‘Αρθρο 48:Παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους συνταξιούχους άλλων κλάδων.

Δικηγόροι που ως άμεσα ασφαλισμένοι λαμβάνουν από το δημόσιο ή οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό σύνταξη, κύρια ή επικουρική, βοήθημα ταμείου αρωγής ή μέρισμα μετοχικού ταμείου, που το άθροισμα τους υπερβαίνει την καταβαλλόμενη κατά μήνα κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού σύνταξη δικηγόρου με σαράντα συντάξιμα χρόνια από το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ) και τον κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης, οφείλουν με δήλωσή τους προς το Δικηγορικό Σύλλογο που ανήκουν, μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και εφεξής, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από την έναρξη καταβολής της σύνταξης ή βοηθήματος, μερίσματος ή άλλης παροχής, να επιλέξουν την άσκηση της δικηγορίας ή την απόληψη των παροχών αυτών. Σε περίπτωση που θα επιλέξουν την άσκηση της δικηγορίας αναστέλλεται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η καταβολή σ’ αυτούς της σύνταξης και κάθε άλλης παροχής για το όλο ποσό ή για το προβλεπόμενο ποσοστό.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται:
(α) Στους δικηγόρους που λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας ή θύματος πολέμου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί που αναφέρονται στο Ν. 612/1977.
(β) Στους συνταξιούχους που είναι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης ή πολεμιστές της γραμμής των πρόσω του πολέμου 1940-41 και σε εκείνους που λαμβάνουν ή επαύξησαν σύνταξη λόγω αποκατάστασής τους σε θέσεις του δημόσιου τομέα, από τις οποίες είχαν απολυθεί ή εξαναγκασθεί σε παραίτηση κατά την από 21.4.1967 έως 24.7.1974 περίοδο της δικτατορίας.
(γ) Στους δικηγόρους που λαμβάνουν σύνταξη ή άλλη παροχή για υπηρεσίες που πρόσφεραν ή καθήκοντα που άσκησαν και δεν ήταν, κατά τον χρόνο παροχής ή άσκησής τους, ασυμβίβαστα με το λειτούργημα του δικηγόρου, ανεξάρτητα αν οι υπηρεσίες αυτές παρασχέθηκαν ή τα καθήκοντα ασκήθηκαν πριν ή μετά το διορισμό τους ως δικηγόρων. Στην εξαίρεση του εδαφίου αυτού δεν περιλαμβάνονται οι δικηγόροι των οποίων το ασυμβίβαστο έχει αρθεί με τα άρθρα 5 και 7 του Ν.Δ.. 410/1974, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 1 και 2 του Ν.Δ. 484/1974.
(δ) Στους πολυτέκνους.
3. Η δήλωση επιλογής της παρ. 1 κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στο Δικηγορικό Σύλλογο, στον οποίο ο δικηγόρος είναι μέλος και στους φορείς που οφείλουν τη σύνταξη ή τις άλλες παροχές. Αν ο υπόχρεος επιλέξει τη σύνταξη, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το δικηγορικό λειτούργημα από την επομένη της κοινοποίησης της δήλωσης αυτής στο Δικηγορικό Σύλλογο.
4. Αν δεν κοινοποιηθεί εμπρόθεσμα δήλωση επιλογής, ο υπόχρεος σε δήλωση επιλογής διαγράφεται υποχρεωτικά από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει, ύστερα από απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου. Τα αποτελέσματα της διαγραφής επέρχονται από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο.
5. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ο δικηγόρος που με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο διαγράφηκε από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου δικαιούται στην απόληψη της σύνταξης και των άλλων παροχών από τον οφειλέτη ασφαλιστικό φορέα. Η απόληψη αρχίζει από την ημέρα που θα υποβάλει στον οικείο ασφαλιστικό φορέα του βεβαίωση του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ότι διαγράφηκε από τα μητρώα του συλλόγου.
6. Η Επιτροπή Μητρώου οφείλει μόλις διαπιστώσει την πιο πάνω υπέρβαση του αθροίσματος των παροχών από τη μηνιαία σύνταξη, να ειδοποιήσει εγγράφως χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου για την εφαρμογή του παρόντος και τη λήψη της σχετικής απόφασης περί διαγραφής.
7. Κάθε άλλη διάταξη ουσιαστικού ή τυπικού νόμου, απόφασης αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καταργείται.

