ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΥΑΛΩΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ Άρθρο 58 (Άρθρα 21 και 22 Οδηγίας 2013/33/ΕΕ) Γενική αρχή για τα ευάλωτα πρόσωπα και αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής των ευάλωτων προσώπων

1. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Β, λαμβάνεται υπόψη η ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, ασυνόδευτοι ή μη, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι ηλικιωμένοι, οι εγκυμονούσες, οι μονογονεϊκές οικογένειες με ανήλικα παιδιά, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα άτομα με σοβαρές ασθένειες, τα άτομα με πνευματικές διαταραχές και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, όπως τα θύματα ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων.
2. Η εκτίμηση του κατά πόσον τα πρόσωπα που εισέρχονται χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις είναι ευάλωτα, γίνεται κατά τη διαδικασία ταυτοποίησής τους κατά το άρθρο 39 ανεξάρτητα από την εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας, βάσει του Μέρους Α’ του παρόντος νόμου.
3. Οι ειδικές συνθήκες υποδοχής εφαρμόζονται για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 αμέσως μετά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της παρ. 2 του άρθρου 65 του παρόντος, ειδικά δε για τους ανηλίκους μετά την ταυτοποίηση, και η ειδική κατάσταση των αιτούντων, ακόμη και εάν καταστεί εμφανής σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας, λαμβάνεται υπόψη καθ` όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, και η εξέλιξη της κατάστασης τους παρακολουθείται συστηματικά.
4. Μόνο τα άτομα της παραγράφου 1 θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και συνεπώς επωφελούνται των ειδικών συνθηκών υποδοχής.
5. Οι αρμόδιες Αρχές υποχρεούνται να ενημερώνουν άμεσα το Εθνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Παραπομπής Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 4198/2013 (Α`215), σε περίπτωση που εντοπίζουν θύματα εμπορίας ανθρώπων.

  • 5.Στην παρ. 1 του άρθρου 58 όπως αντικατασταθεί ο εσφαλμένος όρος «άτομα με ειδικές ανάγκες» από τον συνταγματικά κατοχυρωμένο όρο «άτομα με αναπηρία» όπως αυτός απορρέει από την παρ. 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος της Ελλάδας (2001). Στην ίδια παράγραφο να αντικατασταθεί ο όρος «τα άτομα με πνευματικές διαταραχές» από τον «όρο νοητική και ψυχική αναπηρία» προκειμένου να εναρμονιστεί με το δικαιωματικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, καθώς και με την ορολογία που υιοθετεί το αναπηρικό κίνημα της χώρας.

  • 21 Οκτωβρίου 2019, 15:14 | SolidarityNow

    Στην παράγραφο 1 προτείνεται διόρθωση του όρου «πνευματικές διαταραχές» με τον όρο «ψυχικές διαταραχές», συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου μετατραυματικού στρες, σύμφωνα με την επίσημη μετάφραση του όρου «mental disorders», βάσει της κλίμακας ICD10 (International Classification of Diseases Version 10 – Code F1-F99). Προτείνεται επίσης αναφορά και συμπερίληψη στην ομάδα των ευαλωτοτήτων των λεχωίδων και των θηλαζουσών. Καθώς σύμφωνα με τις οδηγίες του ΟΗΕ η προστασία των λεχωίδων τουλάχιστον επί δίμηνο από τον τοκετό είναι επιβεβλημένη. Επίσης επιβεβλημένη είναι και η προστασία των αποκλειστικά θηλαζουσών γυναικών. Κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, την UNICEF, κυρίως όμως σύμφωνα με την ερμηνεία των άρθρων 3, 4, 5, 18, 22, 24 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού ο αποκλειστικός θηλασμός συνιστάται για τους πρώτους 6 μήνες της ζωής του βρέφους.

  • Να προστεθεί η κατηγορία “τα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ (Λεσβίες Ομοφυλόφιλοι Αμφί Τρανς Κουίρ Ίντερσεξ – LGBTQI)” στα ευάλωτα πρόσωπα όπως ορίζονται στην §1.

