Άρθρο 49 Τέλος επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης

 

Το άρθρο 48 του ν. 3801/2009 (Α΄163) τροποποιείται και διαμορφώνεται ως εξής:
«Θεσπίζεται υπέρ της αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία «Αστική Εταιρεία Δεοντολογίας της Επικοινωνίας» και τον διακριτικό τίτλο «Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας» (ΣΕΕ), η οποία έχει συσταθεί κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2863/2000 (Α’ 262), ειδικό τέλος ποσοστού 0,02% επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης κατά το μέρος που αυτή αφορά στην αγορά χρόνου ή χώρου, με σκοπό τη μετάδοση ή καταχώριση, μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του κινηματογράφου, του διαδικτύου, των υπηρεσιών κοινωνικής δικτύωσης και των λοιπών ψηφιακών μέσων και εργαλείων, των εφημερίδων και περιοδικών, ή την ανάρτηση σε χώρους που νόμιμα προορίζονται για υπαίθρια διαφήμιση, διαφημιστικών ή επί πληρωμή δημοσιεύσεων. Το ανωτέρω ειδικό τέλος υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και βαρύνει τον διαφημιζόμενο. Το ποσό που αναλογεί στο ειδικό αυτό τέλος αναγράφεται υποχρεωτικά στο σχετικό τιμολόγιο που εκδίδει ο πάροχος των διαφημιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επικοινωνίας, που μεσολαβεί μεταξύ του διαφημιστικού μέσου και του διαφημιζόμενου. Ο πάροχος διαφημιστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών επικοινωνίας εισπράττει το ως άνω ποσό αμέσως από τον διαφημιζόμενο και το καταθέτει σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται σε τραπεζικό ίδρυμα στο όνομα της αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εντός τριάντα (30) ημερών από το τέλος του ημερολογιακού μήνα εντός του οποίου εκδόθηκε το σχετικό τιμολόγιο. Στην περίπτωση που δεν μεσολαβεί πάροχος διαφημιστικής υπηρεσίας, το ποσό που αναλογεί στο ειδικό αυτό τέλος σημειώνεται υποχρεωτικά στο σχετικό τιμολόγιο από τον εκδότη του και κατατίθεται από τον διαφημιζόμενο στον ειδικό λογαριασμό της αστικής εταιρείας μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κατά τον ίδιο τρόπο ως άνω.»

  • 10 Δεκεμβρίου 2020, 18:04 | VIVA ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    Στο παρόν άρθρο, γίνεται αναφορά σε «τραπεζικό ίδρυμα». Η εν λόγω αναφορά είναι ανακριβής και ατελής καθώς κάνει αναφορά αποκλειστικά στα πιστωτικά ιδρύματα και παραλείπει εντελώς τη δυνατότητα δήλωσης IBANs που αντιστοιχούν σε λογαριασμούς πληρωμών άλλων παρόχων υπηρεσιών πληρωμών (π.χ. Ιδρύματα Πληρωμών και Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος). Επίσης, είναι αντίθετη με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις υπηρεσίες πληρωμών (ενδεικτικά, PSD2 όπως ενσωματώθηκε στην εθνική μας νομοθεσία με το Ν. 4537/2018 -σε αντικατάσταση της προηγούμενης ευρωπαϊκής οδηγίας PSD1 και του Ν 3862/2010 αντίστοιχα-) και τη διαμόρφωση ενός ενιαίου χώρου πληρωμών, η οποία εισήγαγε:
    – την έννοια του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών (και όχι πια «τράπεζας/πιστωτικού ιδρύματος»). Η έννοια αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ιδρύματα πληρωμών και ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
    – την έννοια του λογαριασμού πληρωμών (και όχι πια «τραπεζικού λογαριασμού») που δύναται να τηρείται από οποιοδήποτε πάροχο υπηρεσιών πληρωμών.
    Εφόσον τα πιστωτικά ιδρύματα είναι μόνο μία υποκατηγορία των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, η αποκλειστική αναφορά σε πιστωτικά ιδρύματα εν προκειμένω εισάγει δυσμενή, αδικαιολόγητη και αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο διάκριση εις βάρος των λοιπών παρόχων υπηρεσιών πληρωμών (ιδρύματα πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος κ.ά.), οι οποίοι διαθέτουν αντίστοιχα στους πελάτες τους τη δυνατότητα τήρησης λογαριασμών πληρωμών.
    Διευκρινίζεται πως σε ότι αφορά τις Υπηρεσίες Πληρωμών, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 4 παρ. 3 του Ν 4537/2018, όπου σήμερα στην κείμενη νομοθεσία υφίσταται η διατύπωση περί «τραπεζικού λογαριασμού» ή «λογαριασμού που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα», νοείται «λογαριασμός πληρωμών» που τηρείται από οποιοδήποτε Πάροχο Υπηρεσιών Πληρωμών (κατά τα οριζόμενα στο Ν 4537/2018 ) και όπου «Τράπεζα /Πιστωτικό Ίδρυμα», νοείται «Πάροχος Υπηρεσιών Πληρωμών» κατά τα οριζόμενα στον ίδιο νόμο.

  • Σχόλιο στο ΜΕΡΟΣ Β’, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’, ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΣΤΑ Μ.Μ.Ε., Άρθρο 49, Τέλος επί των τιμολογίων διαφημιστικής δαπάνης, από τον Σύνδεσμο Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)
    Η τροποποίηση του ποσοστού της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 48 του ν. 3801/2009 (Α΄163) σε 0,04%, από 0,02% που ισχύει σήμερα, είναι κρίσιμη για τη βιωσιμότητα και τη συνέχιση του σημαντικού έργου που επιτελεί ο φορέας.
    Αναλυτικά:
    1. Πρόκειται για τον μοναδικό φορέα με αρμοδιότητα τον έλεγχο και την εφαρμογή της δεοντολογίας στις διαφημιστικές επικοινωνίες.
    2. Ο φορέας εξυπηρετεί με μεγάλη επιτυχία τον εκ του νόμου (ν.2863/2000) σκοπό του, αυτόν της προστασίας των καταναλωτών.
    3. Η εισφορά καταβάλλεται από τις διαφημιζόμενες εταιρείες και επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει το δημόσιο, δεν επιβαρύνει τα Μέσα, δεν επιβαρύνει κανένα άλλο φορέα της αγοράς.
    4. Στην αύξησή της εισφοράς έχει ήδη συναινέσει με επιστολή του από 07/05/2020 ο Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος, του οποίου τα 87 σήμερα μέλη καταβάλλουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εισφοράς.
    5. Η Οδηγία που ενσωματώνεται με αυτό το νομοσχέδιο στην εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει και ενθαρρύνει τη λειτουργία των σχετικών φορέων, οι οποίοι διασφαλίζουν ένα πολύ υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές.
    Με βάση τα παραπάνω, θεωρούμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να μην θεσμοθετηθεί η αύξηση του ποσοστού εισφοράς, η οποία μάλιστα, σε απόλυτα μεγέθη, με δεδομένα του 2019, υπολογίζεται σε περίπου 90.000 ευρώ, τα οποία επιμερίζονται μεταξύ του συνόλου των διαφημιζομένων.

