρόσφατου νόμου 3994/2011, με το οποίο απαιτείται κατάθεση δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές. Τέτοιου είδους φοροεισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα απαξιώνουν τον θεσμικό ρόλο της δικαιοσύνης και δεν μπορούν να περιστείλουν την άσκηση προπετών και αβάσιμων αγωγών (βλ. Αιτιολογική έκθεση του ν. 3994/2011). Άλλωστε, προκαταβολικώς καμία δικαστική ενέργεια δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί προπετής και αβάσιμη, η δε επιβάρυνση των αναγνωριστικών αγωγών με κατάθεση δικαστικού ενσήμου μόνον σε μείωση των αγωγικών κονδυλιών της ηθικής βλάβης μπορεί να οδηγήσει, κάτι που όμως μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς τη λήψη του ως άνω προδήλως δυσανάλογου προς τον σκοπό που κατατείνει μέτρου. Είναι περιττό να ειπωθεί ότι η περιστολή των προδήλως αβασίμων αγωγών επιτυγχάνεται πρωτίστως με τη χρηστή άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος. Τη μη χρηστή άσκηση αυτού όμως δεν πρέπει να επιβαρύνεται ο ατυχής διάδικος…

  • 22 Δεκεμβρίου 2011, 09:25 | Φαίδων Δημόπουλος, Δικηγόρος, D.E.S.S.

    Μεταξύ των καταργούμενων διατάξεων πρέπει να περιληφθούν και τα αναχρονιστικά και αντισυνταγματικά άρθρα 169, 171, 172 ΚΠολΔ. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν την επιβολή, με προδικαστική απόφαση του δικάζοντος δικαστηρίου, εγγυοδοσίας σε βάρος του ενάγοντος, του κυρίως παρεμβαίνοντος ή του ασκήσαντος ένδικο μέσο προκειμένου να καλυφθούν τα τυχόν δικαστικά έξοδα του εναγομένου, του καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή του καθ’ ου το ένδικο μέσο. Η εγγυοδοσία αυτή διατάσσεται κατόπιν αιτήματος του εναγομένου, του καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή του καθ’ ου το ένδικο μέσο, που μπορεί να προβληθεί σε κάθε βαθμίδα δικαιοδοσίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμα. Κατά την κρατούσα μάλιστα νομολογία του Αρείου Πάγου επί των διατάξεων αυτών, αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, το μόνο πράγμα που πρέπει να εξετάσει το δικαστήριο είναι η οικονομική κατάσταση του ενάγοντος/κυρίως παρεμβαίνοντος/ασκούντος το ένδικο μέσο. Εάν κριθεί ότι η οικονομική του κατάσταση είναι κακή, τότε το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ’ όψη του μόνον το στοιχείο αυτό, διατάσσει την εγγυοδοσία και τάσσει προθεσμία εκπληρώσεώς της, οφείλει δε κατά τον Άρειο Πάγο)να μην εξετάσει καθόλου το περιεχόμενο της αγωγής, ούτε και να εκτιμήσει πιθανότητες ευδοκίμησής της, εν όλω ή εν μέρει. Όσο η επιβληθείσα εγγυοδοσία δεν καταβάλλεται, απαγορεύεται στο δικαστήριο να προχωρήσει στην κατ’ ουσία εξέταση της υποθέσεως (άρθρο 171 ΚΠολΔ), ενώ εάν περάσει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία εγγυοδοσίας, η υπό κρίση αγωγή/κυρία παρέμβαση/ένδικο μέσο θεωρούνται ως αυτοδικαίως ανακληθέντα, ο δε εναγόμενος/καθ’ ου η κυρία παρέμβαση/καθ’ ου το ένδικο μέσο μπορεί να ζητήσει με αίτησή του (172 ΚΠολΔ) να αποφασίσει το δικαστήριο ότι ανακλήθηκε η εναντίον του αγωγή/κυρία παρέμβαση/ένδικο μέσο.
