1. Συστήνεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας το οποίο αποτελείται από 21μέλη και συγκροτείται:
i. Από το Γενικό Γραμματέα Χωροταξίας και Αστικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΚΑ ως Πρόεδρο
ii. Από έναν εκπρόσωπο των Ένωσης Περιφερειών Ελλάδος (ΕΝΠΕ)
iii. Από έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ)
iv. Από έναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ)
v. Από έναν εκπρόσωπο του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤΕΕ)
vi. Από έναν εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΟΕΕ),
vii. Από έναν εκπρόσωπο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ)
viii. Από έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ)
ix. Από έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (ΚΕΕΕ)
x. Από έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ)
xi. Από έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ)
xii. Από έναν εκπρόσωπο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ)
xiii. Από έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ)
xiv. Από έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ)
xv. Από έναν εκπρόσωπο από το Σύλλογο Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ)
xvi. Από έναν εκπρόσωπο του Συνδέσμου Ελλήνων Περιφερειολόγων (ΣΕΠ)
xvii. Από έναν εκπρόσωπο από το Σύλλογο Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ)
xviii. Από δύο μέλη εκπροσώπους από Μη Κυβερνητικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), οι οποίες επιλέγονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής με βάση το κριτήριο της αντιπροσωπευτικότητας.
xix. Από δύο μέλη Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (Α.Ε.Ι.) που έχουν εκλεγεί στο γνωστικό αντικείμενο της χωροταξίας-πολεοδομίας. Τα μέλη της περίπτωσης αυτής ορίζονται από τον Υπουργό Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
2. Οι εκπρόσωποι των φορέων (ii)-(xviii) ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τις διοικήσεις τους, μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την αποστολή σχετικής πρόσκλησης από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Μετά το πέρας του ως άνω διαστήματος το Συμβούλιο συγκροτείται και λειτουργεί ακόμη και εάν δεν έχουν ορισθεί ένας ή περισσότεροι εκπρόσωποι των φορέων της παραγράφου 1. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχει ορισθεί τουλάχιστον το 50% των μελών του για να συγκροτηθεί.
3. Συστήνεται επίσης εκτελεστική επιτροπή, η οποία αποτελεί συλλογικό, συντονιστικό και εκτελεστικό όργανο του Εθνικού Συμβουλίου και συγκροτείται από:
1) Τον πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου
2) Εκπρόσωπο ΤΕΕ
3) Εκπρόσωπο ΚΕΔΕ
4) Εκπρόσωπο ΕΝΠΕ
5) Μέλος ΔΕΠ
4. Το Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Επίσης με απόφαση του Υπουργού ΠΕΚΑ ορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας του Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για τη λειτουργία τους. Η γραμματειακή και τεχνική υποστήριξή τους παρέχεται από την αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠΕΚΑ.
5. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής είναι τριετής. Δύναται να παραταθεί για διάστημα ενός (1) έτους με απόφαση Υπουργού ΠΕΚΑ εφόσον προκύπτει αιτιολογημένα από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΥΠΕΚΑ.
6. Το Συμβούλιο αποτελεί όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης για θέματα ιδιαίτερης σημασίας που αφορούν την άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης. Ειδικότερα υποβάλλει άποψη για την Εθνική Χωροταξική Πολιτική και για τα Στρατηγικά Χωροταξικά Πλαίσια κατά τις διατάξεις του παρόντος. Συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο ή εκτάκτως κατά την κρίση του Προέδρου.
7. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για την υποβολή απόψεων κατά τη διαδικασία κατάρτισης των χωροταξικών σχεδίων περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα.
8. Οι απόψεις, παρατηρήσεις και προτάσεις του Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής υποβάλλονται προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
9. Για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων τους, το Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή δύνανται να ζητούν στοιχεία και πληροφορίες από όλους τους αρμόδιους φορείς και υπηρεσίες, οι οποίοι οφείλουν να τις παρέχουν εγκαίρως. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου μπορεί να καλεί εκπροσώπους των παραπάνω φορέων και υπηρεσιών να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους στις συνεδριάσεις τόσο του Συμβουλίου όσο και της Εκτελεστικής Επιτροπής, οι οποίοι και υποχρεούνται να προσέλθουν σε αυτές.
10. Το Συμβούλιο δύναται να υποβάλει απόψεις, μετά από πρόταση του Υπουργού ΠΕΚΑ, και επί άλλων θεμάτων αρμοδιότητας του Yπουργείου.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΤΑΚΤΩΝ (ΣΕΠΟΧ)
http://www.sepox.gr
Γαμβέττα 6, 10678, Αθήνα, 5ος όροφος
τηλ./φαξ: +30 210 3820076, e-mail: sepox@hotmail.com, sepox@tee.gr
Αθήνα 21.05.2014
Α.Π. 21
ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
“Χωροταξικός και Πολεοδομικός Σχεδιασμός”
Σχόλια – παρατηρήσεις του ΣΕΠΟΧ
1. Γενικές διαπιστώσεις
O ΣΕΠΟΧ ως ο συλλογικός επιστημονικός φορέας των Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών και ως εκπρόσωπός τους στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ρόλο την προστασία και την προαγωγή του επιστημονικού πεδίου της Χωροταξίας και Πολεοδομίας αλλά και της εφαρμογής της ως δημόσιας πολιτικής, καθώς και της άσκησης του επαγγέλματος του Χωροτάκτη και Πολεοδόμου στα πλαίσια της επιστημονικής δεοντολογίας και του δημοσίου συμφέροντος που αμφίδρομα συνδυάζεται με αυτή, εκφράζει την κάθετη διαφωνία για τον τρόπο που διεξάγεται η διαδικασία της «μεταρρύθμισης» γύρω από τη βασική (κατά συνταγματική επιταγή) νομοθεσία του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Πριν από δύο χρόνια ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ΥΠΕΚΑ η επεξεργασία και η συζήτηση με τους σχετικούς φορείς, επιστημονικούς και κοινωνικούς, επί συγκεκριμένων θεμάτων με στόχο την απλοποίηση και επιτάχυνση κυρίως του πολεοδομικού σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο ((local planning – πολεοδομικές μελέτες). Η διαδικασία αυτή, που έδωσε γρήγορα χρήσιμα και συγκεκριμένα αποτελέσματα, απενεργοποιήθηκε λόγω της καθυστέρησης κατάθεσης μιας τελικά επεξεργασμένης πρότασης. Ταυτόχρονα, από τις κατά καιρούς ανακοινώσεις τόσο του ΥΠΕΚΑ όσο και του τύπου διεφαίνετο η ώθηση της «μεταρρύθμισης» προς συνολική και βασική ανατροπή της ισχύουσας χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας με στόχους που υπερέβαιναν το αρχικό σχέδιο του ΥΠΕΚΑ που είχε τεθεί σε συζήτηση με τους Φορείς.