    Παρακαλούμε όπως εκτιμήσετε τις παραπάνω παρατηρήσεις μας και προβλέψετε στο άρθρο 49 την αύξηση της εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 48 του ν.3801/2009, από 0,02% που ισχύει σήμερα σε 0,04%

  • 10 Δεκεμβρίου 2020, 15:03 | Ένωση Εταιριών Διαφήμισης & Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)

    Ο θεσμός της αυτοδέσμευσης στην τήρηση της διαφημιστικής δεοντολογίας είναι από τους λίγους επιτυχημένους θεσμούς του είδους και η λειτουργία του αποτελεί παράδειγμα διαμεσολάβησης για την εξέταση καταγγελιών από καταναλωτές για παραπλανητικές διαφημίσεις και την επίλυση διαφορών επί της επικοινωνίας μεταξύ ανταγωνιστικών επιχειρήσεων με εξωδικαστικό τρόπο. Η χρησιμότητά του αναγνωρίζεται διαχρονικά από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες, όπως και από την παρούσα Οδηγία.

    Τη λειτουργία του ΣΕΕ στηρίζουν εθελοντικά και χωρίς αμοιβή δεκάδες στελέχη από διαφημιζόμενους, διαφημιστικές εταιρίες, τα ΜΜΕ και τις ενώσεις καταναλωτών, κάνοντας εφικτή τη λειτουργία του με το μικρότερο δυνατό κόστος.

    Η Κυβέρνηση οφείλει να αποδεχθεί το αίτημα του ΣΕΕ για τέλος 0,04% επί των τιμολογίων διαφήμισης (δηλαδή 1 λεπτό του ευρώ για κάθε €250 κόστους μέσου), δεδομένου ότι οι ίδιοι οι διαφημιζόμενοι αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ανάγκη αυτής της ελάχιστης χρηματοδότησης, όπως γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Με το τέλος αυτό δεν προκαλείται επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.

  • 9 Δεκεμβρίου 2020, 11:59 | ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

    Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 48 του ν. 3801/2009 (Α’ 163), όπως τίθεται με το άρθρο 49 του παρόντος σχεδίου νόμου, ορθώς διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής της εισφοράς για τις διαφημιστικές επικοινωνίες σε κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των σύγχρονων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας και ορθώς εξειδικεύει λεπτομέρειες σχετικά με την αναγραφή της εισφοράς στα τιμολόγια διαφημιστικής δαπάνης και με την καταβολή αυτής.

    Θέλουμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή σας στο εξής επείγον θέμα.
    Επί του άρθρου 48 του ν.3801/2009, ζητούμε
    Α. την τροποποίηση του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, από 0,02% που ισχύει σήμερα και
    Β. τη συμπλήρωση του άρθρου ως εξής «….Το ανωτέρω ειδικό τέλος υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και βαρύνει τον διαφημιζόμενο, ενώ δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, το δημόσιο, τα μέσα, ούτε κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων…»,
    λαμβανομένων υπόψη των εξής στοιχείων:
    1. Η εισφορά αυτή επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει το δημόσιο.
    2. Δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, τα μέσα.
    3. Δεν επιβαρύνει κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων.
    4. Καλύπτεται και αποδίδεται εξ ολοκλήρου από τους διαφημιζομένους. Ήδη έχει δηλωθεί η συναίνεση τους με την από 07.05.2020 επιστολή του Δ.Σ. του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος. Σημειώνουμε ότι μέλη του ΣΔΕ συμμετέχουν στο Δ.Σ. του ΣΕΕ και συνυπογράφουν την παρούσα, ενώ εκπρόσωποι του ΣΔΕ στελεχώνουν τις Επιτροπές του ΣΕΕ.
    5. Καθήκον και αποστολή του ΣΕΕ, εκ του νόμου (ν.2863/2000), είναι η προστασία του καταναλωτή. Η ύπαρξη και ο ρόλος του ΣΕΕ, ως οργάνου αυτορρύθμισης αναγνωρίζεται εδώ και χρόνια από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ενθαρρύνεται ρητά στην Οδηγία (ΕΕ) 2018 / 1808 (άρθρο 6), που ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία, για τον εκσυγχρονισμό και βέλτιστο έλεγχο της διαφημιστικής αγοράς.
    6. Η αναπροσαρμογή της εισφοράς προκύπτει ως ανάγκη από τη μείωση της διαφημιστικής επένδυσης, την αύξηση και επέκταση του αντικειμένου από το 2010 λόγω νέων κατηγοριών προϊόντων και, κυρίως, της αύξησης της διαφήμισης στο διαδίκτυο, στα ηλεκτρονικά μέσα και στα κοινωνικά δίκτυα, και είναι συνεπώς απολύτως αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΣΕΕ.

    Οι παραπάνω επισημάνσεις προέκυψαν σε έκτακτη συνεδρίαση της ολομέλειας του Δ.Σ. του ΣΕΕ, τη Δευτέρα 07.12.2020, στην οποία συμμετείχαν οι: Χριστίνα Χοχλακίδου – Πρόεδρος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ), Κώστας Κιμπουρόπουλος – Αντιπροέδρος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), Υβέτ Κοσμετάτου – Γ. Γραμματέας / εκπρόσωπος Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ), Μίκης Μοδιάνο – Ταμίας / εκπρόσωπος Ένωσης Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT), Έφη Καρακίτσου – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ), Νίκος Μπιλίρης – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ), Χάρης Παριανός – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ) και Κωστής Φιλιππόπουλος – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ).

