Άρθρο 96 – (άρθρο 104 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ) Εποπτικές εξουσίες

1. Για τους σκοπούς του άρθρου 89, της παραγράφου 4 του άρθρου 90, της παραγράφου 4 του άρθρου 93, των άρθρων 94 και 95 του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την τήρηση ιδίων κεφαλαίων καθ’ υπέρβαση των ελαχίστων όπως ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και αφορούν στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του εν λόγω Κανονισμού,
β) τη βελτίωση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που εφαρμόζονται με βάση τα άρθρα 65 και 66 του παρόντος νόμου,
γ) την υποβολή σχεδίου για τη συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις εκ του παρόντος και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και με ορισμό προθεσμίας για την εφαρμογή του, καθώς επίσης την υποβολή βελτιώσεων του εν λόγω σχεδίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής και την προθεσμία εφαρμογής του,
δ) την εφαρμογή ειδικής, από απόψεως κεφαλαιακής επάρκειας, πολιτικής προβλέψεων ή διαχείρισης των στοιχείων του ενεργητικού,
ε) τον περιορισμό ή την τήρηση ορίων ως προς το είδος και την έκταση των δραστηριοτήτων τους ή το δίκτυό τους ή την εκποίηση στοιχείων του ενεργητικού τους ή την παύση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία ενός ιδρύματος,
στ) τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων,
ζ) τον περιορισμό των μεταβλητών αποδοχών ως ποσοστού του συνόλου των καθαρών αποτελεσμάτων σε περιπτώσεις όπου το ύψος των ως άνω αποδοχών δεν συμβάλει στη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης,
η) την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων μέσω αποθεματοποίησης κερδών ,
θ) τον περιορισμό ή την απαγόρευση της διανομής κερδών από ένα ίδρυμα στους μετόχους ή καταβολής τόκων στους κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1, εφόσον η απαγόρευση δεν συνιστά γεγονός αφερεγγυότητας του ιδρύματος,
ι) την υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τα ίδια κεφάλαια και τη ρευστότητα,
ια) την πρόβλεψη ειδικών απαιτήσεων ρευστότητας, περιλαμβανομένων των περιορισμών στις αναντιστοιχίες ληκτότητας μεταξύ ενεργητικού και παθητικού,
ιβ) την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών,
ιγ) τη λήψη προηγούμενης έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος για τη διενέργεια συναλλαγών που κατά την κρίση της είναι δυνατόν να αποβούν σε βάρος της φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Η δυνατότητα αυτή ασκείται για περιορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες,
ιδ) την αύξηση κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 136 του παρόντος νόμου.
2. Οι πρόσθετες απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που αναφέρονται στην περίπτωση α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου επιβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατ’ ελάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) ένα ίδρυμα δεν πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 65 και 66 του παρόντος νόμου ή του άρθρου 393 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
β) οι κίνδυνοι ή στοιχεία κινδύνων δεν καλύπτονται από τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στα άρθρα 121 έως 132 του παρόντος νόμου ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
γ) όταν η εφαρμογή άλλων διοικητικών μέτρων μόνο δεν πιθανολογείται ότι θα βελτιώσει επαρκώς τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς και τις στρατηγικές του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος,
δ) η επανεξέταση, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 90 ή την παράγραφο 4 του άρθρου 93 του παρόντος νόμου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πλημμελής συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των οικείων διατάξεων ενδέχεται να οδηγήσει σε υποεκτίμηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων,
ε) οι κίνδυνοι ενδέχεται να υποεκτιμηθούν παρά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του παρόντος νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή
στ) το ίδρυμα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 377 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του άρθρου υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο διαπραγμάτευσης συσχετίσεων (correlation trading portfolio).
3. Κατά τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων στο πλαίσιο της εξέτασης και αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 89 έως 93 του παρόντος νόμου, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αξιολογεί κατά πόσον, για την κάλυψη των κινδύνων τους οποίους ένα ίδρυμα έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει, απαιτείται η τήρηση ιδίων κεφαλαίων υψηλότερων του ελάχιστου ύψους το οποίο ορίζεται με τις εκάστοτε γενικής ισχύος αποφάσεις περί κεφαλαιακής επάρκειας. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
α) τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία της διαδικασίας αξιολόγησης του ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρο 65 του παρόντος νόμου,
β) οι εσωτερικές ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί του ιδρύματος όπως ορίζονται στο άρθρο 66 του παρόντος νόμου,
γ) το αποτέλεσμα της εποπτικής αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 89 ή 93 του παρόντος νόμου,
δ) η αξιολόγηση του συστημικού κινδύνου.