Άρθρο 160: Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου του παρόντος, οι τελεσίδικες αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων εκτελούνται με τη φροντίδα του προέδρου του δικηγορικού συλλόγου, του οποίου μέλος αποτελεί ο τιμωρημένος δικηγόρος.
2. Η προειδοποίηση, η επίπληξη και το πρόστιμο γνωστοποιούνται εγγράφως στον τιμωρηθέντα από τον πρόεδρο του συλλόγου. Τα πρόστιμα παρακρατούνται από το Σύλλογο από τα ποσά των διανεμητικών λογαριασμών και των μερισμάτων ή εισπράττονται σύμφωνα με το νόμο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων και εισάγονται στο ταμείο του συλλόγου. Αν δεν καταβληθεί το πρόστιμο είναι απαράδεκτη η υποβολή της ετήσιας δήλωσης. Οι αποφάσεις, με τις οποίες επιβάλλονται ποινές οριστικής παύσης ή προσωρινής τουλάχιστον ενός μηνός, δημοσιεύονται στο νομικό τύπο με δαπάνη του δικηγόρου που τιμωρήθηκε η οποία εισπράττεται, όπως και τα πρόστιμα, και τοιχοκολλούνται επιπλέον στα γραφεία του συλλόγου. Οι αποφάσεις που επιβάλλουν οριστική ή προσωρινή παύση γνωστοποιούνται στους εισαγγελείς και στους γραμματείς όλων των δικαστηρίων όπου υπηρετεί ο τιμωρημένος, ώστε να ειδοποιηθούν σχετικά τα δικαστήρια.
3. Ο δικηγόρος που τιμωρήθηκε οφείλει μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από τη γνωστοποίηση της τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης και εφόσον του επιβλήθηκε ποινή οριστικής ή προσωρινής παύσης να προσέλθει στα γραφεία του συλλόγου, στον οποίο ανήκει και να παραδώσει το δελτίο της δικηγορικής του ταυτότητας. Από την επόμενη ημέρα της παράδοσης του δελτίου αρχίζει η έκτιση της ποινής. Αν δεν έχει εφοδιασθεί με δελτίο ταυτότητας, τότε καταθέτει σχετική υπεύθυνη δήλωση και από την επόμενη ημέρα της κατάθεσης της δήλωσης αυτής, αρχίζει η έκτιση της ποινής. Αν δεν κατατεθεί το δελτίο της ταυτότητας του ή η υπεύθυνη δήλωση, η έκτιση της ποινής αρχίζει με την παρέλευση της κατά τα άνω πενθήμερης προθεσμίας γνωστοποίησης της τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης οπότε συντρέχει και περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 175 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα. Αν ο δικηγόρος τιμωρηθεί με την ποινή της οριστικής παύσης, αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου.
4. Αν η απόφαση για την οριστική παύση εξαφανισθεί από νεότερη δικαστική απόφαση, ο ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να επαναδιορισθεί με σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου που ήταν μέλος του πριν την καταδίκη του.

  • 13 Φεβρουαρίου 2013, 13:25 | Αναστασία Γιογλή

    α) Η απαγόρευση υποβολής ετήσιας δήλωσης λόγω μη καταβολής προστίμου ισοδυναμεί με απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος και αντίκειται και στην αρχή της αναλογικότητας, ενόψει του ότι προβλέπεται παρακράτηση από το μέρισμα και αναγκαστική είσπραξη.
    β) Η παρ 4 είναι προδήλως αντισυνταγματική και αντίθετη στην ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που απαιτείται σύμφωνη γνώμη διοικητικού οργάνου για τη συμμόρφωση με δικαστική απόφαση, και πρέπει να απαλειφθεί

  • 10 Φεβρουαρίου 2013, 21:03 | Χαρλαύτης Ευθ. Χρίστος

    Άρθρο 160 παρ. 4
    Να διαγραφεί η λέξη «νεότερη» γιατί δεν έχει νόημα ύπαρξης.
    Ο επαναδιορισμός του διαγραφέντος δικηγόρου, μετά την εξαφάνιση της απόφασης για την οριστική διαγραφή του, πρέπει να γίνεται όχι με την την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά αυτοδικαίως και εντός πέντε ημερών από την επίδοση της σχετικής απόφασης, είτε από το Συμβούλιο της Επικρατείας είτε από τον δικηγόρο, η διαγραφή του οποίου ακυρώθηκε.