    Αναλυτικότερα, θα θέλαμε να θέσουμε υπ’ όψιν σας τα εξής.

    Λάβαμε γνώση του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της τροποποιημένης με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/1808 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2018, Οδηγίας (ΕΕ) 2010/13.
    Με έκπληξη όμως διαπιστώσαμε ότι δεν προκρίθηκε η τροποποίηση του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, που αποδίδεται εξ’ ολοκλήρου από τους διαφημιζόμενους, παρότι ρητά και εγγράφως με την από 07/05/2020 επιστολή του Δ.Σ. του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (τα μέλη του οποίου είναι ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες που καλύπτουν το μεγαλύτερο, με διαφορά, μέρος της συνολικής ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης), δηλώνεται η συναίνεση των διαφημιζόμενων με αυτή την αναπροσαρμογή του ποσοστού.
    Η εισφορά αυτή επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει το δημόσιο, δεν επιβαρύνει τα μέσα, δεν επιβαρύνει κανένα άλλο φορέα της αγοράς και η αύξηση της έχει ήδη συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως δε από τους διαφημιζόμενους που την αποδίδουν, όπως ήδη αναφέρθηκε.
    Το Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας είναι ένα όργανο της αγοράς που εξυπηρετεί με μεγάλη επιτυχία τον εκ του νόμου (ν.2863/2000) σκοπό του, της προστασίας των καταναλωτών, χρηματοδοτείται μόνο από την αγορά, λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα, η Οδηγία που ενσωματώνεται με αυτό το νομοσχέδιο στην εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει και ενθαρρύνει τη λειτουργία του και θα πρέπει να επιτραπεί στο θεσμό να γίνει βιώσιμος.
    Από την επικοινωνία μας δε με την Υπηρεσία σας όταν υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα μας, ήταν σαφές ότι το όλο θέμα είχε γίνει αντιληπτό στη σωστή του βάση, χωρίς να υπάρχουν αντιρρήσεις. Με αυτά τα δεδομένα αδυνατούμε να κατανοήσουμε τους λόγους απόρριψής του.

    Η αύξηση της εισφοράς σε 0,04% είναι απολύτως αναγκαία για τη βιωσιμότητα του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας.
    Το 2009, με αίτημα του συνόλου της αγοράς θεσπίστηκε αρχικώς η εισφορά αυτή σε ποσοστό 0,02%, ποσοστό που θα επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες λειτουργίας του ΣΕΕ, με δεδομένο το μέγεθος της τότε διαφημιστικής αγοράς. Όμως τα αναμενόμενα έσοδα δεν επιβεβαιώθηκαν, λόγω της οικονομικής κρίσης που επακολούθησε αμέσως και επιδεινώθηκε από το 2011 και μετά και της συρρίκνωσης της διαφημιστικής δαπάνης, που υπολογίζεται πλέον μειωμένη κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2009. Επιπλέον, η γενικότερη οικονομική κρίση είχε ως συνέπεια τη σοβαρότατη μείωση και σε όλες τις υπόλοιπες πηγές εσόδων του ΣΕΕ (έσοδα από παρεχόμενες υπηρεσίες -50%, συνδρομές μελών -80%). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αυτονόητο ότι έγινε και δραστική περιστολή όλων των δαπανών (πάγωμα μισθών επί 10 έτη, μείωση προσωπικού, μείωση λειτουργικών εξόδων -50%). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το ΣΕΕ λειτουργεί σήμερα υπό οριακές συνθήκες.

    Παρά τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες το έργο του ΣΕΕ αναβαθμίστηκε ποιοτικά, η δραστηριότητα του διευρύνθηκε και ως ο μοναδικός φορέας με αρμοδιότητα τον έλεγχο και την εφαρμογή της δεοντολογίας στις διαφημιστικές επικοινωνίες, προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, με όρους απόλυτης διαφάνειας, ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας στην αγορά και στους καταναλωτές. Εφαρμόζει τον παγκοσμίως ισχύοντα κώδικα δεοντολογίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (στον οποίο βασίζεται ο Ελληνικός Κώδικας Διαφήμισης – Επικοινωνίας) και μια σειρά από ειδικότερους κώδικες που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα θέματα που απασχολούν την αγορά, όπως οι διαφημίσεις για τρόφιμα, για αλκοολούχα ποτά, για συμπληρώματα διατροφής, για το περιβάλλον, για παιδιά κ.αλ., προσφέροντας προστασία στους καταναλωτές και συμβάλλοντας στη διατήρηση υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των διαφημιζόμενων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ειδικότερα με τις διαφημίσεις που αναπτύσσονται στο ψηφιακό περιβάλλον, υιοθετώντας ειδικούς κανόνες για το digital marketing. Με την πρόσφατη δε ένταξη της πλατφόρμας Google στο πανευρωπαϊκό σύστημα αυτοδέσμευσης, το ΣΕΕ βρίσκεται μπροστά στην τεράστια πρόκληση, αλλά και ευθύνη να διευρύνει και να εμβαθύνει το πεδίο δράσης του και σε όλα τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας για την προστασία του καταναλωτικού κοινού από τις ψηφιακές επικοινωνίες, όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά, και κυρίως, στα κοινωνικά δίκτυα. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ιδιαίτερα δύσκολου, περίπλοκου, διαρκώς μεταβαλλόμενου ψηφιακού περιβάλλοντος, θα απαιτηθούν επιπλέον πόροι, για εκπαίδευση και εξοικείωση με τα νέα μέσα, τεχνολογική επάρκεια και ενδεχομένως εξειδικευμένη συμβουλευτική υποστήριξη.
    Για τον έλεγχο των διαφημιστικών επικοινωνιών το ΣΕΕ λειτουργεί από το 2003, με δύο Επιτροπές Ελέγχου Επικοινωνίας, την Πρωτοβάθμια (πενταμελή, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΔΕΕ και του ΣΔΕ) και τη Δευτεροβάθμια (ενδεκαμελή, αποτελούμενη, πέρα των εκπροσώπων ΕΔΕΕ και ΣΔΕ, από εκπροσώπους της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, των φορέων των ΜΜΕ, εταιριών παραγωγής διαφημίσεων και ιδιώτες καταναλωτές). Οι Επιτροπές αυτές έχουν ελέγξει μέχρι σήμερα περισσότερες από 1.500 αιτήσεις ελέγχου επικοινωνίας, προερχόμενες είτε από καταγγελίες ιδιωτών καταναλωτών, είτε από προσφυγές ανταγωνιστικών εταιριών, καθώς και μετά από αυτεπάγγελτη πρωτοβουλία της Γραμματείας του ΣΕΕ. Η διαδικασία ελέγχου μιας διαφήμισης ολοκληρώνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες (όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των αντίστοιχων οργάνων αυτορρύθμισης είναι σχεδόν δύο (2) μήνες), οι Αποφάσεις των Επιτροπών είναι άμεσα εκτελεστές (με περίοδο χάριτος λίγων ημερών) και εφαρμόζονται πάντοτε από όλους τους εμπλεκόμενους (διαφημιζόμενους, διαφημιστές, μέσα), διασφαλίζοντας έτσι ένα πολύ υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές.