  • Το σωματείο IBFAN, ως μέλος του παγκόσμιου δικτύου για την προστασία της βρεφικής διατροφής και θηλασμού σύμφωνα με τις οδηγίες του ΟΗΕ, θεωρεί ότι η αφαίρεση της κατηγορίας των γυναικών που έχουν γεννήσει δύο μήνες πριν (λεχώνες) από τον κατάλογο των ευάλωτων αιτούντων διεθνή προστασία ενέχει διακινδύνευση της υγείας τους. Για το λόγο αυτό, ζητούμε να περιληφθεί και πάλι η κατηγορία αυτή στο νέο νόμο. Επιπλέον, καθόσον, σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., η αποκλειστική τροφή του βρέφους για τους πρώτους έξι μήνες και η βασική για το πρώτο έτος της ζωής τους είναι το μητρικό γάλα, προτείνουμε να ενταχθούν οι θηλάζουσες σε ξεχωριστή, νέα, κατηγορία ευαλώτων. Εξάλλου, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι η θηλάζουσα μητέρα ενεργεί ως ψυχοσυναισθηματικό σημείο αναφοράς για το παιδί που θηλάζει, συνεπώς ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ ηλικίας είναι αναγκαίο να παραμένει μαζί με το παιδί της και να τυγχάνει ΜΑΖΙ με αυτό ιδιαίτερης προστασίας.

  • Παράγραφος 3:
    Καταρχάς, υπάρχει ανάγκη επεξήγησης του όρου «πνευματικές διαταραχές» ως μετάφραση του όρου της Οδηγίας ‘mental disorders’, που δε συμβαδίζει με τις εξελίξεις στο πεδίο της σύγχρονης ψυχιατρικής. Αντ΄ αυτού προτείνεται η χρήση του όρου «ψυχικές διαταραχές» μέσω της οποίας καλύπτεται η αρχική ατυχής επιλογή. Πολλές ψυχικές διαταραχές δεν είναι διανοητικές, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την επίσημη μετάφραση της κλίμακας ICD10 (International Classification of Diseases Version 10 – Code F1-F99).

    Αφετέρου, πρέπει να γίνει ρητή αναφοράς και συμπερίληψη της διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD; Post-Traumatic Stress Disorder) στην ομάδα των ευαλωτοτήτων με στόχο τη διασφάλιση της ψυχικής ακεραιότητας των αιτούντων άσυλο που εμφανίζουν την εν λόγω διαταραχή.

    Μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν πως οι άνθρωποι, που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις χώρες τους εξαιτίας ένοπλων συγκρούσεων, διώξεων ή/και απειλών εξαιτίας πολιτικών επιλογών, σεξουαλικού προσανατολισμού ή πολιτισμικού, φυλετικού και θρησκευτικού υπόβαθρου, είναι πιο πιθανό να εκτεθούν σε τραυματικά γεγονότα και επομένως να παρουσιάσουν ψυχικές διαταραχές (WHO, 2018) .

    Η διαταραχή μετατραυματικού στρες αποτελεί μία ψυχική διαταραχή, η οποία μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε ένα ή περισσότερα εξαιρετικά στρεσογόνα γεγονότα. Η PTSD θεωρείται μια φυσιολογική αντίδραση σε ένα μη φυσιολογικό γεγονός. Το «τραυματικό γεγονός» αποτελεί μια κατάσταση ιδιαίτερη, μοναδική και έντονη, στην οποία το άτομο δε μπορεί να ανταποκριθεί συναισθηματικά, γνωστικά και συμπεριφορικά. Αρκετά επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν πως πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό σημαντικές απώλειες και εξαιρετικά στρεσογόνα γεγονότα, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την μετακίνησή τους (Priebe et al.,2016) . Μερικά παραδείγματα τέτοιων τραυματικών γεγονότων στον συγκεκριμένο πληθυσμό αποτελούν τα βασανιστήρια, η απάνθρωπη μεταχείριση, οι ένοπλες συρράξεις, η σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση, η φυλάκιση, οι δολοφονίες αγαπημένων προσώπων κ.α.

    Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο (DSM-V) , για να διαγνωστεί η διαταραχή μετατραυματικού στρες, ένα άτομο πρέπει να έχει βιώσει ή υπάρξει μάρτυρας σε ένα τραυματικό γεγονός ή να έχει μάθει ότι το γεγονός συνέβη σε ένα σημαντικό για το ίδιο πρόσωπο και να εμφανίσει συγκεκριμένα συμπτώματα για τουλάχιστον ένα μήνα. Τα συμπτώματα της PTSD συνήθως εμφανίζονται 3–6 μήνες μετά το τραυματικό γεγονός ή και αργότερα. Η διάρκεια και η έντασή τους ποικίλλουν.

