Άρθρο 106 – (άρθρο 113 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) Κοινές αποφάσεις για απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ειδικά για κάθε ίδρυμα

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είτε ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας είτε ως αρμόδια αρχή επιφορτισμένη με την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ καταβάλλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές όσον αφορά τα εξής:
α) την εφαρμογή των άρθρων 65 και 89 του παρόντος νόμου για να καθοριστεί η επάρκεια του ύψους των ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων σχετικά με την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος ιδίων κεφαλαίων για την εφαρμογή της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του παρόντος νόμου σε κάθε επιχείρηση του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση,
β) μέτρα για την αντιμετώπιση σημαντικών ζητημάτων και ουσιωδών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 78 του παρόντος νόμου και όσων αφορούν την ανάγκη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας για το συγκεκριμένο ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 98 του παρόντος νόμου.
2. α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνονται:
αα) για τους σκοπούς της περίπτωσης α) της παραγράφου 1, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89 και την περίπτωση α) της παραγράφου 1 άρθρο 96 του παρόντος νόμου,
ββ) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση β), εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 98 του παρόντος νόμου.
β) Οι κοινές αποφάσεις λαμβάνουν επίσης δεόντως υπόψη την εκτίμηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 65 και 89 του παρόντος νόμου.
γ) Οι κοινές αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και χορηγούνται στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη αρμόδια αρχή. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.
3. α) Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός των περιόδων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 του παρόντος νόμου λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος των προθεσμιών που αναφέρονται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
β) Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 65, 78 και 89, της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 του παρόντος νόμου λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν στο τέλος οιασδήποτε από τις προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του ανωτέρω Κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Οι προθεσμίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 θεωρούνται ως περίοδοι συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον Κανονισμό. Η ΕΑΤ αποφασίζει εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή της περιόδου ενός μηνός, κατά περίπτωση, ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.
γ) Οι αποφάσεις ενσωματώνονται σε ένα έγγραφο με πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνουν υπόψη την εκτίμηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά τις περιόδους που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Το εν λόγω έγγραφο υποβάλλεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
δ) Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογεί τυχόν σημαντική απόκλιση από αυτές.
4. α) Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
β) Οι κοινές αποφάσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 και του άρθρου 98 του παρόντος νόμου. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.