    Το ΣΕΕ συνεργάζεται στενά και διαχειρίζεται καταγγελίες που προωθούνται από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και άλλους φορείς όπως ΕΣΡ, ΕΟΦ, ΕΦΕΤ, ΕΚΠΟΙΖΩ κ.αλ.,ενώ λειτουργώντας ως φορέας επίλυσης διαφορών μεταξύ εταιρειών ή/και μεταξύ πολιτών και εταιρειών (αποκλειστικά και μόνο σε ζητήματα που αφορούν στη δεοντολογία της διαφημιστικής επικοινωνίας), συμβάλλει στη μη επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος.
    Επιπλέον, το ΣΕΕ έχει αναλάβει και εκπαιδευτικό ρόλο στην αγορά, δημιουργώντας σεμινάρια που απευθύνονται σε στελέχη εταιριών, με αντικείμενο το σχεδιασμό υπεύθυνων διαφημιστικών επικοινωνιών, ενώ παρέχει και συμβουλευτικές υπηρεσίες, με γνωμοδοτήσεις επί υλικού πριν από τη δημοσίευση του.

    Εξάλλου, η αξία και η χρησιμότητα των οργάνων αυτορρύθμισης για την προστασία των καταναλωτών και την εύρρυθμη λειτουργία της αγοράς αναγνωρίζεται εδώ και χρόνια από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ενθαρρύνεται ρητά στην Οδηγία (ΕΕ) 2018 / 1808 (άρθρο 6), που ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου. Τονίζεται ότι στις βασικές στοχεύσεις της εν λόγω Οδηγίας περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προστασία των καταναλωτών, των ανηλίκων και της δημόσιας υγείας, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η αποφυγή διακρίσεων. Όλα τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται λεπτομερώς και με επάρκεια από τον Ελληνικό Κώδικα Διαφήμισης – Επικοινωνίας και αποτελούν βασικό αντικείμενο του ΣΕΕ.

    Η λειτουργία του ΣΕΕ είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα ισχύοντα στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, άλλωστε αποτελεί ενεργό μέλος στη European Advertising Standards Alliance (EASA) με συμμετοχή στο Δ.Σ. της, ενώ το 2019 έλαβε διεθνές βραβείο για τη δράση του.

    Η συνολική δραστηριότητα του ΣΕΕ υλοποιείται με δύο μόνο οργανικές θέσεις εργασίας και μία γραμματέα και με την εθελοντική συμμετοχή δεκάδων στελεχών της αγοράς της επικοινωνίας που αφιλοκερδώς απαρτίζουν τις Επιτροπές Ελέγχου. Με δεδομένο τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα του, ο προϋπολογισμός του ΣΕΕ διατίθεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του και με χρηστή διαχείριση για την εξυπηρέτηση όλων των εκ του νόμου και του καταστατικού σκοπών του ΣΕΕ, που περιγράφονται πιο πάνω.

    Γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, σύσσωμη και ομόφωνα η αγορά της επικοινωνίας, δια των θεσμικών της φορέων – συγκεκριμένα του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ), της Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης – Επικοινωνίας (ΕΔΕΕ), της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ), της Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ) και της Ένωσης Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT) – αναγνωρίζει την ανάγκη και θέτει το αίτημα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης του φορέα αυτοδέσμευσης που η ίδια έχει συστήσει, με την αύξηση του ποσοστού της εισφοράς στο 0,04%. Πρόκειται για μία οικειοθελή συνεισφορά της αγοράς, που επιβεβαιώνει την αναγνώριση του ρόλου και της ανάγκης ύπαρξης του ΣΕΕ στο χώρο και την ισχυρή βούληση των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων να υποστηρίξουν το σύστημα αυτοδέσμευσης, ενώ παγκοσμίως συνιστά το δόκιμο τρόπο χρηματοδότησης των οργάνων αυτορρύθμισης.

    Να επαναλάβουμε ότι ιδίως οι διαφημιζόμενοι, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μεγάλες Ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες και είναι εκείνοι που καλύπτουν αποκλειστικά και εξ’ ολοκλήρου αυτό το κόστος, ρητά συμφωνούν στην αναπροσαρμογή του ποσοστού που αυτοί θα καταβάλλουν σε 0,04%, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δ.Σ. του ΣΕΕ και την από 07.05.2020 επιστολή του ΣΔΕ, γιατί αναγνωρίζουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της λειτουργίας και τη σημασία του ΣΕΕ.
    Σημειώνουμε δε ότι σε απόλυτα μεγέθη, αυτή η αύξηση από 0,02% σε 0,04% σημαίνει ένα ποσό λίγων δεκάδων χιλιάδων ετησίως (με δεδομένα του 2019 υπολογίζεται σε περίπου 90.000 ευρώ), το οποίο επιμερίζεται μεταξύ όλων των διαφημιζόμενων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δεν επιβαρύνει κανέναν άλλο εταίρο της αγοράς (φυσικά ούτε το κράτος) και αποδίδεται από τους ίδιους τους διαφημιζόμενους, χωρίς να επιβαρύνει τα μέσα, ούτε οικονομικά ούτε διαχειριστικά. Αυτό δε το επιπλέον ποσό, θα εξασφαλίσει οφέλη σε όλα τα μέρη και κυρίως στο μέσο καταναλωτή, καθώς μέσω της σωστής λειτουργίας του ΣΕΕ επιτυγχάνεται η προστασία του από τις παραπλανητικές διαφημίσεις, αναδεικνύεται η υπευθυνότητα των εταιρειών και διασφαλίζεται η αξιοπιστία και καθαρότητα του διαφημιστικού λόγου.