    Τα άρθρα 169, 171, 172 ΚΠολΔ αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, στην 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (αφού επιφέρουν ανάκληση της αγωγής και της συναφούς περιουσιακής αξίωσης του ενάγοντος) και 21 και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαγορεύουν διακρίσεις σε βάρος πολιτών λόγω της περιουσίας τους και επιτάσσουν την διασφάλιση ίσης πρόσβαση όλων στη δικαιοσύνη. Για τη συνταγματικότητα των άρθρων αυτών είχαν διατυπωθεί αμφιβολίες κατά παλαιότερη αναθεώρηση του ΚΠολΔ (Ν. Φραγκίστας), και ειδικότερα ότι αυτή η ρύθμιση «ενδέχεται να εμποδίση τους οικονομικώς ασθενείς εις την δικαστική επιδίωξιν των δικαιωμάτων των», όπερ απεδείχθη έκτοτε ότι πράγματι συμβαίνει στη δικαστηριακή πρακτική (βλ. (Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή ανάλυση (κατ’ άρθρο), Αθήνα 1996, σελ. 975). Aπό τη νομολογία έχει υποστηριχθεί ότι οι ως άνω διατάξεις δεν παραβιάζουν το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με μόνα επιχειρήματα ότι «αποβλέπουν στην εξασφάλιση της αμοιβής των δικηγόρων του εναγομένου/καθ’ ου η κυρία παρέμβαση/καθ’ ου το ένδικο μέσο» και ότι δήθεν «περιορίζουν την καταχρηστική προσφυγή στην δικαιοσύνη». Αμφότερα τα επιχειρήματα αυτά είναι προφανώς αβάσιμα. Οι αμοιβές των δικηγόρων δεν αποτελούν συνταγματικά προστατευόμενο αγαθό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να καμφθεί, χάρις αυτών, το -κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ και άρα, έχον υπέρτερη νομική ισχύ- δικαίωμα κάθε πολίτη, ιδίως οικονομικά ασθενούς, να προσφύγει στην δικαιοσύνη και να δικαστεί κατ’ ουσία η υπόθεσή του από τον φυσικό του δικαστή. Περαιτέρω, η κρίση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος είναι, εκ φύσεως, κρίση ουσίας, εκφερόμενη ad hoc σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεχόμενη η ανωτέρω άποψη ότι όσοι, όντας οικονομικά αδύναμοι (και αποκλειστικά εκ του λόγου αυτού, αφού το ένδικο βοήθημα ή μέσο τους -κατά την ιδία πάντοτε άποψη- ουδόλως εξετάζεται κατ’ ουσίαν), προσφεύγουν δικαστικώς για διεκδίκηση των αξιώσεών τους, ενεργούν καταχρηστικά (!), καταστρατηγεί την ίδια την έννοια της καταχρηστικότητας, προβαίνοντας σε απαράδεκτη και μη νόμιμη αόριστη γενίκευση, αναιρώντας την βασική ουσιαστική προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας αξιώσεως ως καταχρηστικά ασκουμένης, η οποία είναι η εξατομικευμένη και κατά περίπτωση κρίση ουσίας επί της εκάστοτε συγκεκριμένης υποθέσεως!
    Η προβλεπόμενη στο άρθρο 170 ΚΠολΔ μη εφαρμογή της ανωτέρω εγγυοδοσίας, όταν στο πρόσωπο του ενάγοντος/κυρίως παρεμβαίνοντος/ασκούντος το ένδικο μέσο συντρέχει το ευεργέτημα της πενίας, δεν αντισταθμίζει τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα των διατάξεων, αφού αφενός τέτοιο ευεργέτημα δεν χορηγείται σε νομικά πρόσωπα (αντιθέτως, η εγγυοδοσία του άρθρου 169 ΚΠολΔ εφαρμόζεται σε βάρος και όσων ν.π. τελούν σε πτώχευση, στερώντας έτσι από κάθε σύνδικο εταιρείας που, στις τρέχουσες συνθήκες μάλιστα, πτώχευσε, το δικαίωμα να διεκδικήσει τις έναντι τρίτων απαιτήσεις της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται!), αλλά και σε κάθε φυσικό πρόσωπο που, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις της «πενίας», ενάγει αντίδικο που π.χ. του υπεξαίρεσε μεγάλο ποσό ή το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο. Εν ολίγοις, άπαξ και ο αντίδικος κατέστρεψε κάποιον οικονομικά, προβάλλοντας την ένσταση εγγυοδοσίας μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα πρόσβασής του σε δίκη και τις έννομες συνέπειες για τον ίδιο…