    Από τα πλέον συνήθη συμπτώματα είναι η αίσθηση αναβίωσης του τραυματικού γεγονότος. Οι πάσχοντες υποφέρουν από διεισδυτικές μνήμες, σκέψεις ή εφιάλτες που συνδέονται με την τραυματική εμπειρία και αποσυνδετικές αντιδράσεις, κατά τις οποίες νιώθουν σα να ξανασυμβαίνει το τραυματικό γεγονός. Η δεύτερη κατηγορία συμπτωμάτων φορά την αποφυγή ερεθισμάτων που σχετίζονται ή υπενθυμίζουν το γεγονός. Στην «αποφυγή», το άτομο δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει πτυχές του τραυματικού συμβάντος ή καταβάλλει προσπάθεια αποφυγής αναμνήσεων και συναφών συναισθημάτων (Κατσαβούνη & Μπεμπέτσος, 2018) . Τρίτον, τα άτομα με PTSD παρουσίαζουν μεταβολές τόσο σε γνωστικές λειτουργίες όσο και στη διάθεσή τους, όπου νιώθουν συναισθηματικό «μούδιασμα». Τέλος, παρουσιάζουν συμπτώματα υπερδιέγερσης, αδυναμίας συγκέντρωσης και διαταραχές ύπνου. Η ευερεθιστότητα που βιώνουν μπορεί να εκφραστεί με λεκτική ή σωματική επιθετική συμπεριφορά προς τον εαυτό ή άλλους.

    Έρευνες στο συγκεκριμένο πεδίο δείχνουν πως υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στο τραύμα πριν τη μετανάστευση και την ψυχική υγεία κατά την μετεγκατάσταση (Silove et al., 1999 ; Steel et al., 2002 ). Οι πρόσφυγες, γυναίκες και άντρες, φαίνεται να βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα ψυχολογικού και κοινωνικού στρες, τα οποία συμβάλουν στη συχνότερη εμφάνιση των διαταραχών μετατραυματικού στρες, κατάθλιψης, και άγχους (Turrini et al.,2017 ). Συγκεκριμένα, το ποσοστό των προσφύγων που βιώνουν PTSD κυμαίνεται μεταξύ 30% – 80%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 8% (Suhaiban, Grasser & Javanbakht, 2019) .

    Στα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα, έρχεται να προστεθεί και η εμπειρία μας στο πεδίο και συγκεκριμένα στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε διαμένοντες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης Λέσβου και Χίου. Κατά προσέγγιση, το 49% των ανθρώπων που υποστηρίζουμε καθημερινά στην ψυχολογική μας υπηρεσία εκδηλώνουν συμπτώματα μετατραυματικής διαταραχής (IRC MHPSS Factsheet Jan.2018-June 2019 ). Ειδικότερα, βιώνουν συχνά έντονα αποσυνδετικά συμπτώματα, δηλαδή χάνουν για κάποιο διάστημα την επαφή τους με την πραγματικότητα χωρίς να ξέρουν σε ποιά χώρα βρίσκονται ή τι μήνα έχουμε, και δυσκολεύονται να αντιληφθούν, να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Αυτό καθιστά αδύνατο να αντιληφθούν τις πληροφορίες που τους δίνονται για τις δαιδαλώδεις νομικές και ιατρικές διαδικασίες.