    Συνεπώς, σας καλούμε να επανεξετάσετε και να ενσωματώσετε στο νομοσχέδιο
    Α. την, απολύτως αναγκαία, περαιτέρω τροποποίηση του άρθρου 48 του ν.3801/2009, με τον ορισμό του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, που προκύπτει ως εύλογο και απαραίτητο, ζητείται δε από το σύνολο της διαφημιστικής αγοράς ξεχωριστά και μέσω του ΣΕΕ και έχει ήδη συζητηθεί αρμοδίως με τις υπηρεσίες, και
    Β. τη συμπλήρωση του άρθρου, ως εξής «….Το ανωτέρω ειδικό τέλος υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και βαρύνει τον διαφημιζόμενο, ενώ δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, το δημόσιο, τα μέσα, ούτε κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων», ώστε να καταστεί απολύτως σαφές σε όλους ποιος είναι ο υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΕ

    Χριστίνα Χοχλακίδου, Πρόεδρος / Ένωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ),
    Κώστας Κιμπουρόπουλος, Αντιπροέδρος / Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ)
    Υβέτ Κοσμετάτου, Γ. Γραμματέας / Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)
    Μίκης Μοδιάνο, Ταμίας / Ένωση Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT),
    Έφη Καρακίτσου, Μέλος / Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)
    Νίκος Μπιλίρης Μέλος / Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ)
    Χάρης Παριανός, Μέλος / Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)
    Κωστής Φιλιππόπουλος, Μέλος / Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ

  • 9 Δεκεμβρίου 2020, 11:08 | ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

    Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 48 του ν. 3801/2009 (Α’ 163), όπως τίθεται με το άρθρο 49 του παρόντος σχεδίου νόμου, ορθώς διευκρινίζει το πεδίο εφαρμογής της εισφοράς για τις διαφημιστικές επικοινωνίες σε κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των σύγχρονων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας και ορθώς εξειδικεύει λεπτομέρειες σχετικά με την αναγραφή της εισφοράς στα τιμολόγια διαφημιστικής δαπάνης και με την καταβολή αυτής.

    Θέλουμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή σας στο εξής επείγον θέμα.
    Επί του άρθρου 48 του ν.3801/2009, ζητούμε
    Α. την τροποποίηση του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, από 0,02% που ισχύει σήμερα και
    Β. τη συμπλήρωση του άρθρου ως εξής «….Το ανωτέρω ειδικό τέλος υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και βαρύνει τον διαφημιζόμενο, ενώ δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, το δημόσιο, τα μέσα, ούτε κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων…»,
    λαμβανομένων υπόψη των εξής στοιχείων:
    1. Η εισφορά αυτή επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει το δημόσιο.
    2. Δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, τα μέσα.
    3. Δεν επιβαρύνει κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων.
    4. Καλύπτεται και αποδίδεται εξ ολοκλήρου από τους διαφημιζομένους. Ήδη έχει δηλωθεί η συναίνεση τους με την από 07.05.2020 επιστολή του Δ.Σ. του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος. Σημειώνουμε ότι μέλη του ΣΔΕ συμμετέχουν στο Δ.Σ. του ΣΕΕ και συνυπογράφουν την παρούσα, ενώ εκπρόσωποι του ΣΔΕ στελεχώνουν τις Επιτροπές του ΣΕΕ.
    5. Καθήκον και αποστολή του ΣΕΕ, εκ του νόμου (ν.2863/2000), είναι η προστασία του καταναλωτή. Η ύπαρξη και ο ρόλος του ΣΕΕ, ως οργάνου αυτορρύθμισης αναγνωρίζεται εδώ και χρόνια από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ενθαρρύνεται ρητά στην Οδηγία (ΕΕ) 2018 / 1808 (άρθρο 6), που ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία, για τον εκσυγχρονισμό και βέλτιστο έλεγχο της διαφημιστικής αγοράς.
    6. Η αναπροσαρμογή της εισφοράς προκύπτει ως ανάγκη από τη μείωση της διαφημιστικής επένδυσης, την αύξηση και επέκταση του αντικειμένου από το 2010 λόγω νέων κατηγοριών προϊόντων και, κυρίως, της αύξησης της διαφήμισης στο διαδίκτυο, στα ηλεκτρονικά μέσα και στα κοινωνικά δίκτυα, και είναι συνεπώς απολύτως αναγκαία για τη συνέχιση της λειτουργίας του ΣΕΕ.

    Οι παραπάνω επισημάνσεις προέκυψαν σε έκτακτη συνεδρίαση της ολομέλειας του Δ.Σ. του ΣΕΕ, τη Δευτέρα 07.12.2020, στην οποία συμμετείχαν οι: Χριστίνα Χοχλακίδου – Πρόεδρος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ), Κώστας Κιμπουρόπουλος – Αντιπροέδρος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), Υβέτ Κοσμετάτου – Γ. Γραμματέας / εκπρόσωπος Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ), Μίκης Μοδιάνο – Ταμίας / εκπρόσωπος Ένωσης Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT), Έφη Καρακίτσου – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ), Νίκος Μπιλίρης – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ), Χάρης Παριανός – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ) και Κωστής Φιλιππόπουλος – Μέλος / εκπρόσωπος Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ).

    Αναλυτικότερα, θα θέλαμε να θέσουμε υπ’ όψιν σας τα εξής.

