Άρθρο 53 Αναδιορισμός

1. Επιτρέπεται ο αναδιορισμός λειτουργού του ΝΣΚ, που παραιτήθηκε ή απολύθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας, μέχρι και τον βαθμό του Παρέδρου ΝΣΚ, σε κενή θέση, ομοιόβαθμη με εκείνη από την οποία είχε παραιτηθεί ή απολυθεί, εφόσον: α) είχε τετραετή τουλάχιστον υπηρεσία πριν από την παραίτηση ή απόλυση, β) ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) ετών από την παραίτηση ή απόλυσή του, γ) έχει τα προβλεπόμενα κατά τον χρόνο του αρχικού διορισμού του τυπικά προσόντα διορισμού, πλην της ηλικίας, δ) δεν έχει κώλυμα διορισμού και ε) ειδικά, στην περίπτωση της παραίτησης, η σωματική ανικανότητα και η αδυναμία πλήρους άσκησης των καθηκόντων έχουν πιστοποιηθεί, πριν από την παραίτηση, από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους.
2. Ο αναδιορισμός εκείνου που απολύθηκε ή παραιτήθηκε λόγω σωματικής ανικανότητας γίνεται ύστερα από τη διαπίστωση της πλήρους αποκατάστασης της σωματικής του ικανότητας για την άσκηση των καθηκόντων του. Η διαπίστωση γίνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο λειτουργός του ΝΣΚ παραπέμπεται στην επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.
3. Το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο γνωμοδοτεί για τον αναδιορισμό. Ο αναδιοριζόμενος τοποθετείται στον βαθμό που κατείχε κατά τον χρόνο της παραίτησης ή απόλυσής του από την Υπηρεσία και στην τελευταία θέση της επετηρίδας των λειτουργών που κατέχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια χρόνια υπηρεσίας κατά τον χρόνο του αναδιορισμού.
4. Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις που αναφέρονται στον διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.

  • 19 Ιουνίου 2021, 14:55 | Μ.X.

    Η περίπτωση ε της παραγράφου 1 πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: «ε) η σωματική ανικανότητα και η αδυναμία πλήρους άσκησης των καθηκόντων έχουν πιστοποιηθεί, πριν από την απόλυση ή την παραίτηση λόγω σωματικής ανικανότητας, από την δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή που προβλέπεται για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους». Αυτό προκειμένου αφενός να διασφαλίζεται ότι η απόλυση λαμβάνει χώρα πράγματι λόγω σωματικής ανικανότητας και δεν υποκρύπτεται υπηρεσιακή ανεπάρκεια και ένα πρόβλημα υγείας μικρότερης σοβαρότητας, που δεν οδηγεί σε αδυναμία πλήρους άσκησης των καθηκόντων, χρησιμοποιείται προσχηματικά για να υπάρχει δυνατότητα αναδιορισμού, γεγονός που δεν μπορεί να διαγνωσθεί με ασφάλεια μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 103 διαδικασίας, χωρίς ιατρική κρίση – μεσολάβηση δημόσιας υγειονομικής επιτροπής και αφετέρου προκειμένου να μπορεί να διαπιστωθεί από την Υγειονομική Επιτροπή της παρ. 2 ότι το ίδιο πρόβλημα υγείας, στην έκταση και με τα χαρακτηριστικά που οδήγησε στην απόλυση, αποκαταστάθηκε πλήρως.

  • 19 Ιουνίου 2021, 12:23 | Φανή Αρ.

    Με τη σχολιαζόμενη διάταξη προβλέπεται ότι το δικαίωμα αναδιορισμού παρέχεται, μεταξύ άλλων, εφόσον οι λειτουργοί του ΝΣΚ έχουν τετραετή τουλάχιστον προϋπηρεσία και υποβάλουν αίτηση αναδιορισμού εντός πέντε ετών, σε αντίθεση με την ισχύουσα διάταξη του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002), που προβλέπει τριετή προϋπηρεσία και πενταετή προθεσμία για υποβολή της αίτησης αναδιορισμού. Ομοίως, τριετία και πενταετία, αντίστοιχα, προβλέπεται για τον αναδιορισμό των Δικαστών, των Ειρηνοδικών και των Εισαγγελέων (άρθρο 39 του ν. 1756/1988), των στρατιωτικών Δικαστών (άρθρο 23 του ν. 2304/1995), ενώ πενταετής είναι και η προθεσμία για τον επαναδιορισμό των δικηγόρων (άρθρο 27 του ν. 4194/2013). Η επιχειρούμενη αύξηση του χρόνου προηγούμενης υπηρεσίας και ταυτόχρονα η μείωση του χρονικού διαστήματος εντός του οποίου δύναται να υποβληθεί η αίτηση αναδιορισμού αποκλίνει σε σχέση με τα ισχύοντα για τους λοιπούς ως άνω λειτουργούς της Δικαιοσύνης και ιδίως για τους Δικαστές (με τους οποίους οι Λειτουργοί του ΝΣΚ εξομοιώνονται βαθμολογικά και μισθολογικά) και θέτει τους Λειτουργούς του ΝΣΚ σε άνιση – δυσμενέστερη θέση. Επιπλέον, οι υπερβολικά αυστηρές αυτές προϋποθέσεις καθιστούν πρακτικά ανεφάρμοστο τον αναδιορισμό σε περίπτωση απομάκρυνσης από την Υπηρεσία για λόγους σωματικής ανικανότητας, διότι είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, έως ανέφικτο, να υπάρξει πρόβλημα υγείας το οποίο να καθιστά κάποιον παντελώς ανίκανο – αδύναμο για την άσκηση των καθηκόντων του και το οποίο να δύναται να αποκατασταθεί πλήρως εντός τριών ετών, όπως απαιτεί η παράγραφος 2 του σχολιαζόμενου άρθρου. Αντιθέτως, η τριετής προϋπηρεσία είναι χρονικό διάστημα επαρκές, εντός του οποίου η Υπηρεσία έχει σχηματίσει εικόνα για την υπηρεσιακή ικανότητα του Λειτουργού και η πενταετία για τον αναδιορισμό είναι χρονικό διάστημα όχι υπερβολικά μεγάλο, εντός του οποίου ο Λειτουργός δεν έχει αποξενωθεί από την άσκηση των καθηκόντων του και μπορεί να ενταχθεί και πάλι στην υπηρεσία.