Παράλληλα, στη συγκυρία της κρίσης, με αλλεπάλληλα νομοθετήματα, εισήχθησαν νέα χωροταξικά και πολεοδομικά εργαλεία που επηρέαζαν βασικά σημεία της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας και τις αρμοδιότητες του ΥΠΕΚΑ, ενώ προωθούντο νομοθετήματα σε συγγενείς τομείς που επηρεάζουν τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό -με αποκορύφωμα το πρόσφατο νομοσχέδιο για τον «αιγιαλό»- και θέτουν ζητήματα παραβίασης των συνταγματικών αρχών περί «αειφόρου ανάπτυξης» που τον διέπει.
Όλα τα ανωτέρω είναι γνωστό ότι έχουν δημιουργήσει ένα καθεστώς «κρίσης» στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τόσο στο θεωρητικό επιστημονικό πεδίο (αντιφάσεις που εγγίζουν τη συνταγματική νομιμότητα) όσο και -κυρίως- στο πρακτικό, με την καθυστέρηση του σε εξέλιξη περιφερειακού και τοπικού (ΓΠΣ / ΣΧΟΟΑΠ) χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και ως εκ τούτου της υλοποίησης επενδύσεων, που μόνο ο χωροταξικός σχεδιασμός μπορεί να τους εξασφαλίσει ασφάλεια δικαίου, ταχύτητα και κοινωνική αποδοχή.
Ο ΣΕΠΟΧ έχει έμπρακτα εκφράσει το έντονο ενδιαφέρον των μελών και των οργάνων του για την εξέλιξη της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας, η οποία άπτεται συνολικά ποικίλων πτυχών του επιστημονικού πεδίου της χωροταξίας και της πολεοδομίας, της πρακτικής εφαρμογής της και κυρίως της αναπτυξιακής διαδικασίας της χώρας στο παρόν και στο μέλλον, συμμετέχοντας ενεργά από τις αρχικές φάσεις της διαδικασίας διαβούλευσης.
Θεωρεί ότι η διαβούλευση που επιχειρείται στην παρούσα φάση δεν ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Επιεικώς προωθείται μία εικονική σύντομη διαδικασία εντός των δυο εκλογικών εβδομάδων, στην πραγματικότητα, με αδρανοποιημένους τους βασικούς εταίρους του σχεδιασμού (Αυτοδιοίκηση) και δυσχεραίνοντας τους συλλογικούς φορείς να αντιδράσουν σοβαρά σε ένα νομοσχέδιο που ανατρέπει βασικές ρυθμίσεις (κατάργηση Εθνικού Χωροταξικού – υποβάθμιση περιφερειακού σχεδιασμού, απόλυτη πρόσδεση του υποχρεωτικά μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στην εκάστοτε κυβερνητική μεσοπρόθεσμη πολιτική κλπ.), δίχως καθαρούς στόχους των επιχειρούμενων αλλαγών, ενώ εμπεριέχει σοβαρές ασάφειες και αντιφάσεις που μπορεί να εγγίζουν την συνταγματική συνέπεια.
Ως εκ τούτου απαιτεί σοβαρή συλλογική συζήτηση για να λειτουργήσει θετικά η επιχειρούμενη νομοθετική παρέμβαση.
Στα πλαίσια αυτά ο ΣΕΠΟΧ ζήτησε αρμοδίως την παράταση της διαβούλευσης εκτός της προεκλογικής περιόδου, ώστε να διασφαλισθεί η δυνατότητα διευρυμένης συμμετοχής στο πλαίσιο ενός ουσιαστικού και εποικοδομητικού διαλόγου. Επιπλέον, κινητοποιείται στην κατεύθυνση ανοίγματος ενός σφικτού διαλόγου μεταξύ των εταίρων της θεωρίας και της δράσης στον τομέα του σχεδιασμού (επιστημονικοί, ακαδημαϊκοί, επαγγελματικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς, φορείς με αρμοδιότητες χωρικού σχεδιασμού, ΜΚΟ, ενεργοί πολίτες), ώστε να συνεισφέρει ουσιαστικά στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
2. Βασικές θέσεις ΣΕΠΟΧ – ειδικές παρατηρήσεις
Στην παρούσα φάση καταγράφουμε εν συντομία βασικές θέσεις που διατυπώσαμε στο δημόσιο διάλογο μέχρι σήμερα (και παραμένουν επίκαιρες) και σχόλια σε καίρια ζητήματα (επί της αρχής) που θέτει το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου. Επιφυλασσόμαστε για την δημοσιοποίηση των περαιτέρω λεπτομερών θέσεών μας για την βασική αυτή επιχειρούμενη παρέμβαση στο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, που μπορεί να ανατρέπει βασικές συλλογικές και συναινετικές μέχρι σήμερα αρχές μιας βιώσιμης ανάπτυξης για τη χώρα.
• Είναι παράδοξη η απουσία αναφοράς στη φιλοσοφία, τις αρχές και τους στόχους του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, ακόμη και αν θεωρείται δεδομένη η συσχέτιση με τους Ν. 2742/99 και 2508/97. Επομένως, θα πρέπει να προστεθεί ως άρθρο 01.
• Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, που δεν στηρίζονται σε σαφείς σκοπούς, αρχές και στόχους, αναιρούνται και υποβαθμίζονται κρίσιμα επίπεδα στην «ιεραρχική» διάρθρωση του σχεδιασμού, όπως τα περιφερειακά χωροταξικά (ΠΕΧΩΣ) και ο πολεοδομικός σχεδιασμός προς όφελος των αποσπασματικών Ειδικών Χωρικών Σχεδίων και ενός παρωχημένου ρυμοτομικού σχεδίου.
• Η αιτιολογική έκθεση δεν τεκμηριώνει καθόλου την ανάγκη των προτεινόμενων ρυθμίσεων.
Ουσιαστικά καταργείται ο εθνικού επιπέδου χωροταξικός σχεδιασμός με την υποκατάσταση του «Εθνικού Πλαισίου» από ένα κυβερνητικό κείμενο αρχών για την Εθνική Χωροταξική Πολιτική, το οποίο δεν διασφαλίζει ούτε τον ολοκληρωμένο ούτε τον συντονιστικό (όλων των τομεακών πολιτικών και δράσεων) ρόλο ενός εθνικού χωροταξικού σχεδίου, ούτε όμως και τον μακροπρόθεσμο και βιώσιμο χαρακτήρα ενός τέτοιου σχεδίου, όπως απαιτείται και προδιαγράφεται σε όλα τα κείμενα των διεθνών οργανισμών (Συμβούλιο της Ευρώπης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και την επιστήμη.
• Χωροταξία με στόχο τη «βιώσιμη ανάπτυξη» σημαίνει ισόρροπη ανάπτυξη, ολοκληρωμένος χαρακτήρας του σχεδιασμού της ανάπτυξης, εδαφική συνοχή και δημοκρατική διακυβέρνηση και πάνω απ’ όλα τη διαφύλαξη του συνόλου των πόρων της επικράτειας και την άριστη διαχείρισή τους. Τα σοβαρά και μακροπρόθεσμα επενδυτικά σχέδια προϋποθέτουν αυτούς τους όρους και αυτές τις πρακτικές.
