Άρθρο 24 Όροι και Ορισμοί

1.    Ραδιο: Γενικός όρος που εφαρμόζεται στη χρήση των ραδιοκυμάτων.

2.    Ραδιοκύματα (ή ερτζιανά κύματα): Ηλεκτρομαγνητικά κύματα των οποίων η συχνότητα είναι κατόπιν συμφωνίας κατώτερη των 3 000 GHz, που διαδίδονται στο χώρο χωρίς τεχνητό οδηγό.

3.    Ραδιοεπικοινωνία: τηλεπικοινωνία δια ραδιοκυμάτων

4.    Ραδιοηλεκτρονική συσκευή: Οποιαδήποτε συσκευή που κατά τη λειτουργία της χρησιμοποιεί ραδιοκύματα.

5.    Ραδιοηλεκτρονικό σύστημα: Συνδυασμός διαφόρων συσκευών, ραδιοηλεκτρονικών και μη, καθώς και εξαρτημάτων μετά των παρελκομένων τους που λειτουργούν συνδυαστικά ως ένα αυτόνομο σύστημα.

6.    Ράδιο-εγκατάσταση: Σύνολο ραδιοηλεκτρονικών συσκευών και συστημάτων τοποθετημένων σε ένα χώρο ή σε διάσπαρτους γεωγραφικά χώρους κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους, μετά των απαραίτητων παρελκομένων τους και υποστηρικτικών μηχανημάτων, για την επίτευξη κάποιας υπηρεσίας ή την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού.

7.    Ραδιοηλεκτρονικός Α’: Φυσικό πρόσωπο, που γνωρίζει τον τρόπο που εκτελούνται συγκεκριμένες εργασίες επί ραδιοηλεκτρονικών συσκευών, συστημάτων  και εγκαταστάσεων.  Με τη χορήγηση σε αυτόν επαγγελματικής άδειας εργασίας, δηλώνεται ότι έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία και είναι κατάλληλος να προβαίνει, σε έρευνα, στη μελέτη, σχεδίαση, ανάλυση, επίβλεψη κατασκευής, εγκατάστασης και λειτουργίας, ποιοτικού ελέγχου, συντήρηση και επισκευή, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί πάσης φύσεως ραδιοηλεκτρονικών συσκευών, συστημάτων και εγκαταστάσεων οποιασδήποτε πολυπλοκότητας σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης. Επίσης εκπονεί μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, μελέτες που αφορούν την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και τα επίπεδα εκπομπής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που σχετίζονται με τα ανωτέρω αντικείμενα.

8.    Ραδιοηλεκτρονικός Β’: Φυσικό πρόσωπο, που γνωρίζει τον τρόπο που εκτελούνται συγκεκριμένες εργασίες επί ραδιοηλεκτρονικών συσκευών, συστημάτων και εγκαταστάσεων.  Με τη χορήγηση σε αυτόν επαγγελματικής άδειας εργασίας, δηλώνεται ότι έχει την απαιτούμενη γνώση και εμπειρία και είναι κατάλληλος να προβαίνει στη μελέτη, σχεδίαση, ανάλυση, επίβλεψη κατασκευής, εγκατάστασης και λειτουργίας, ποιοτικού ελέγχου, συντήρηση και επισκευή, διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ραδιοηλεκτρονικών συσκευών, συστημάτων και εγκαταστάσεων αντίστοιχης πολυπλοκότητας με τη γνώση και την εμπειρία του, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης.