  • 18 Ιουνίου 2021, 16:33 | Χριστίνα Κ.

    Τα κριτήρια που οφείλει να λαμβάνει υπόψη του το Υπηρεσιακό Συμβούλιο για τον καθορισμό της σειράς αρχαιότητας του αναδιοριζόμενου έχουν ορισθεί με αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και συγκεκριμένα με τις ΣτΕ 2378/2018 και 1729/2014 (ad hoc για αναδιορισμούς Λειτουργών του ΝΣΚ) και είναι τα ίδια που εφαρμόζονται και για τον αναδιορισμό των Δικαστών. Ειδικότερα, με τις προαναφερόμενες αποφάσεις κρίθηκε ότι: «Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο καθορίζει την σειρά αρχαιότητας του αναδιοριζομένου όχι κατά την απόλυτη κρίση του, αλλά κατά ευρεία διακριτική ευχέρεια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν α. την σειρά αρχαιότητάς του πριν από την έξοδό του από την υπηρεσία, β. την υπηρεσιακή του εικόνα μέχρι της εξόδου του από την υπηρεσία, γ. τις ασχολίες ή τις εν γένει δραστηριότητές του κατά το εκτός υπηρεσίας χρονικό διάστημα (όπως την άσκηση δικηγορίας), δ. τη χρονική διάρκεια της εκτός υπηρεσίας παραμονής του. Περαιτέρω, κατά τον καθορισμό της σειράς της αρχαιότητας του αναδιοριζομένου πρέπει να συνεκτιμάται η πάροδος του χρόνου που οφείλεται σε καθυστέρηση της προόδου της διαδικασίας του ζητήματος του αναδιορισμού που δεν οφείλεται στον ενδιαφερόμενο». Ενδεχόμενη διαφορετική ρύθμιση του ζητήματος, όπως αυτή που διαλαμβάνεται στο άρθρο 53 παρ. 3 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, σύμφωνα με την οποία ο αναδιοριζόμενος τοποθετείται στην τελευταία θέση της επετηρίδας των λειτουργών που κατέχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια χρόνια υπηρεσίας κατά τον χρόνο του αναδιορισμού: α) αντίκειται στην ως άνω πάγια διαμορφωθείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, β) είναι υπερβολικά αυστηρή, ιδίως σε περίπτωση που η απομάκρυνση από την υπηρεσία λαμβάνει χώρα για λόγους υγείας, για τους οποίους οι αναδιοριζόμενοι δεν φέρουν ευθύνη και δεν λαμβάνει υπόψη της τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις που συντρέχουν στο πρόσωπο ενός εκάστου αναδιοριζόμενου, όπως λ.χ. την σειρά επιτυχίας του στον εισαγωγικό διαγωνισμό, την υπηρεσιακή εικόνα, το εκτός υπηρεσίας χρονικό διάστημα κτλ., γ) εισάγει δυσμενέστερη και μη δικαιολογούμενη από κανέναν αποχρώντα λόγο μεταχείριση των Λειτουργών του ΝΣΚ έναντι των Δικαστικών Λειτουργών, προς τους οποίους εξομοιώνονται μισθολογικά και βαθμολογικά, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει να προκριθεί η σχετική ρύθμιση του άρθρου 36 παρ. 3 του νυν Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 55 του ν. 4170/2013, η οποία ήταν όμοια με αυτή του ισχύοντος άρθρου 39 παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), σύμφωνα με την οποία «Για τον αναδιορισμό αποφαίνεται το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, το οποίο καθορίζει και την αρχαιότητα αυτού που αναδιορίζεται», με την προσθήκη και των προαναφερόμενων κριτηρίων της νομολογίας του ΣτΕ.