Όλα αυτά επιβάλλουν ολοκληρωμένο διατομεακό συντονισμό, συμμετοχή «εταίρων» και δημοκρατική διακυβέρνηση / αυτοδιοίκηση με «ρόλο – αρμοδιότητες» σ’ αυτόν (χωροταξία = δημόσια πολιτική και σχεδιασμός συνδεδεμένοι συνδεδεμένη με τη διοικητική δομή και τη διάρθρωση της χώρας). Η ισχύουσα νομοθεσία (Ν.2742/99 και Ν.2508/97) αποτέλεσε μια σημαντική προσπάθεια ενσωμάτωσης καίριων συνιστωσών του σχεδιασμού (αειφορική προσέγγιση, διασύνδεση επιπέδων, «αποκέντρωση» και δημοκρατικός προγραμματισμός, αντιμετώπιση των «πόλεων», ως σύνθετων φαινομένων με διεκδίκηση θεσμοθετημένης έκφρασής τους, συσχέτιση με τον οικονομικό προγραμματισμό κλπ.).
Το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν προωθεί τα αναγκαία αλλά «υποχωρεί» υποβαθμίζοντας σε εξαιρετικά «τομεακό και σχεδιαστικό» τον ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό.
Επισημαίνουμε ότι η αποτίμηση των πραγματικών λόγων των εξαιρετικά μεγάλων καθυστερήσεων «στην ολοκλήρωση των σχεδίων» απουσιάζει.
• Χωροταξία με στόχο τη «βιώσιμη ανάπτυξη» σημαίνει: Μακροπρόθεσμος χαρακτήρας με εταιρική συμφωνία στη βάση αρχών και όχι στη μόνο μεσοπρόθεσμη κυβερνητική πολιτική και τις μεμονωμένες ανατροπές «εκ των άνω» εκτός κανόνων δημοκρατικής διακυβέρνησης του χώρου.
• Κοινωνικός διάλογος και διαβούλευση στα πλαίσια ενός Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας σημαίνει κατ’ ελάχιστο διατήρηση του Συμβουλίου όπως προβλέπεται στον ισχύοντα Ν.2742/99 με πρόεδρο ανεξάρτητο της πολιτικής ηγεσίας και με υποχρέωση γνωμοδότησης και όχι «έκφραση άποψης».
Σε ό,τι αφορά την Εκτελεστική Επιτροπή (άρθρο 3), προτείνεται η ένταξη του ΣΕΠΟΧ, ως κατ’ εξοχήν αρμόδιου επιστημονικού φορέα. Το ΤΕΕ είναι, μεν, συλλογικό όργανο, αλλά με την έννοια αυτή δεν διασφαλίζεται η εξειδίκευση στο αντικείμενο (βλ. σημείο 7, αρμοδιότητες Επιτροπής).
• Το υπάρχον βασικό νομοθετικό πλαίσιο (Ν.2742/99 και Ν.2508/97) έχει κυρίως ανάγκη συμπλήρωσης και όσμωσης με τον αναπτυξιακό και το διοικητικό σχεδιασμό της χώρας και απλοποίησης (επικαλυπτόμενα επίπεδα, ασάφειες και υπερβάσεις «αρμοδιοτήτων» των επιπέδων σχεδιασμού, πολυπλοκότητα αλλά κυρίως έλλειψη βούλησης υποστήριξης της εφαρμογής του, χρονοβόρες διαδικασίες, συγκρούσεις με διαδικασίες που τον εμποδίζουν έως και τον αναιρούν όπως η ΣΜΠΕ ενώ αυτό που απαιτείται είναι ολοκληρωμένη διαδικασία με ενσωμάτωση της ΣΜΠΕ και όχι παράλληλη εκπόνηση της.
Το νομοθέτημα όμως δεν δίνει λύση στο καίριο αυτό θέμα της συσχέτισης χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού και ΣΜΠΕ .Απαιτείται ολοκληρωμένη διαδικασία με ενσωμάτωση της ΣΜΠΕ και όχι παράλληλη εκπόνηση.
• Στο σχέδιο νόμου υπάρχουν σημαντικές ασάφειες και ελλείψεις επιπλέον των διαφωνιών «αρχής». Μια σημαντική συνεισφορά του νομοσχεδίου θα ήταν η σαφής αναφορά σε μηχανισμούς διασφάλισης της ομαλής εξέλιξης των διαφόρων επιπέδων σχεδιασμού, μέσω της τήρησης ελάχιστων προϋποθέσεων, όπως η ύπαρξη μελετών βάσης και υποστηρικτικών εργαλείων.
• Το πλαίσιο έχει ανάγκη «προγραμματισμού» της εφαρμογής / υλοποίησης του πολεοδομικού σχεδιασμού (χρονική ιεράρχηση, τεκμηρίωση επεκτάσεων, ορθολογική διαχείριση οικονομικών πόρων). Η διαφαινόμενη κατάργηση του στρατηγικού – κατευθυντήριου χαρακτήρα των ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ (νυν Τ.Χ.Σ.) θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγιή αναβαθμισμένη ολοκληρωμένη αστική ανάπτυξη.
• Με στόχο την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα προτείνεται ως προς τα επίπεδα σχεδιασμού:
Α) Η διατήρηση του ενιαίου Στρατηγικού Χωροταξικού Πλαισίου (ως το Γενικό Πλαίσιο), ως κατευθυντήριου και συντονιστικού των τομεακών κατευθύνσεων των παραγωγικών τομέων (Ειδικών Πλαισίων που καταργούνται με τη σημερινή τους μορφή) με δυνατότητα κατ’ εξαίρεση εξειδικεύσεων σε ειδικά χωρικά ζητήματα. Γεωπολιτικοί λόγοι και η ανάγκη ένταξης του εθνικού στο κοινοτικό χώρο το καθιστούν απαραίτητο.
Με δεδομένη την έμφαση στην κατάρτιση της αναπτυξιακής πολιτικής για την έξοδο της χώρας από την κρίση, αλλά και της ευρωπαϊκής στρατηγικής της και αξιοποίησης των χρηματοοικονομικών πόρων, ο χωροταξικός σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο και υποστηρικτικό εργαλείο. Εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων (συντονισμός συμπληρωματικότητα, διασύνδεση), των χρηματοδοτούμενων έργων και δράσεων, καθώς και τη διαφάνεια, έγκαιρη προετοιμασία (ωρίμανση των προτάσεων) και διευκόλυνση των διαδικασιών χρηματοδότησης (conditionalities, κ.α.) και τελικώς υλοποίηση. Εν τέλει, παρέχοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση, αυξάνει την διαπραγματευτική ισχύ σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής για αναπτυξιακές δράσεις και προγράμματα.
Μέχρι σήμερα, η πολιτική και διοικητική πρακτική αναπτυξιακού σχεδιασμού συχνά χαρακτηρίζεται από την ένταξη έργων την τελευταία στιγμή, κατά κανόνα αποσπασματικών, των οποίων η προώθηση οφείλεται σε παρέμβαση διαφόρων συμφερόντων. Τα έργα που προτείνονται σπανίως συνδυάζονται και δεν προκύπτουν από ολοκληρωμένο σχεδιασμό.
Η έγκριση του Στρατηγικού Χωροταξικού Πλαισίου μπορεί να γίνεται με ΚΥΑ μετά από γνωμοδότηση του ΕΣΧΣΑΑ. Είναι δυνατόν, κατ’ εξαίρεση, να τροποποιείται και εντός της 5ετίας, εφ’ όσον από την έκθεση αξιολόγησης προκύψει τεκμηριωμένη ανάγκη τροποποίησης, αναθεώρησης, συμπλήρωσης.