    Επιπλέον, υποφέρουν από επίμονες εικόνες του παρελθόντος, ενώ βίαια περιστατικά εντός των ΚΥΤ πυροδοτούν απρόσκλητες τραυματικές εμπειρίες, στερώντας τους την αίσθηση ασφάλειας και την ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Βασικές ανάγκες, όπως η λήψη τροφής από τις ουρές διανομής και η προσωπική υγιεινή δε μπορούν να εξυπηρετηθούν χωρίς τη βοήθεια κάποιου τρίτου προσώπου που θα λειτουργεί ως φροντιστής. Αν δεν υπάρχει φροντιστής, οι ωφελούμενες/οι με PTSD συχνά δεν αντέχουν τις ουρές και μπορεί να μείνουν χωρίς φαγητό ή φάρμακα. Σε συναισθηματικό επίπεδο, οι θεραπευόμενές/οί μας αναφέρουν έντονη ανασφάλεια και φόβο, με συνέπεια τη σταδιακή κοινωνική απόσυρση και περιθωριοποίηση. Το αποτέλεσμα συχνά είναι η ανάπτυξη καταθλιπτικών αισθημάτων, η απουσία ελπίδας για το μέλλον και ένα συναισθηματικό κενό που ενίοτε μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονικότητα.
    Τα άτομα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες μας και εμφανίζουν συμπτώματα PTSD εκφράζουν τη δυσκολία τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στη διαδικασία της ιατρικής αξιολόγησης, πολλώ δε μάλλον στη διαδικασία συνέντευξης ασύλου, καθώς οι λεπτομέρειες, οι οποίες είναι απαραίτητες να αναφερθούν, είναι πιθανόν να σχετίζονται με τις τραυματικές τους εμπειρίες. Η αδυναμία συγκέντρωσης, ως σύμπτωμα της διαταραχής, επιβαρρύνει τη μνήμη και έτσι, είναι αδύνατον να καταθέσουν τα γεγονότα, όπως συνέβησαν. Η συγκεκριμένη παρατήρηση έχει αποτυπωθεί και σε πρόσφατες μελέτες, που έχουν δείξει ότι η ύπαρξη ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της PTSD, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μαρτυρίες των αιτούντων άσυλο και την ικανότητά τους να αναπτύσσουν «αξιόπιστα» νομικά/ιατρικά στοιχεία (Steel, Frommer & Silove, 2004) . Συγκεκριμένα, σε έρευνα των Graham, Herhily και Brewin το 2014, αξιολογήθηκε η ακριβεία της αυτοβιογραφικής μνήμης σε ασθενείς με PTSD, που ήταν σε διαδικασία αίτησης ασύλου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με PTSD και κατάθλιψη παρουσιασίαζαν μειωμένης ακρίβειας αυτοβιογραφική μνήμη και ως εκ τούτου ήταν δυσκολότερο να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες, δεδομένου ότι από νομικής πλευράς αυτού του είδους το έλλειμα συνδέεται με μειωμένη εγκυρότητα .

    Με βάση τα παραπάνω επιστημονικά δεδομένα και την εμπειρία μας από το πεδίο υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε διαμένοντες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, φαίνεται ότι διακρίνονται κάποιοι παράγοντες που λειτουργούν ως εγκλητικοί κάποιας διαταραχής. Αυτοί είναι το αρχικό τραυματικό γεγονός, το ταξίδι στην χώρα προορισμού και η μετεγκατάσταση και οι συνθήκες διαβίωσης στην χώρα υποδοχής.

    Πιστεύουμε λοιπόν, πως η συμπερίληψη της διαταραχής μετατραυματικού στην ομάδα ευάλωτοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για:
    • την προτεραιοποίηση στις διαδικασίες που διέπουν την υποδοχή, την ταυτοποίηση, την ιατρική καταγραφή και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση και την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των νεοαφιχθέντων,
    • την άμεση πρόσβαση σε εξειδικευμένη υποστήριξη και την αναγκαία παραπομπή σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας,
    • την άρση του αποκλεισμού μετακίνσης, καθώς οι επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και ο εγλωβισμός στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης μπορεί να οδηγήσουν σε επανατραυματισμό και πλήρη έκπτωση της ψυχικής υγείας και της λειτουργικότητάς τους,
    • την τακτική παρακολούθηση και επαρκή υποστήριξη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή της ψυχικής τους υγείας με στόχο τη διαφύλαξη της ψυχικής τους ακεραιότητας
    • την προστασία των αιτούντων άσυλο κατά τη νομική διαδικασία, καθώς αν δε ληφθεί υπόψιν η ευαλωτότητα αναμένεται ότι θα αυξηθούν οι απορριπτικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, λόγω της δυσκολίας ανάκλησης των τραυματικών γεγονότων ή της αποτύπωσης των γεγονότων με μία διαστρεβλωμένη – κατακερματισμένη εικόνα (Herlihy και Turner, 2009)
    • την εξασφάλιση ενημέρωσης από εκπαιδευμένο προσωπικό με στόχο την καλύτερη προετοιμασία για την συνέντευξη ασύλου,
    • τη δημιουργία εύλογων προσαρμογών κατά τη διαδικασία ασύλου, με στόχο τη μείωση λήψης αρνητικών αποφάσεων λόγω μειωμένης ακρίβειας στην αυτοβιογραφική μνήμη

  • Παράγραφος 1: 5δ:
    Καταρχάς, υπάρχει ανάγκη επεξήγησης του όρου «πνευματικές διαταραχές».