    Λάβαμε γνώση του σχεδίου νόμου για την ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της τροποποιημένης με την Οδηγία (ΕΕ) 2018/1808 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2018, Οδηγίας (ΕΕ) 2010/13.
    Με έκπληξη όμως διαπιστώσαμε ότι δεν προκρίθηκε η τροποποίηση του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, που αποδίδεται εξ’ ολοκλήρου από τους διαφημιζόμενους, παρότι ρητά και εγγράφως με την από 07/05/2020 επιστολή του Δ.Σ. του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (τα μέλη του οποίου είναι ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες που καλύπτουν το μεγαλύτερο, με διαφορά, μέρος της συνολικής ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης), δηλώνεται η συναίνεση των διαφημιζόμενων με αυτή την αναπροσαρμογή του ποσοστού.
    Η εισφορά αυτή επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν επιβαρύνει το δημόσιο, δεν επιβαρύνει τα μέσα, δεν επιβαρύνει κανένα άλλο φορέα της αγοράς και η αύξηση της έχει ήδη συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως δε από τους διαφημιζόμενους που την αποδίδουν, όπως ήδη αναφέρθηκε.
    Το Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας είναι ένα όργανο της αγοράς που εξυπηρετεί με μεγάλη επιτυχία τον εκ του νόμου (ν.2863/2000) σκοπό του, της προστασίας των καταναλωτών, χρηματοδοτείται μόνο από την αγορά, λειτουργεί αυτόνομα και ανεξάρτητα, η Οδηγία που ενσωματώνεται με αυτό το νομοσχέδιο στην εθνική νομοθεσία αναγνωρίζει και ενθαρρύνει τη λειτουργία του και θα πρέπει να επιτραπεί στο θεσμό να γίνει βιώσιμος.
    Από την επικοινωνία μας δε με την Υπηρεσία σας όταν υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα μας, ήταν σαφές ότι το όλο θέμα είχε γίνει αντιληπτό στη σωστή του βάση, χωρίς να υπάρχουν αντιρρήσεις. Με αυτά τα δεδομένα αδυνατούμε να κατανοήσουμε τους λόγους απόρριψής του.

    Η αύξηση της εισφοράς σε 0,04% είναι απολύτως αναγκαία για τη βιωσιμότητα του Συμβουλίου Ελέγχου Επικοινωνίας.
    Το 2009, με αίτημα του συνόλου της αγοράς θεσπίστηκε αρχικώς η εισφορά αυτή σε ποσοστό 0,02%, ποσοστό που θα επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες λειτουργίας του ΣΕΕ, με δεδομένο το μέγεθος της τότε διαφημιστικής αγοράς. Όμως τα αναμενόμενα έσοδα δεν επιβεβαιώθηκαν, λόγω της οικονομικής κρίσης που επακολούθησε αμέσως και επιδεινώθηκε από το 2011 και μετά και της συρρίκνωσης της διαφημιστικής δαπάνης, που υπολογίζεται πλέον μειωμένη κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2009. Επιπλέον, η γενικότερη οικονομική κρίση είχε ως συνέπεια τη σοβαρότατη μείωση και σε όλες τις υπόλοιπες πηγές εσόδων του ΣΕΕ (έσοδα από παρεχόμενες υπηρεσίες -50%, συνδρομές μελών -80%). Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αυτονόητο ότι έγινε και δραστική περιστολή όλων των δαπανών (πάγωμα μισθών επί 10 έτη, μείωση προσωπικού, μείωση λειτουργικών εξόδων -50%). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, το ΣΕΕ λειτουργεί σήμερα υπό οριακές συνθήκες.

    Παρά τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες το έργο του ΣΕΕ αναβαθμίστηκε ποιοτικά, η δραστηριότητα του διευρύνθηκε και ως ο μοναδικός φορέας με αρμοδιότητα τον έλεγχο και την εφαρμογή της δεοντολογίας στις διαφημιστικές επικοινωνίες, προσφέρει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, με όρους απόλυτης διαφάνειας, ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας στην αγορά και στους καταναλωτές. Εφαρμόζει τον παγκοσμίως ισχύοντα κώδικα δεοντολογίας του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (στον οποίο βασίζεται ο Ελληνικός Κώδικας Διαφήμισης – Επικοινωνίας) και μια σειρά από ειδικότερους κώδικες που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα θέματα που απασχολούν την αγορά, όπως οι διαφημίσεις για τρόφιμα, για αλκοολούχα ποτά, για συμπληρώματα διατροφής, για το περιβάλλον, για παιδιά κ.αλ., προσφέροντας προστασία στους καταναλωτές και συμβάλλοντας στη διατήρηση υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των διαφημιζόμενων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ειδικότερα με τις διαφημίσεις που αναπτύσσονται στο ψηφιακό περιβάλλον, υιοθετώντας ειδικούς κανόνες για το digital marketing. Με την πρόσφατη δε ένταξη της πλατφόρμας Google στο πανευρωπαϊκό σύστημα αυτοδέσμευσης, το ΣΕΕ βρίσκεται μπροστά στην τεράστια πρόκληση, αλλά και ευθύνη να διευρύνει και να εμβαθύνει το πεδίο δράσης του και σε όλα τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας για την προστασία του καταναλωτικού κοινού από τις ψηφιακές επικοινωνίες, όχι μόνο στο διαδίκτυο αλλά, και κυρίως, στα κοινωνικά δίκτυα. Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ιδιαίτερα δύσκολου, περίπλοκου, διαρκώς μεταβαλλόμενου ψηφιακού περιβάλλοντος, θα απαιτηθούν επιπλέον πόροι, για εκπαίδευση και εξοικείωση με τα νέα μέσα, τεχνολογική επάρκεια και ενδεχομένως εξειδικευμένη συμβουλευτική υποστήριξη.
    Για τον έλεγχο των διαφημιστικών επικοινωνιών το ΣΕΕ λειτουργεί από το 2003, με δύο Επιτροπές Ελέγχου Επικοινωνίας, την Πρωτοβάθμια (πενταμελή, αποτελούμενη από εκπροσώπους της ΕΔΕΕ και του ΣΔΕ) και τη Δευτεροβάθμια (ενδεκαμελή, αποτελούμενη, πέρα των εκπροσώπων ΕΔΕΕ και ΣΔΕ, από εκπροσώπους της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, των φορέων των ΜΜΕ, εταιριών παραγωγής διαφημίσεων και ιδιώτες καταναλωτές). Οι Επιτροπές αυτές έχουν ελέγξει μέχρι σήμερα περισσότερες από 1.500 αιτήσεις ελέγχου επικοινωνίας, προερχόμενες είτε από καταγγελίες ιδιωτών καταναλωτών, είτε από προσφυγές ανταγωνιστικών εταιριών, καθώς και μετά από αυτεπάγγελτη πρωτοβουλία της Γραμματείας του ΣΕΕ. Η διαδικασία ελέγχου μιας διαφήμισης ολοκληρώνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες (όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των αντίστοιχων οργάνων αυτορρύθμισης είναι σχεδόν δύο (2) μήνες), οι Αποφάσεις των Επιτροπών είναι άμεσα εκτελεστές (με περίοδο χάριτος λίγων ημερών) και εφαρμόζονται πάντοτε από όλους τους εμπλεκόμενους (διαφημιζόμενους, διαφημιστές, μέσα), διασφαλίζοντας έτσι ένα πολύ υψηλό επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές.