Β) Η διατήρηση του Περιφερειακού Πλαισίου (νυν ΠΕΧΩΣ) ως έχει (πλαίσιο και όχι στρατηγική) με κατάλληλη προσαρμογή ώστε να συνδέεται αποτελεσματικά με το Καλλικρατικό ή Διακαλλικρατικό Επίπεδο.
Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, τα περιφερειακά σχέδια -ΠΕΧΩΣ-απαξιώνονται αν και αποτελούν το καθοριστικότερο εργαλείο της αναπτυξιακής διαδικασίας το μεγαλύτερο βάρος της οποίας έχει αναλάβει η περιφερειακή αυτοδιοίκηση.
Eνώ το περιεχόμενό τους αυξάνεται (βλ. α’ φάση των ΤΧΣ που στην ουσία περιλαμβάνεται), ο ρόλος τους υποβαθμίζεται, καθώς υποτάσσονται στην κυβερνητική Χωροταξική πολιτική και τα νέα Ειδικά πλαίσια. Στην ουσία ο ρόλος τους είναι κυρίως εργαλειακός (κατευθύνσεις προς τα χαμηλότερα επίπεδα) και λιγότερο στρατηγικός.
Σχέδια χωρικής ανάπτυξης που εξειδικεύουν και συντονίζουν τις τομεακές πολιτικές και καταγράφουν και παρακολουθούν τις ανάγκες σε υποδομές και εξυπηρετήσεις είναι απαραίτητα εργαλεία για την άρση των παθογενειών της διαχείρισης των χρηματοδοτικών πόρων (απουσία ωρίμανσης, αποσπασματικές εντάξεις έργων και προγραμμάτων, αναποτελεσματικότητα των έργων ακόμα και όταν υλοποιούνται με μεγάλες καθυστερήσεις).
Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής, ο ΣΕΠΟΧ έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει την αναγκαιότητα ουσιαστικής αξιολόγησης των επιπτώσεων και της αποτελεσματικότητας του σχεδιασμού. Θα ανέμενε, λοιπόν, επ’ ευκαιρία του νομοσχεδίου την εγκαθίδρυση ενός κοινού συστήματος σύνθετων δεικτών, ώστε να τεκμηριώνεται επί της ουσίας η ποιότητα των αποτελεσμάτων.
Γ) Η διατήρηση δύο επιπέδων στον Πολεοδομικό σχεδιασμό: του Τοπικού Χωρικού Σχεδίου και του Πολεοδομικού Σχεδίου ( ό όρος ρυμοτομικό σχέδιο είναι επιστημονικά ανεπαρκής και οπισθοδρομικός ως προς την εξέλιξη της πολεοδομικής επιστήμης).
Το τέως ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ βρίσκεται «αποκεφαλισμένο» και διασπασμένο σε επιμέρους μελέτες / θεσμοθετήσεις τμημάτων του Καλλικρατικού δήμου (έστω και όταν πρόκειται για τ. Καποδιστριακούς δήμους) χωρίς συνοχή και «δομικό σχέδιο», δηλαδή χωρίς βασικές αρχές και μεγέθη χωρικής οργάνωσης. Βέβαια οι «στρατηγικές» κατευθύνσεις για τους Καλλικρατικούς δήμους περιέχονται στις αντίστοιχες ΠΕΧΩΣ, αλλά εφόσον οι τελευταίες είναι ακριβώς στρατηγικές και κεντρικά ελεγχόμενες, είναι αδύνατον να έχουν τεκμηρίωση βάσει τοπικών ιδιαιτεροτήτων, ούτε αντίστοιχη κοινωνική νομιμοποίηση!
Στην πραγματικότητα, τα ΤΧΣ έχουν απολέσει κάθε χωροταξικό χαρακτήρα που είχαν τα ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ του Ν.2508/97 (αυτός έχει αναχθεί στις ΠΕΧΩΣ) και έχουν μετατραπεί σε «σεντόνια» χρήσεων γης εντός και εκτός σχεδίου.
Ειδικά Χωρικά Σχέδια (ΕΧΣ): ενώ επιχειρείται η απλοποίηση και μείωση των επιπέδων σχεδιασμού, δημιουργείται το αμφίβολης σκοπιμότητας επίπεδο των ΕΧΣ, τα οποία και αναδεικνύονται σε κυρίαρχα κανονιστικά σχέδια δεσμευτικά για τα ισχύοντα Σχέδια, τα οποία αποτελούν προϊόν ολοκληρωμένου σχεδιασμού και έχουν υιοθετηθεί μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες.
Είναι εμφανής ο κίνδυνος αναίρεσης του χωροταξικού σχεδιασμού, προκειμένου να ικανοποιηθούν μεμονωμένα αιτήματα χωροθέτησης δραστηριοτήτων. Ακόμη πιο κρίσιμη είναι η δυνατότητα τροποποίησης των ΖΟΕ (συμπεριλαμβανομένων όσων θεσμοθετήθηκαν βάσει του Ν.1650/86), σε σχέση με την διαφύλαξη και προστασία περιβαλλοντικά ευαίσθητων περιοχών. Είναι απαράδεκτο να αναγράφεται ρητά ότι οι ΖΟΕ θα αλλάζουν με…’πολεοδομικά κριτήρια’ ! Θα πρέπει τουλάχιστον να απαλειφθεί αυτή η φράση και να τηρηθούν κάποια προσχήματα.
Επομένως, θεωρούμε επιβεβλημένη την αυστηρή οριοθέτηση των Ειδικών Χωρικών Σχεδίων εντός του γενικότερου υπερκείμενου περιφερειακού σχεδιασμού.
• Εκτός των προαναφερόμενων, πρόσθετες παρατηρήσεις αφορούν:
– Ασάφειες με αναπόφευκτες αρνητικές επιπτώσεις που εμπεριέχουν διατυπώσεις όπως: «… κατάργηση διατάξεων που κρίνονται ατελέσφορες για επίτευξη πρακτικών αποτελεσμάτων …» (άρθρο 2), «… μείζονος σημασίας …».
– Αναγκαιότητα επανεξέτασης της κατάργησης του Ρ.Σ. Θεσσαλονίκης.
– Εμπλουτισμό του περιεχομένου του Μητροπολιτικού Σχεδίου, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες αντιλήψεις του σχεδιασμού μητροπολιτικών περιοχών.
– Ως προς την ψηφιοποίηση και καταγραφή των θεσμικών γραμμών κλπ. (άρθρο 1), θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα προβλήματα απόκλισης μεταξύ επίσημων πηγών, συμβατότητας μεταξύ συστημάτων, αλλά κυρίως η εφικτότητα ανταπόκρισης των ΟΤΑ σε σχέση με το επίπεδο τεχνικής ικανότητας.
Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι βάσει των προαναφερόμενων τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα περαιτέρω επεξεργασίας των επιμέρους διατάξεων του νομοσχεδίου και κατά συνέπεια η παράταση της προθεσμίας διαβούλευσης, ώστε να αναδειχθούν κρίσιμες πτυχές και στοιχεία αποτίμησης της έως σήμερα αποτελεσματικότητας από την εφαρμογή σχετικών κατευθύνσεων στα διάφορα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού και να δοθεί η δυνατότητα εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των συντελεστών του σχεδιασμού. Η θεσμοθέτηση του νομοσχεδίου θα σφραγίσει την έκφραση της Αναπτυξιακής Πολιτικής στο Χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα και στις περισσότερες των περιπτώσεων οι αρνητικές επιπτώσεις δεν θα μπορούν να αναιρεθούν.
Αρθρο 3.
Τόσο στο Εθνικό Συμβούλιο, όσον και στην Εκτελεστική Επιτροπή θα πρέπει να συμμετέχουν ως μέλη υπάλληλοι των εμπλεκόμενων Υπηρεσιών του ΥΠΕΚΑ (σε επίπεδο Γενικού Διευθυντή ή/ και Διευθυντή με τους αναπληρωματικούς τους), ώστε να υπάρχει και άμεση παρακολούθηση των εργασιών και δυνατότητα «επί τόπου» ουσιαστικής παρέμβασης, κάτι που δεν διασφαλίζει η απλή γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη.
Η προτεινόμενη από το άρθρο αυτό διαδικασία «διατύπωσης άποψης» αποτελεί κατά την αντίληψή μου έμμεση αλλά σαφή δημόσια ομολογία της αποτυχίας – μέχρι στιγμής – ουσιαστικής εφαρμογής διαδικασιών δημόσιας διαβούλευσης, η οποία και επιχειρείται να υποκατασταθεί με ένα πολυπληθές όργανο, όπου μετέχουν οι «κατά τεκμήριο» εκπρόσωποι των θεωρούμενων ως «κυρίως ενδιαφερομένων». Η δημόσια διοίκηση που διεκπεραιώνει την εφαρμογή των νομοθετημάτων και είναι ένας από τους κύριους αποδέκτες των συνεπειών σφαλμάτων, ελλείψεων κλπ προβλημάτων δεν εκπροσωπείται !!!
Επί της ουσίας του θέματος θεωρώ απολύτως ορθή την άποψη που εξέφρασε η κ.Θεοδότα Νάντσου (WWF Eλλάς)
Άρθρο 3 – Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας
– Πολύ θετικό για τον ΣΕΜΠΧΠΑ είναι το γεγονός ότι υπάρχει πρόβλεψη συμμετοχής εκπροσώπου στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, μετά από 2 σχεδόν δεκαετίες αποκλεισμού από τη διαβούλευση του πλέον αρμόδιου επιστημονικού φορέα, των Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Η συμμετοχή του πιστεύουμε ότι μόνο θετικά μπορεί να συνεισφέρει στις εργασίες του οργάνου.
– Πέραν της διαφοράς ως προς το χωρικό επίπεδο των σχεδίων για τα οποία γνωμοδοτούν, κατά τα άλλα δεν μας είναι σαφής η διαφορά μεταξύ Συμβουλίου και Εκτελεστικής Επιτροπής.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το Συμβούλιο αποτελεί όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης για θέματα ιδιαίτερης σημασίας που αφορούν την άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης» (παρ. 6). Η Εκτελεστική Επιτροπή «αποτελεί συλλογικό, συντονιστικό και εκτελεστικό όργανο του Εθνικού Συμβουλίου» (παρ. 3) και «είναι αρμόδια για την υποβολή απόψεων κατά τη διαδικασία κατάρτισης σχεδίων περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα» (παρ. 7).
– Σε συνέχεια του ανωτέρω, δεν είναι και σαφείς οι λόγοι και τα κριτήρια με βάση τα οποία επιλέχθηκε η συγκεκριμένη σύνθεση για την Εκτελεστική Επιτροπή (συλλογικό, συντονιστικό και εκτελεστικό όργανο).
– Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το πλαίσιο λειτουργίας και οι αρμοδιότητες των οργάνων αυτών, καθώς και να τεκμηριωθεί ή/και επανεξεταστεί η σύνθεση του δεύτερου (Εκτελεστική Επιτροπή).
Στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, όπως αυτό καθορίζεται με το άρθρο 3 παράγραφος 1 δεν προβλέπεται η συμμετοχή εκπροσώπου επαγγελματικού φορέα των μελετητών που εκπονούν γεωλογικές και περιβαλλοντικές μελέτες, κατά τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται συμμετοχή από έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ) και από έναν εκπρόσωπο από το Σύλλογο Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ). Πιστεύουμε επομένως ότι θα έπρεπε να προβλεφθεί η συμμετοχή στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας εκπροσώπου του Συνδέσμου Γεωλόγων Μελετητών Ελλάδας.
Δημήτρης Αργυρίου
Πρόεδρος του Συνδέσμου Γεωλόγων Μελετητών Ελλάδας
ΣΥΝ.ΓΕ.Μ.Ε.)
Στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, όπως αυτό καθορίζεται με το άρθρο 3 παράγραφος 1 προβλέπεται η συμμετοχή εκπροσώπου επαγγελματικού φορέα των μελετητών που εκπονούν γεωλογικές και περιβαλλοντικές μελέτες (ΓΕΩΤΕΕ), κατά τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται συμμετοχή από έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ένωσης Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ) και από έναν εκπρόσωπο από το Σύλλογο Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ).
Αντίστοιχα, πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να προβλεφθεί η συμμετοχή στην Εκτελεστική Επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 3, εκπρόσωπου του ΓΕΩΤΕΕ, του Επιμελητηρίου που εκπροσωπεί τους μελετητές που εκπονούν γεωλογικές και περιβαλλοντικές μελέτες.
Δημητρης Αργυρίου
Πρόεδρος ΣΥνδέσμου Γεωλόγων Μελετητών Ελλάδας
Στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας δεν υπήρξε θέση ούτε για έναν ΝΟΜΙΚΟ !
Οι Νόμοι, τα Διατάγματα, οι Αποφάσεις, οι ΚΥΑ και γενικά όλες οι ενέργειες και λειτουργίες της πολιτείας περιβάλλονται τον τύπο των νομικά επεξεργασμένων κειμένων των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών και άλλων επιτροπών από νομικούς.
Πως είναι δυνατόν, για τα τεχνικά, οικονομικά και πολλά άλλα ζητήματα που θα αναφυούν και θα συζητηθούν από το Εθνικό Συμβούλιο να μην υπάρχει ούτε ένας εκπρόσωπος του νομικού κόσμου ο ποίος θα περιβάλλει με το νομικό επιστημονικό του κύρος τις προτάσεις του τεχνικού αλλά και του επιχειρηματικού κόσμου και θα στοιχίζει αυτές τις προτάσεις σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους Κανονισμούς, τις Οδηγίες και τις αποφάσεις της Ε.Ε, της νομολογίας των δικαστηρίων, εθνικών, κοινοτικών και διεθνών και άλλων Διεθνών Οργανισμών;
Όποιοι έχουν την ευθύνη της κατεύθυνσης και των πολιτικών οδηγιών προς τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για τη σύνταξη του Σχεδίου Νόμου, πρέπει να διορθώσουν την παράλειψη αυτή με την πρόβλεψη στο τροποποιημένο Σχεδίο Νόμου που θα έλθει στη Βουλή προς ψήφιση, την τοποθέτηση στην Επιτροπή ενός έγκριτου Νομικού γνώστη των θεμάτων χωροταξίας και πολεοδομίας.