    Οι ανωτέρω διατάξεις του ΚΠολΔ και οι διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων περί ελάχιστου ποσοστού δικηγορικών αμοιβών είναι επίσης παρωχημένες, αφού πλέον η αμοιβή του δικηγόρου μπορεί να συμφωνηθεί και κατώτερη του γραμματίου, το δε έργο του δικηγόρου του εναγομένου/καθ’ ου η κυρία παρέμβαση/καθ’ ου το ένδικο μέσο έχει ήδη ολοκληρωθεί κατά την έκδοση της απόφασης περί εγγυοδοσίας και επομένως από κανένα «κίνδυνο» δεν διασφαλίζεται ο εναγόμενος. Τα αστικά δικαστήρια λαμβάνουν μάλιστα υπ’ όψιν τις διατάξεις του Κώδικα περί δικηγόρων, χωρίς ο αιτών την εγγυοδοσία να προσκομίζει παραστατικά που αποδεικνύουν ότι προέβη αληθώς σε καταβολή του αιτουμένου ποσού εγγυοδοσίας, ακόμα και όταν ο δικηγόρος του απασχολείται από αυτόν επί παγία αντιμισθία (οπότε αυτός δεν δικαιούται και δεν λαμβάνει αμοιβή κατά τον Κώδικα περί δικηγόρων), ευνοώντας φαινόμενα αδικαιολόγητου πλουτισμού του αιτούντος διαδίκου για ανύπαρκτες δικηγορικές αμοιβές. Καθώς μάλιστα για τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης δεν υφίσταται ανώτατο όριο (πλαφόν) σε δίκες με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, έχει συμβεί να επιβληθεί από το Πρωτοδικείο Αθηνών σε ενάγοντα, για (θεωρητική, αφού ουδεμία αξιολόγηση της αγωγής του έγινε) ενδεχόμενη μελλοντική δικαστική δαπάνη του αντιδίκου εγγυοδοσία ποσού υψηλότερου της απαίτησης της αγωγής του, με συνέπεια την ανάκληση της αγωγής του !! Μutatis mutandis, η Ολομέλεια του ΣτΕ (647/2004) έχει κρίνει ότι η καταβολή παραβόλου υπολογιζομένου σε 5% του επίδικου ποσού, χωρίς ύπαρξη ανωτάτου ορίου (πλαφόν) σε δίκες με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο, αντίκειται στο άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος. Αντιστοίχως, το άρθρο 41 της ΕΣΔΑ για τις δικαστικές δαπάνες, επιτάσσει την απόδοσή τους στον νικήσαντα διάδικο μόνον εάν έχουν πράγματι γίνει οι δαπάνες αυτές, υπό τον όρο προσκόμισης των αντίστοιχων δικαιολογητικών και εφόσον κριθεί ότι ήταν αναγκαίες και εύλογες ως προς το ύψος τους, κάτι που δεν διασφαλίζει ο ΚΠολΔ.
    Στην πράξη, οι διατάξεις των άρθρων 169, 171, 172 ΚΠολΔ έχουν τύχει εφαρμογής ιδίως σε «δύσκολες» για ορισμένους εναγομένους υποθέσεις με μεγάλο χρηματικό αντικείμενο (και μάλιστα όχι κονδυλίων ηθικής βλάβης), αλλά με διόλου «προφανώς αβάσιμες» αγωγές, όπου η επιβληθείσα εγγυοδοσία δεν αντιστοιχεί σε πράγματι καταβληθείσες από τους εναγομένους δικηγορικές αμοιβές, αλλά αποσκοπεί στον αποκλεισμό των αντιδίκων από την κρίση ουσίας. Λειτουργούν επομένως προς μία μόνον κατεύθυνση: την αρνησιδικία σε βάρος οικονομικά ασθενών διαδίκων, με μόνο κριτήριο την περιουσιακή τους κατάσταση και χωρίς κανένα θεμιτό λόγο. Πέραν των άλλων, εκθέτουν σε κίνδυνο μελλοντικής καταδίκης της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για στέρηση του δικαιώματος σε δίκαια δίκη. Η κατάργησή τους, στο επιγραφόμενο «περί δίκαιας δίκης» υπό δημοσία διαβούλευση νομοσχέδιο, είναι επομένως επιβαλλόμενη.