    Αφετέρου, ανάγκη ρητής αναφοράς και συμπερίληψης της διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD; Post-Traumatic Stress Disorder) στην ομάδα των ευαλωτοτήτων με στόχο τη διασφάλιση της ψυχικής ακεραιότητας των αιτούντων άσυλο που εμφανίζουν την εν λόγω διαταραχή.

    Μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικά επιστημονικά δεδομένα, τα οποία υποδηλώνουν πως οι άνθρωποι, που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις χώρες τους εξαιτίας ένοπλων συγκρούσεων, διώξεων ή/και απειλών εξαιτίας πολιτικών επιλογών, σεξουαλικού προσανατολισμού ή πολιτισμικού, φυλετικού και θρησκευτικού υπόβαθρου, είναι πιο πιθανό να εκτεθούν σε τραυματικά γεγονότα και επομένως να παρουσιάσουν ψυχικές διαταραχές (WHO, 2018) .
    Η διαταραχή μετατραυματικού στρες αποτελεί μία ψυχική διαταραχή, η οποία μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε ένα ή περισσότερα εξαιρετικά στρεσογόνα γεγονότα. Η PTSD θεωρείται μια φυσιολογική αντίδραση σε ένα μη φυσιολογικό γεγονός. Το «τραυματικό γεγονός» αποτελεί μια κατάσταση ιδιαίτερη, μοναδική και έντονη, στην οποία το άτομο δε μπορεί να ανταποκριθεί συναισθηματικά, γνωστικά και συμπεριφορικά. Αρκετά επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν πως πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό σημαντικές απώλειες και εξαιρετικά στρεσογόνα γεγονότα, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την μετακίνησή τους (Priebe et al.,2016) . Μερικά παραδείγματα τέτοιων τραυματικών γεγονότων στον συγκεκριμένο πληθυσμό αποτελούν τα βασανιστήρια, η απάνθρωπη μεταχείριση, οι ένοπλες συρράξεις, η σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση, η φυλάκιση, οι δολοφονίες αγαπημένων προσώπων κ.α.

    Από τα πλέον συνήθη συμπτώματα είναι η αίσθηση αναβίωσης του τραυματικού γεγονότος. Οι πάσχοντες υποφέρουν από διεισδυτικές μνήμες, σκέψεις ή εφιάλτες που συνδέονται με την τραυματική εμπειρία και αποσυνδετικές αντιδράσεις, κατά τις οποίες νιώθουν σα να ξανασυμβαίνει το τραυματικό γεγονός. Η δεύτερη κατηγορία συμπτωμάτων φορά την αποφυγή ερεθισμάτων που σχετίζονται ή υπενθυμίζουν το γεγονός. Στην «αποφυγή», το άτομο δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει πτυχές του τραυματικού συμβάντος ή καταβάλλει προσπάθεια αποφυγής αναμνήσεων και συναφών συναισθημάτων (Κατσαβούνη & Μπεμπέτσος, 2018) . Τρίτον, τα άτομα με PTSD παρουσίαζουν μεταβολές τόσο σε γνωστικές λειτουργίες όσο και στη διάθεσή τους, όπου νιώθουν συναισθηματικό «μούδιασμα». Τέλος, παρουσιάζουν συμπτώματα υπερδιέγερσης, αδυναμίας συγκέντρωσης και διαταραχές ύπνου. Η ευερεθιστότητα που βιώνουν μπορεί να εκφραστεί με λεκτική ή σωματική επιθετική συμπεριφορά προς τον εαυτό ή άλλους.

    Έρευνες στο συγκεκριμένο πεδίο δείχνουν πως υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στο τραύμα πριν τη μετανάστευση και την ψυχική υγεία κατά την μετεγκατάσταση (Silove et al., 1999 ; Steel et al., 2002 ). Οι πρόσφυγες, γυναίκες και άντρες, φαίνεται να βιώνουν μεγαλύτερα επίπεδα ψυχολογικού και κοινωνικού στρες, τα οποία συμβάλουν στη συχνότερη εμφάνιση των διαταραχών μετατραυματικού στρες, κατάθλιψης, και άγχους (Turrini et al.,2017 ). Συγκεκριμένα, το ποσοστό των προσφύγων που βιώνουν PTSD κυμαίνεται μεταξύ 30% – 80%, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού, το οποίο ανέρχεται μόλις στο 8% (Suhaiban, Grasser & Javanbakht, 2019) .