    Το ΣΕΕ συνεργάζεται στενά και διαχειρίζεται καταγγελίες που προωθούνται από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή και άλλους φορείς όπως ΕΣΡ, ΕΟΦ, ΕΦΕΤ, ΕΚΠΟΙΖΩ κ.αλ.,ενώ λειτουργώντας ως φορέας επίλυσης διαφορών μεταξύ εταιρειών ή/και μεταξύ πολιτών και εταιρειών (αποκλειστικά και μόνο σε ζητήματα που αφορούν στη δεοντολογία της διαφημιστικής επικοινωνίας), συμβάλλει στη μη επιβάρυνση του δικαστικού συστήματος.
    Επιπλέον, το ΣΕΕ έχει αναλάβει και εκπαιδευτικό ρόλο στην αγορά, δημιουργώντας σεμινάρια που απευθύνονται σε στελέχη εταιριών, με αντικείμενο το σχεδιασμό υπεύθυνων διαφημιστικών επικοινωνιών, ενώ παρέχει και συμβουλευτικές υπηρεσίες, με γνωμοδοτήσεις επί υλικού πριν από τη δημοσίευση του.

    Εξάλλου, η αξία και η χρησιμότητα των οργάνων αυτορρύθμισης για την προστασία των καταναλωτών και την εύρρυθμη λειτουργία της αγοράς αναγνωρίζεται εδώ και χρόνια από την ευρωπαϊκή νομοθεσία και ενθαρρύνεται ρητά στην Οδηγία (ΕΕ) 2018 / 1808 (άρθρο 6), που ενσωματώνεται στην εθνική νομοθεσία με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου. Τονίζεται ότι στις βασικές στοχεύσεις της εν λόγω Οδηγίας περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προστασία των καταναλωτών, των ανηλίκων και της δημόσιας υγείας, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η αποφυγή διακρίσεων. Όλα τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται λεπτομερώς και με επάρκεια από τον Ελληνικό Κώδικα Διαφήμισης – Επικοινωνίας και αποτελούν βασικό αντικείμενο του ΣΕΕ.

    Η λειτουργία του ΣΕΕ είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τα ισχύοντα στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, άλλωστε αποτελεί ενεργό μέλος στη European Advertising Standards Alliance (EASA) με συμμετοχή στο Δ.Σ. της, ενώ το 2019 έλαβε διεθνές βραβείο για τη δράση του.

    Η συνολική δραστηριότητα του ΣΕΕ υλοποιείται με δύο μόνο οργανικές θέσεις εργασίας και μία γραμματέα και με την εθελοντική συμμετοχή δεκάδων στελεχών της αγοράς της επικοινωνίας που αφιλοκερδώς απαρτίζουν τις Επιτροπές Ελέγχου. Με δεδομένο τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα του, ο προϋπολογισμός του ΣΕΕ διατίθεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του και με χρηστή διαχείριση για την εξυπηρέτηση όλων των εκ του νόμου και του καταστατικού σκοπών του ΣΕΕ, που περιγράφονται πιο πάνω.

    Γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, σύσσωμη και ομόφωνα η αγορά της επικοινωνίας, δια των θεσμικών της φορέων – συγκεκριμένα του Συνδέσμου Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ), της Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης – Επικοινωνίας (ΕΔΕΕ), της Ένωσης Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ), της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ), της Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ) και της Ένωσης Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT) – αναγνωρίζει την ανάγκη και θέτει το αίτημα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης του φορέα αυτοδέσμευσης που η ίδια έχει συστήσει, με την αύξηση του ποσοστού της εισφοράς στο 0,04%. Πρόκειται για μία οικειοθελή συνεισφορά της αγοράς, που επιβεβαιώνει την αναγνώριση του ρόλου και της ανάγκης ύπαρξης του ΣΕΕ στο χώρο και την ισχυρή βούληση των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων να υποστηρίξουν το σύστημα αυτοδέσμευσης, ενώ παγκοσμίως συνιστά το δόκιμο τρόπο χρηματοδότησης των οργάνων αυτορρύθμισης.

    Να επαναλάβουμε ότι ιδίως οι διαφημιζόμενοι, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μεγάλες Ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες και είναι εκείνοι που καλύπτουν αποκλειστικά και εξ’ ολοκλήρου αυτό το κόστος, ρητά συμφωνούν στην αναπροσαρμογή του ποσοστού που αυτοί θα καταβάλλουν σε 0,04%, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις του Δ.Σ. του ΣΕΕ και την από 07.05.2020 επιστολή του ΣΔΕ, γιατί αναγνωρίζουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της λειτουργίας και τη σημασία του ΣΕΕ.
    Σημειώνουμε δε ότι σε απόλυτα μεγέθη, αυτή η αύξηση από 0,02% σε 0,04% σημαίνει ένα ποσό λίγων δεκάδων χιλιάδων ετησίως (με δεδομένα του 2019 υπολογίζεται σε περίπου 90.000 ευρώ), το οποίο επιμερίζεται μεταξύ όλων των διαφημιζόμενων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, δεν επιβαρύνει κανέναν άλλο εταίρο της αγοράς (φυσικά ούτε το κράτος) και αποδίδεται από τους ίδιους τους διαφημιζόμενους, χωρίς να επιβαρύνει τα μέσα, ούτε οικονομικά ούτε διαχειριστικά. Αυτό δε το επιπλέον ποσό, θα εξασφαλίσει οφέλη σε όλα τα μέρη και κυρίως στο μέσο καταναλωτή, καθώς μέσω της σωστής λειτουργίας του ΣΕΕ επιτυγχάνεται η προστασία του από τις παραπλανητικές διαφημίσεις, αναδεικνύεται η υπευθυνότητα των εταιρειών και διασφαλίζεται η αξιοπιστία και καθαρότητα του διαφημιστικού λόγου.