Επειδή το προτεινόμενο συλλογικό όργανο, Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, είναι ιδιαίτερα πολυπληθές, το οποίο καταρχάς κρίνεται θεμιτό, συγκροτείται όμως αποκλειστικά από αιρετά μέλη και εκπροσώπους ιδιωτικών φορέων και δε θα συμμετέχουν σε αυτό παράγοντες των υπηρεσιών του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης (γεγονός που είναι απαράδεκτο για ένα συλλογικό όργανο της διοίκησης, αφού με την επιλογή αυτή απαξιώνονται οι υπηρεσίες και τα στελέχη τους), είναι απαραίτητο να τεθούν, απευθείας με το νόμο, προϋποθέσεις τεκμηριωμένης επιστημονικής κατάρτισης των μελών του. Οι προϋποθέσεις ειδικότερα ανά μέλος και φορέα, μπορούν να εξειδικευτούν στη συνέχεια με Κ.Υ.Α. συναρμοδίων Υπουργών.
Επίσης, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά η υποχρέωση συμμετοχής των μελών στις συνεδριάσεις του συμβουλίου, αν θα είναι αμοιβόμενη ή μη η συμμετοχή τους, καθώς και να προβλεφθεί από το νόμο πως θα προωθείται περαιτέρω η άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής, σε περίπτωση που το Συμβούλιο δεν έχει εκφράσει απόψεις (π.χ. σε περίπτωση που κατά τις συνεδριάσεις του δεν είχε απαρτία).
Συμφωνώντας με τα τρία προηγούμενα σχόλια (της Θ.Ν για τη WWF Ελλάς, ΕΛ.ΕΤ. Περ. & Πολ. , Μ. Ευαγγ.)εκτιμώ ότι η αντικατάσταση των άρθρων 3 &4 του Ν.2742/1999 με το παρόν άρθρο είναι, από πλευράς δομής των οργάνων και τηρούμενων διαδικασιών, μη λειτουργική και «χαοτική». Ακόμα η απουσία της Γραμματείας και εκπροσώπων της διοίκησης , (έστω ως εισηγητών αφού εκείνοι κάνουν σημαντικό έργο για τη διεκπεραίωση των αντικειμένων) επιτείνει την αοριστία και την αδιαφάνεια στη σύνθεση των απόψεων και την «ομαλή» προώθηση των λαμβανομένων αποφάσεων. Επίσης θα ήταν σκόπιμο το Υπουργείο να εξετάσει τη δυνατότητα «ενοποίησης» παρόμοιων προβλεπόμενων, από πρόσφατους μάλιστα νόμους Οργάνων, χάραξης Στρατηγικών πολιτικών προστασίας του Περιβάλλοντος και του Τοπίου (ενδεικτικά αναφέρω το Ν.3889/2010 – άρθρο 2 για τη Στρατηγική Επιτροπή Περιβαλλοντικής Πολιτικής και το Ν.3827/2010 «Κύρωση της Ευρωπαικής Σύμβασης του Τοπίου» που έχω υπόψη μου) ώστε αφενός να υπάρχει ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των χωρικών πολιτικών που χαράσσονται και υλοποιούνται στο φυσικό και το ανθρωπογεννές περιβάλλον(ενσωμάτωση των στρατηγικών περιβαλλοντικών εκτιμήσεων και της προστατευτέας αξίας των τοπίων) και αφετέρου να εξοικονομούνται δομές ανθρώπινων πόρων σε εποχή που, ιδιαίτερα στη διοίκηση, υπάρχουν τεράστιες ελλείψεις τόσο στην παραγωγή κανονιστικών ή άλλων διοικητικών πράξεων όσο και κυρίως στην παρακολούθηση της εφαρμογής τους.
Ε.Ε.Τ.Ε.Μ.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ
Ο επιστημονικός και επαγγελματικός ενιαίος φορέας οργάνωσης και εκπροσώπησης
των Μηχανικών του τεχνολογικού τομέα ανώτατης εκπαίδευσης
Ταχ. Δ/νση: ΒΕΡΑΝΖΕΡΟΥ 15 –106 77, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 2105227812 – 2105227276
Fax: 2105243701, http://www.eetem.gr – E-mail: eetem@eetem.gr
Παρατηρήσεις επί του άρθρου 3 «Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας»
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 διαπιστώνουμε ότι ο Κλάδος των Διπλωματούχων Μηχανικών –μελών του ΤΕΕ- πολυ-εκπροσωπείται στο εν λόγω συμβούλιο, καθώς συμμετέχουν διάφοροι φορείς Διπλωματούχων Μηχανικών (πχ ΤΕΕ, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, ΣΕΜΠΧΠΑ, ΣΕΠΟΧ κλπ).
Όλοι αυτοί οι φορείς θα μπορούσαν να συμμετέχουν στο Συμβούλιο μέσω ενός κοινού εκπροσώπου, ο οποίος θα απηχεί τις θέσεις όλων, δεδομένου ότι όλοι τους αποτελούν μέλη του Τ.Ε.Ε. Αυτό θα βοηθούσε και στη δημιουργία ενός μικρότερου και πιο ευέλικτου σχήματος, το οποίο θα μπορούσε να παράγει ουσιαστικό έργο.
Αδυνατούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο δεν έχει προβλεφθεί η συμμετοχή της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί Μηχανικοί ΤΕΙ-μέλη της ΕΕΤΕΜ, που έχουν πείρα στο συγκεκριμένο αντικείμενο, τη στιγμή μάλιστα που στο συμβούλιο συμμετέχουν φορείς, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το χωρικό σχεδιασμό.
Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι η Ε.Ε.Τ.Ε.Μ συμμετέχει με εκπροσώπους της σε ανάλογες Επιτροπές – Συμβούλια Υπουργείων, μεταξύ των οποίων και το Υ.Π.Ε.Κ.Α (Επιτροπή επεξεργασίας Τεχνικών Οδηγιών Εφαρμογής του Ν.Ο.Κ, και Επιτροπή σύνταξης Νέου Κτιριοδομικού Κανονισμού).
Επίσης παρά τον πρόσφατο θόρυβο που δημιουργήθηκε από τον τρόπο λειτουργίας και χρηματοδότησης των ΜΚΟ, στο Συμβούλιο προβλέπεται η συμμετοχή δυο εκπροσώπων από Μη Κυβερνητικές Περιβαλλοντικές Οργανώσεις.
Καθώς δεν πιστεύουμε ότι το σύνολο των ΜΚΟ λειτούργει με αδιαφανή τρόπο, θεωρούμε ότι θα πρέπει να αναφέρονται ονομαστικά οι ΜΚΟ (αν κρίνεται ως απαραίτητη η εκπροσώπηση τους), οι οποίες θα συμμετέχουν.