    Στα παραπάνω ερευνητικά δεδομένα, έρχεται να προστεθεί και η εμπειρία μας στο πεδίο και συγκεκριμένα στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε διαμένοντες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης Λέσβου και Χίου. Κατά προσέγγιση, το 49% των ανθρώπων που υποστηρίζουμε καθημερινά στην ψυχολογική μας υπηρεσία εκδηλώνουν συμπτώματα μετατραυματικής διαταραχής (IRC MHPSS Factsheet Jan.2018-June 2019 ). Ειδικότερα, βιώνουν συχνά έντονα αποσυνδετικά συμπτώματα, δηλαδή χάνουν για κάποιο διάστημα την επαφή τους με την πραγματικότητα χωρίς να ξέρουν σε ποιά χώρα βρίσκονται ή τι μήνα έχουμε, και δυσκολεύονται να αντιληφθούν, να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν οτιδήποτε συμβαίνει γύρω τους. Αυτό καθιστά αδύνατο να αντιληφθούν τις πληροφορίες που τους δίνονται για τις δαιδαλώδεις νομικές και ιατρικές διαδικασίες.

    Επιπλέον, υποφέρουν από επίμονες εικόνες του παρελθόντος, ενώ βίαια περιστατικά εντός των ΚΥΤ πυροδοτούν απρόσκλητες τραυματικές εμπειρίες, στερώντας τους την αίσθηση ασφάλειας και την ικανότητα προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Βασικές ανάγκες, όπως η λήψη τροφής από τις ουρές διανομής και η προσωπική υγιεινή δε μπορούν να εξυπηρετηθούν χωρίς τη βοήθεια κάποιου τρίτου προσώπου που θα λειτουργεί ως φροντιστής. Αν δεν υπάρχει φροντιστής, οι ωφελούμενες/οι με PTSD συχνά δεν αντέχουν τις ουρές και μπορεί να μείνουν χωρίς φαγητό ή φάρμακα. Σε συναισθηματικό επίπεδο, οι θεραπευόμενές/οί μας αναφέρουν έντονη ανασφάλεια και φόβο, με συνέπεια τη σταδιακή κοινωνική απόσυρση και περιθωριοποίηση. Το αποτέλεσμα συχνά είναι η ανάπτυξη καταθλιπτικών αισθημάτων, η απουσία ελπίδας για το μέλλον και ένα συναισθηματικό κενό που ενίοτε μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονικότητα.

    Τα άτομα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες μας και εμφανίζουν συμπτώματα PTSD εκφράζουν τη δυσκολία τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στη διαδικασία της ιατρικής αξιολόγησης, πολλώ δε μάλλον στη διαδικασία συνέντευξης ασύλου, καθώς οι λεπτομέρειες, οι οποίες είναι απαραίτητες να αναφερθούν, είναι πιθανόν να σχετίζονται με τις τραυματικές τους εμπειρίες. Η αδυναμία συγκέντρωσης, ως σύμπτωμα της διαταραχής, επιβαρρύνει τη μνήμη και έτσι, είναι αδύνατον να καταθέσουν τα γεγονότα, όπως συνέβησαν. Η συγκεκριμένη παρατήρηση έχει αποτυπωθεί και σε πρόσφατες μελέτες, που έχουν δείξει ότι η ύπαρξη ψυχικών διαταραχών, συμπεριλαμβανομένης της PTSD, μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μαρτυρίες των αιτούντων άσυλο και την ικανότητά τους να αναπτύσσουν «αξιόπιστα» νομικά/ιατρικά στοιχεία (Steel, Frommer & Silove, 2004) . Συγκεκριμένα, σε έρευνα των Graham, Herhily και Brewin το 2014, αξιολογήθηκε η ακριβεία της αυτοβιογραφικής μνήμης σε ασθενείς με PTSD, που ήταν σε διαδικασία αίτησης ασύλου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με PTSD και κατάθλιψη παρουσιασίαζαν μειωμένης ακρίβειας αυτοβιογραφική μνήμη και ως εκ τούτου ήταν δυσκολότερο να αναγνωριστούν ως πρόσφυγες, δεδομένου ότι από νομικής πλευράς αυτού του είδους το έλλειμα συνδέεται με μειωμένη εγκυρότητα .