9.    Ραδιοτεχνικός  Α’: Φυσικό πρόσωπο, που γνωρίζει τον τρόπο που  εκτελούνται συγκεκριμένες εργασίες επί ραδιοηλεκτρονικών συσκευών συστημάτων και εγκαταστάσεων που προβλέπονται για την άδεια αυτή. Με τη χορήγηση σ’ αυτόν επαγγελματικής άδειας εργασίας δηλώνεται ότι έχει την απαιτούμενη γνώση και την εμπειρία και είναι κατάλληλος να προβαίνει στην εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή ραδιοηλεκτρονικών συσκευών καθώς και την εκπόνηση, συντήρηση και επισκευή ραδιοηλεκτρονικών συστημάτων και εγκαταστάσεων αντίστοιχης πολυπλοκότητας με τη γνώση και την εμπειρία του, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης.  Επιπροσθέτως δύναται να εργασθεί ως τεχνικό προσωπικό μιας ομάδας εργασίας για την επισκευή μιας ραδιοηλεκτρονικής συσκευής καθώς και για την εκτέλεση ή διαρρύθμιση ραδιοηλεκτρονικών συστημάτων και εγκαταστάσεων, πέραν αυτών που έχει δικαίωμα από την άδειά του ή να προσφέρει οποιαδήποτε τεχνική βοήθεια χρειαστεί ο επικεφαλής ραδιοηλεκτρονικός Α’ ή Β’ της ομάδας.

10.  Ραδιοτεχνικός Β’: Φυσικό πρόσωπο, που γνωρίζει τον τρόπο που εκτελούνται συγκεκριμένες εργασίες επί ραδιοηλεκτρονικών συσκευών, συστημάτων και εγκαταστάσεων που προβλέπονται για την άδεια αυτή.  Με τη χορήγηση σ’ αυτόν επαγγελματικής άδειας εργασίας δηλώνεται ότι έχει την απαιτούμενη γνώση και την εμπειρία και είναι κατάλληλος να προβαίνει στην εγκατάσταση, συντήρηση και επισκευή ραδιοηλεκτρονικών συστημάτων και εγκαταστάσεων καθώς και την εκπόνηση, συντήρηση και επισκευή εγκαταστάσεων αντίστοιχης πολυπλοκότητας με τη γνώση και την εμπειρία του, σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και της επιστήμης.  Επιπροσθέτως, δύναται να εργασθεί ως βοηθητικό τεχνικό προσωπικό μιας ομάδας εργασίας για την επισκευή μιας ραδιοηλεκτρονικής συσκευής καθώς και για την εκτέλεση ή διαρρύθμιση μίας εγκατάστασης, πέραν αυτών που έχει δικαίωμα από την άδειά του ή να προσφέρει οποιαδήποτε τεχνική βοήθεια χρειαστεί ο επικεφαλής ραδιοηλεκτρονικός Α’ ή Β’ ή ο ραδιοτεχνικός Α της ομάδας.

11.  Ραδιοηλεκτρονικό εργαστήριο: Χώρος κατάλληλα διαρρυθμισμένος και εξοπλισμένος, στον οποίο πραγματοποιούνται εργασίες που αφορούν τις ραδιοηλεκτρονικές συσκευές, συστήματα και εγκαταστάσεις από πρόσωπα που διαθέτουν τη σχετική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ραδιοηλεκτρονικού ή και του ραδιοτεχνίτη.

  • 2 Ιανουαρίου 2011, 15:07 | Τσατάλας Στυλιανός

    Ίσως θα έπρεπε, για λόγους σαφήνειας, να αναφέρεται στο παρόν άρθρο ότι ο όρος «Ραδιοηλεκτρονικός» αποτελεί αντικατάσταση του όρου «Ραδιοηλεκτρολόγος» αφού στην ουσία πρόκειται για την ίδια άδεια.

  • 31 Δεκεμβρίου 2010, 19:28 | apostolos

    Γιατί η αλλαγή του όρου απο Ραδιοηλεκτρολόγος σε Ραδιοηλεκτρονικός; Υπάρχει πρόβλεψη στο νομοσχέδιο ότι η αλλαγή του ονόματος δεν θα επιφέρει καμία αλλαγή στα επαγγελματικά δικαιώματα των ραδιοηλεκτρολόγων; Νομίζω η αλλαγή του ονόματος δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται και μπορεί να περιπλέξει την κατάσταση αφού ίσως θα πρέπει να γίνουν αλλαγες και σε άλλα νομοσχέδια