Στο εδάφιο xix. διαπιστώνουμε τη μεροληπτική στάση του Υπουργείου απέναντι στο θεσμό των ΤΕΙ και του εκπαιδευτικού τους προσωπικού, καθώς προβλέπεται η συμμετοχή μόνο μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ – Πανεπιστήμια) που έχουν εκλεγεί στο γνωστικό αντικείμενο της χωροταξίας-πολεοδομίας, ενώ αποκλείονται τα μέλη Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ – ΤΕΙ), τα οποία έχουν ανάλογη εμπειρία και εκπαιδευτικό έργο. Το ίδιο διαπιστώνεται και στην παράγραφο 3.
Στην εκτελεστική επιτροπή (παράγραφος 3) συμμετέχει ένας εκπρόσωπος του ΤΕΕ, το οποίο ωστόσο δεν αποτελεί το φορέα εκπροσώπησης των Μηχανικών Ανώτατης Εκπαίδευσης στο σύνολο τους, καθώς οι Μηχανικοί των ΤΕΙ εκπροσωπούνται από την ΕΕΤΕΜ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω προτείνουμε τις εξής τροποποιήσεις:
Στην παράγραφο 1:
1. Την εκπροσώπηση του Κλάδου των Διπλωματούχων Μηχανικών στο Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξίας, μέσω ενός, ή δυο το πολύ, κοινών εκπροσώπων των φορέων που αναφέρουμε παραπάνω,
2. Τη συμμετοχή εκπροσώπου/ων της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ,
3. Την τροποποίηση του εδαφίου xix έτσι ώστε να δίνεται η δυνατότητα και σε μέλη Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ – ΤΕΙ) να αποτελούν μέλη του Συμβουλίου.
4. Στην περίπτωση που η συμμετοχή ΜΚΟ κριθεί απαραίτητη, τότε θα πρέπει να γίνεται ονομαστική αναφορά των ΜΚΟ που θα εκπροσωπούνται, προκειμένου να αξιολογηθεί η εν λόγω διάταξη.
Στην παράγραφο 3:
1. Συμμετοχή εκπροσώπου/ων της ΕΕΤΕΜ
2. Τροποποίηση του εδαφίου 5 ως εξής: «Μέλος ΔΕΠ ή μέλος ΕΠ»
Με το άρθρο αυτό καταργείται το Εθνικό Συμβούλιο Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΕΣΧΣΑΑ) του άρθ. 4 του ν. 2742/1999. Το ΕΣΧΣΑΑ τώρα αντικαθίσταται με ένα σώμα έκφρασης «άποψης» για θέματα εθνικής χωροταξικής πολιτικής και για τα στρατηγικά χωροταξικά, ενώ για τα περιφερειακά χωροταξικά την άποψη εκφράζει μέσω μιας μικρότερης εκτελεστικής επιτροπής. Το νέο όργανο δεν θα υποβάλλει γνωμοδοτήσεις πλέον αλλά θα περιορίζεται σε υποβολή «απόψεων» (παράγραφος 6), χωρίς νομική σημασία. Πρακτικά, ο κοινωνικός διάλογος και η διαβούλευση θα ασκείται πλέον θα στερείται πλαισίου ουσιαστικής συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία. Επιπλέον, η ανεξαρτησία του νέου αυτού οργάνου καταβαραθρώνεται, καθώς η Προεδρία του ανατίθεται σε πολιτικό πρόσωπο. Αξίζει να υπομνησθεί ότι η ανάθεση το 2013 της προεδρίας του ΕΣΧΣΑΑ στον Γενικό Γραμματέα Χωροταξίας αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαφωνιών από το σύνολο σχεδόν των μελών του συμβουλίου, καθώς η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως πλήγμα στην ανεξαρτησία, αμεροληψία και εύρυθμη λειτουργία του.
Το ΕΣΧΣΑΑ είναι ένα από τα σημαντικότερα όργανα κοινωνικού και επιστημονικού διαλόγου. Από το 2001 και παρά τα όποια προβλήματα παρήγαγε αξιόλογο γνωμοδοτικό έργο και συνεισέφερε στη χωροταξική πολιτική με σημαντικές γνωμοδοτήσεις, παρατηρήσεις και προτάσεις. Παρά το γεγονός ότι κατά τη συζήτηση πολλών από τα ειδικά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού καταγράφηκαν σοβαρές διαφωνίες με τις κατευθύνσεις των υποβληθέντων προς γνωμοδότηση σχεδίων, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις έντονων αντεγκλήσεων μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου (ΥΠΕΧΩΔΕ αρχικά, ΥΠΕΚΑ στη συνέχεια) και μελών του, εντούτοις δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η σημασία της λειτουργίας τέτοιων συλλογικών οργάνων αδιαμφισβήτητου επιστημονικού κύρους, για μια Πολιτεία που οφείλει να σχεδιάζει με διαφάνεια, κοινωνική συμμετοχή και επιστημονική εγκυρότητα. Η πρόκληση θα ήταν να βελτιωθεί η λειτουργία του συμβουλίου αυτού και όχι η κατάργησή του.
i. Βασική διοικητική αρχή επιβάλλει οι ελέγχοντες να μην είναι και ελεγχόμενοι. 17 από τα 21 μέλη είναι είτε εισηγητές του Χωροταξικού Σχεδιασμού (όπως ο Γ.Γ. ΥΠΕΚΑ και σε μικρότερο βαθμό ο εκπρόσωπος της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ) είτε έχουν σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων, αφού εκπροσωπούν επιχειρηματικούς και επαγγελματικούς φορείς, που είναι είτε χρήστες εξαρτώμενοι από τα σχέδια, είτε εκπροσωπούν επιστήμονες που τα εκπονούν. Πιστεύομε ότι μερικοί από τους εκπροσώπους των φορέων πρέπει να αντικατασταθούν από ανεξάρτητα πρόσωπα κύρους (π.χ. προέδρους ανεξαρτήτων Αρχών, δημοσίων φορέων προστασίας του περιβάλλοντος καθηγητές του γνωστικού αυτού αντικειμένου ή δικαστικούς).
ii. Το ΕΣΧ είναι εξ ορισμού γνωμοδοτικό όργανο. Το Σ/Ν το θέλει «όργανο κοινωνικού διαλόγου και διαβούλευσης για θέματα ιδιαίτερης σημασίας που αφορούν την άσκηση της εθνικής χωροταξικής πολιτικής και πολιτικής βιώσιμης ανάπτυξης» που «εκφράζει απόψεις». Όμως γιατί χρειάζεται τέτοιο πολυτελές όργανο (και μάλιστα εν μέσω κρίσεως) για να «εκφράζει απόψεις», χωρίς συνέχεια και συνέπεια. Το ΕΣΧ πρέπει να γνωμοδοτεί προς τη Διοίκηση για την Εθνική Χωροταξική Πολιτική και για τα Στρατηγικά Χωροταξικά Πλαίσια – και μάλιστα μετά ψήφου – κατά το επιτυχημένο πρότυπο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου.