    Με βάση τα παραπάνω επιστημονικά δεδομένα και την εμπειρία μας από το πεδίο υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε διαμένοντες στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, φαίνεται ότι διακρίνονται κάποιοι παράγοντες που λειτουργούν ως εγκλητικοί κάποιας διαταραχής. Αυτοί είναι το αρχικό τραυματικό γεγονός, το ταξίδι στην χώρα προορισμού και η μετεγκατάσταση και οι συνθήκες διαβίωσης στην χώρα υποδοχής.

    Πιστεύουμε λοιπόν, πως η συμπερίληψη της διαταραχής μετατραυματικού στην ομάδα ευάλωτοτήτων είναι ζωτικής σημασίας για:
    • την προτεραιοποίηση στις διαδικασίες που διέπουν την υποδοχή, την ταυτοποίηση, την ιατρική καταγραφή και ψυχοκοινωνική αξιολόγηση και την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των νεοαφιχθέντων,
    • την άμεση πρόσβαση σε εξειδικευμένη υποστήριξη και την αναγκαία παραπομπή σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας,
    • την άρση του αποκλεισμού μετακίνσης, καθώς οι επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και ο εγλωβισμός στα Κέντρα Υποδοχής και Τυατοποίησης μπορεί να οδηγήσουν σε επανατραυματισμό και πλήρη έκπτωση της ψυχικής υγείας και της λειτουργικότητάς τους,
    • την τακτική παρακολούθηση και επαρκή υποστήριξη λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη κατάστασή της ψυχικής τους υγείας με στόχο τη διαφύλαξη της ψυχικής τους ακεραιότητας
    • την προστασία των αιτούντων άσυλο κατά τη νομική διαδικασία, καθώς αν δε ληφθεί υπόψιν η ευαλωτότητα αναμένεται ότι θα αυξηθούν οι απορριπτικές αποφάσεις κατά τη διάρκεια εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, λόγω της δυσκολίας ανάκλησης των τραυματικών γεγονότων ή της αποτύπωσης των γεγονότων με μία διαστρεβλωμένη – κατακερματισμένη εικόνα (Herlihy και Turner, 2009)
    • την εξασφάλιση ενημέρωσης από εκπαιδευμένο προσωπικό με στόχο την καλύτερη προετοιμασία για την συνέντευξη ασύλου,
    • τη δημιουργία εύλογων προσαρμογών κατά τη διαδικασία ασύλου, με στόχο τη μείωση λήψης αρνητικών αποφάσεων λόγω μειωμένης ακρίβειας στην αυτοβιογραφική μνήμη

  • 20 Οκτωβρίου 2019, 14:33 | E.K.

    Η ρύθμιση της παραγράφου 2 είναι ορθή. Στο σύστημα του ασύλου υποχρέωση της Πολιτείας είναι να εξετάζει αιτήματα για το φόβο δίωξης των ενδιαφερομένων και όχι αν είναι ευάλωτοι ή όχι. Η ευαλωτότητα επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των συνθηκών υποδοχής ώστε να παρασχεθούν οι κατάλληλες υπηρεσίες και η μη ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας δεν μπορεί να εμποδίζει την εξέλιξη της εξέτασης του αιτήματος ασύλου. Επισημαίνεται σχετικά ότι ισχυρισμός περί ευαλωτότητας κατά την εξέταση του αιτήματος ασύλου επιβάλλεται να αξιολογείται από το χειριστή της Υπηρεσίας Ασύλου που εξετάζει την υπόθεση και αποφαίνεται επί του αιτήματος ασύλου.

  • 17 Οκτωβρίου 2019, 17:56 | Γραμμενίδης Κωνσταντίνος

    Η αφαίρεση των κατηγοριών «Άτομα με μετατραυματικη διαταραχή, ειδικά επιζώντες και συγγενείς θυμάτων ναυαγίων», «ΛΟΑΤΙ (LGBTI)» και «χρήση ουσιών» είναι παράλογη, επικίνδυνη, και πρέπει να αναθεωρηθεί. Αυτα τα άτομα κινδυνεύουν αν στεγάζονται μαζι με τον γενικό πληθυσμό και ζρήζουν προατασίας και ειδικης μεριμνας