    Συνεπώς, σας καλούμε να επανεξετάσετε και να ενσωματώσετε στο νομοσχέδιο
    Α. την, απολύτως αναγκαία, περαιτέρω τροποποίηση του άρθρου 48 του ν.3801/2009, με τον ορισμό του ποσοστού της εισφοράς σε 0,04%, που προκύπτει ως εύλογο και απαραίτητο, ζητείται δε από το σύνολο της διαφημιστικής αγοράς ξεχωριστά και μέσω του ΣΕΕ και έχει ήδη συζητηθεί αρμοδίως με τις υπηρεσίες, και
    Β. τη συμπλήρωση του άρθρου, ως εξής «….Το ανωτέρω ειδικό τέλος υπολογίζεται επί της καθαρής αξίας του κόστους για την αγορά χρόνου ή χώρου και βαρύνει τον διαφημιζόμενο, ενώ δεν επιβαρύνει επ’ ουδενί, με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση, το δημόσιο, τα μέσα, ούτε κανένα άλλο φορέα της αγοράς και δεν πρόκειται για επιβολή φόρου ή άλλου βάρους υπέρ τρίτων», ώστε να καταστεί απολύτως σαφές σε όλους ποιος είναι ο υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς.

    Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΕ

    Χριστίνα Χοχλακίδου, Πρόεδρος / Ένωση Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ),
    Κώστας Κιμπουρόπουλος, Αντιπροέδρος / Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας (ΕΙΤΗΣΕΕ)
    Υβέτ Κοσμετάτου, Γ. Γραμματέας / Σύνδεσμος Διαφημιζομένων Ελλάδος (ΣΔΕ)
    Μίκης Μοδιάνο, Ταμίας / Ένωση Παραγωγών Έργων Επικοινωνίας (PACT),
    Έφη Καρακίτσου, Μέλος / Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)
    Νίκος Μπιλίρης Μέλος / Ένωσης Ιδιοκτητών Ιδιωτικών Ραδιοφωνικών Σταθμών (ΕΙΙΡΑ)
    Χάρης Παριανός, Μέλος / Ένωσης Εταιριών Διαφήμισης και Επικοινωνίας Ελλάδος (ΕΔΕΕ)
    Κωστής Φιλιππόπουλος, Μέλος / Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΙΗΕΑ

  • 8 Δεκεμβρίου 2020, 20:50 | ΕΝΩΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΩΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ

    Πρόκειται κυριολεκτικά περί σκανδαλώδους διάταξης καθώς όχι μόνο δεν καταργείται αλλά επεκτείνεται και στο διαδίκτυο κλπ το απαράδεκτο από κάθε άποψη τέλος» 0,02% η ΔΥΟ τοις ΧΙΛΙΟΙΣ υπέρ μιας ιδιωτικής εταιρείας «ΑΕΔΕ» με τίτλο «Συμβούλιο Ελέγχου Επικοινωνίας» που δημιούργησαν τα κανάλια εθνικής εμβέλειας με τους διαφημιστές και τους διαφημιζόμενους, χωρίς να ερωτηθεί και χωρίς να συμμετέχει η περιφερειακή τηλεόραση, για να κάνει μια δουλειά (έλεγχος δεοντολογίας διαφημίσεων) που όσον αφορά τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ τουλάχιστον ανήκει στην αρμοδιότητα του ΕΣΡ! Χωρίς να υπολογίζουμε τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί από κατά τόπους ελεγκτικές αρχές που λόγω μη απόδοσης αυτού του τέλους, απορρίπτουν συλλήβδην τιμολόγια και επιβάλλουν υψηλά πρόστιμα σε διαφημιζόμενους δημιουργώντας αξεπέραστα προβλήματα στη σχέση μας μαζί τους.
    Δεν γνωρίζουμε ούτε υπάρχει δραστηριότητα αυτής της ΑΕΔΕ που να αφορά την ελληνική περιφέρεια. Είναι αδιανόητο πως ένας Νόμος του κράτους επιβάλει ένα τέλος υπερ αστικής εταιρείας και οργανώνει και ελέγχει ακόμη και την είσπραξή της χρησιμοποιώντας ελεγκτικές αρχές . Είναι αδιανόητο σε ένα πελάτη πχ καφετέρια των Γρεβενών η της Σητείας αξίας 300 ευρώ να επιβάλλεται στον μικρό διαφημισμένο να καταβάλει το 0,02% δηλαδή 6 ΛΕΠΤΑ και να τηρεί λογαριασμό και να κάνει ενέργειες με τράπεζα προκειμένου να πληρώσει 6 λεπτά υπερ μια αστικής εταιρείας που ούτε την γνωρίζει ούτε θα την χρειαστεί ποτέ.
    Σε περίπτωση επιμονής της πολιτείας να επιβάλει αυτό το άδικο τέλος εις βάρος επαγγελματιών της περιφέρειας ας το επιβάλει στους τηλεοπτικούς σταθμούς άπαξ στο τέλος του χρόνου και μέσα στην φορολογική μας δήλωση προκειμένου να μην ασχοληθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός του κράτους για έλεγχο καταβολής κλπ .
    Επισήμανση: Πως είναι δυνατόν να παραχωρείται το δικαίωμα είσπραξης τέλους εις βάρος επαγγελματιών και πολίτων και υπερ ενός ιδιωτικού οργάνου και να του εξασφαλίζεται περί το ένα εκατομμύριο ευρώ όταν στο ΕΣΡ με το άρθρο 41 παραγ. 6 υπολογίζεται ότι θα λάβει περί τις 600-700 χιλιάδες ευρώ;;;

  • 7 Δεκεμβρίου 2020, 17:12 | ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΡΑΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

    Ζητάμε την εξαίρεση των περιφερειακών και τοπικών εφημερίδων. Δυσανάλογα βάρη σηκώνουν οι τοπικές εφημερίδες οι οποίες είναι και αποκομμένες από τις διαφημιστικές δαπάνες, στις οποίες δεν τηρείται η αναλογία 70/30

  • 4 Δεκεμβρίου 2020, 18:56 | ΦΩΤΙΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ

    Να εξαιρεθούν οι περιφερειακές εφημερίδες. Αρκέτα έχουν επιβαρυνθεί με πρόσθετα χαράτσια για οργανισμούς που ουδεμία σύνδεση έχουν με την περιφέρεια (τύπου ΕΔΟΕΑΠ)