iii. Το γνωμοδοτικό ΕΣΧ δεν μπορεί να έχει στο έργο αυτό εξουσιοδοτημένο εκτελεστικό όργανο το οποίο στην ουσία αποφασίζει, όπως είναι η Εκτελεστική Επιτροπή του Άρθρου 3, παρ. 3, που ορίζεται αρμόδια για τα χωροταξικά σχέδια περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα, δηλαδή τα μόνα που καθορίζουν το κρίσιμο μέγεθος των χρήσεων γης. Σημειώνεται η μειωμένη εκπροσώπηση (με τον Γ.Γ. και τέσσερα μέλη), χωρίς εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό αποτελεί διαφανή προσπάθεια περαιτέρω περιορισμού της ισχύος του ΕΣΧ. Αν η αιτιολογία είναι η διεκπεραίωση του φόρτου εργασίας, τότε η λύση δεν είναι η Εκτελεστική Επιτροπή, αλλά μια ισχυρή και κατάλληλα στελεχωμένη Γραμματεία, κατά τη λεπτομερή πρότασή μας στο συνημμένο κείμενο.
iv. Ο όρος «χωροταξικό σχέδιο περιφερειακού χαρακτήρα» δεν αναφέρεται αλλού. Αναφορά γίνεται στην Περιφερειακή Πολιτική που ορίζεται ως Στρατηγική (άρθρο 6 του Σ/Ν) και για την οποίαν εκπονούνται «Περιφερειακές Χωροταξικές Στρατηγικές» για κάθε περιφέρεια. Είναι αυτές οι Στρατηγικές το «χωροταξικό σχέδιο περιφερειακού χαρακτήρα»;
Μέχρι σήμερα υπήρχε κοινή εκτίμηση ότι η Προεδρία του Οργάνου δεν πρέπει να ανατίθεται σε πολιτικό πρόσωπο. Ηταν ορθότερο να έχει αυτόν τον ρόλο ένα μέλος που θα οριστεί από τον Υπουργό. Στους επιστήμονες που ορίζονται από τον Υπουργό είναι σκόπιμο να προβλέπονται και έμπειροι επαγγελματίες (όχι υποχρεωτικά ακαδημαικοί).
Επίσης είναι λάθος η κατάργηση της Γραμματείας η οποία είναι ένα αναγκαίο όργανο για την τεχνική στήριξη και την προετοιμασία της λήψης απόφασης σε κάθε σύνθετη διαδικασία. Ισως ήθελε βελτίωση το αντικείμενο εργασίας της Γραμματείας και η σύνθεσή της (συμμετοχή στελεχών άλλων δημοσίων φορέων).
Η διάκριση ρόλων μεταξύ Εκτελεστικής Επιτροπής και Συμβουλίου είναι παράδοξη και αναιτιολόγητη (γνωμοδοτούν σε άλλα επίπεδα σχεδίων. Γιατί?). Δεν προκύπτει ότι η ΕΕ αποτελεί συλλογικό, συντονιστικό και εκτελεστικό όργανο του Συμβουλίου, όταν έχει ρόλο να γνωμοδοτεί για κάθε τοπικό σχέδιο.
Παρ. 3, 6, 7. Η σύσταση εκτελεστικής επιτροπής μειωμένης σύνθεσης (5 ατόμων) στην οποία σημειωτέον, συμμετέχει μέλος ΔΕΠ χωρίς να αναφέρεται ο τρόπος επιλογής του στην επιτροπή, εκτιμούμε ότι διαχωρίζει ουσιαστικά το ρόλο του Συμβουλίου από το ρόλο της Ε.Ε. Το πρώτο υποβάλλει άποψη για την Εθνική Χωροταξική Πολιτική και για τα Στρατηγικά Χωροταξικά Πλαίσια, ενώ το δεύτερο υποβάλλει άποψη κατά τη διαδικασία κατάρτισης των χωροταξικών σχεδίων περιφερειακού και τοπικού χαρακτήρα. Ειδικά για την Ε.Ε. εκτιμούμε ότι θα μπορούσε να την βοηθήσει στο έργο της η συμμετοχή δύο ειδικών εμπειρογνωμόνων, με αποδεδειγμένη εικοσαετή πείρα στην εκπόνηση Πολεοδομικών-Χωροταξικών Σχεδίων ο πρώτος και με αποδεδειγμένη εικοσαετή πείρα στην εκπόνηση τοπικών και περιφερειακών αναπτυξιακών προγραμμάτων ο δεύτερος.
Παρ. 4. Εκτιμούμε ότι ο κανονισμός λειτουργίας του Συμβουλίου θα πρέπει να επιτρέπει την παρακολούθηση των συνεδριάσεών του από εκπροσώπους εμπλεκόμενων φορέων και τη συμμετοχή τους με παρεμβάσεις, όχι όμως από ολόκληρες ομάδες πίεσης που υπό το πρόσχημα της συμμετοχής θα επιχειρήσουν να επιβάλλουν τις δικές τους απόψεις στο Συμβούλιο.
Σωτήρης Μηλιώνης – Γ.Γ. Συνδέσμου Ελλήνων Περιφερειολόγων
Από τη σύνθεση του συμβουλίου ποροκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη για την επιστημονική – τεχνική τεκμηρίωση των χωροταξικών Πλαισίων – Σχεδίων ή διατάξεων. Ταυτόχρονα επιχειρείται και η κοινωνική «αποδοχή» μέσα από την εμπλοκή εκπροσώπων μαζικών φορέων.
Απαιτείται να αποσαφηνιστεί ο βαθμός δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Συμβουλίου παρ’ όλο που τόσο ο τίτλος (Συμβούλιο), όσο και ο επεναλαμβανόμενος όρος «άποψη» μάλλον παραπέμπουν σε γνωμοδοτικό παρά δεσμευτικό ρόλο.
Αν όμως ένα τόσο πολυπληθές, τόσο αντιπροσωπευτικό και ταυτόχρονα τόσο δυσκίνητο όργανο έχει μόνο γνωμοδοτικό ρόλο, τότε στις περιπτώσεις αποκλίσεων μεταξύ των απόψεων του Συμβουλίου και των θεσμοθετούμενων διατάξεων, ακυρώνεται η πρόθεση του νομοθέτη για επιστημονική και κοινωνική τεκμηρίωση.
Πρέπει να κριθεί η σκοπιμότητα τέτοιων συμβουλίων, από τι στιγμή που η προγενέστερη εμπειρία είναι αρνητική. Σήμερα, οι σύγχρονες πρακτικές διαβούλευσης έχουν υποκαταστήσει ανάλογα συμβούλια.
Απαρτίζονται από φορείς και μέλη που δεν έχουν σχέση, θεσμική ή πρακτική, με το χωρικό σχεδιασμό.
Ερωτώ :
Υπάρχει κάποιος καλόπιστος που να βεβαιώσει ότι μια επιτροπή 18 !!!!! ατόμων θα μπορεί να διαβουλεύεται;
Δυο τινά θα συμβούν.Η το έργο θα ασκείται μόνο από την εκτελεστική επιτροπή και το Οργανο απλά θα προσκαλείται και θα ακροάται -όσοι έρχονται φυσικά- η δεν θα γίνει τίποτα περισσότερο απο το ότι τα μέλη του οργάνου θα επαυξήσουν το βιογραφικό τους με μία επιπλέον θέση συμβούλου της πολιτείας!!!!
Ελεος..
H άποψη του Εθνικού Συμβουλίου είναι δεσμευτική ή μή δεσμευτική για την πολιτική ηγεσία;