  • 13 Φεβρουαρίου 2013, 23:41 | Λεωνίδας Τζεφεράκος

    O Δικηγόρος, που λαμβάνει συνταξη,η οποία υπερβαίνει ορισμένο όριο [ π.χ.σύνταξη Δικηγόρου με 40 έτη άσκησης δικηγορίας ] να εφοδιάζεται με ειδικό ανάλογο Δελτίο Ταυτότητας εις ένδειξη τιμής για την προσφορά του στην Δικαιοσύνη και την κοινωνία.
    Το Δελτίο ταυτότητας του Δικηγόρου, που λαμβάνει σύνταξη να δίδει το δικαίωμα να υπερασπίζει τον εαυτόν του ενώπιον των Δικαστηρίων, χωρίς να απαιτείται να υπερασπίζεται από συνάδελφο του της επιλογής του, όπως ισχύει σήμερα.Το μέτρον αυτό να ισχύει για τους ασκούντες δικηγορίαν μέχρι της έναρξης ισχύος του οαρόντος.

  • 13 Φεβρουαρίου 2013, 12:38 | Αναστασία Γιογλή

    Η ρύθμιση της παρ 1 έχει αμφισβητηθεί ως προς την συνταγματικότητα της. Προτείνεται αντίστοιχη ή ανάλογη ρύθμιση με αυτόν που ισχύει για τους συνταξιούχους του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα (περιορισμός της σύνταξης κατά 70% ή 80% σε περίπτωση άσκησης επαγγέλματος κλπ. Η ρύθμιση αυτή έχει κριθεί ότι δεν αντίκειται στο Σύνταγμα).

  • 12 Φεβρουαρίου 2013, 17:30 | Αθανάσιος Κούρκουλος

    το ΕΔΔΑ δέχεται παγίως (για μια συνοπτική παρουσίαση της εξέλιξης της νομολογίας του ΕΔΔΑ, βλ., αντί πολλών,Αγγ. Στεργίου, Η προστασία των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών ως περιουσιακών δικαιωμάτων, σε Τα συνταγματικά όρια νομοθετικής μεταβολήςτης κοινωνικής ασφάλισης, 2009, σελ. 1 επ..) ότι:στην έννοια της περιουσίας του άρθρου 1 του ΠΠΠ περιλαμβάνονται κα απαιτήσεις για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (ΕΔΔΑ Υποθ. Αντωνακόπουλου κ.α, Αποφ. 14.12.99, Ε.Δ.Δ.Α. Υποθ. Γεωργιάδης, Αποφ.28.3.2000, ΕΔΔΑ Υποθ. Gaygusuz, Αποφ. 16.9.1996, ΕΔΚΑ 1997, σελ. 11,ΕΔΔΑ Υποθ. Αζίνας, Αποφ. 20.6.02, ΕΔΚΑ 2002, σελ. 896, ΕΔΔΑ, Υποθ. Αποστολάκης, Αποφ. 22.10.2009, ΕΔΚΑ 2009, σελ.689),- Επί πλήρους και αυτοδίκαιης στέρησης της σύνταξης, το ΕΔΔΑ αποφαίνεται ότι διαταράσσεται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύτης προσβολής αγαθού το οποίο προστατεύεται από την ΕΣΔΑ και του δημόσιου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, συντρέχει παραβίαση του άρθρου 1ΠΠΠ ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ, Υποθ. Αποστολάκης, Αποφ. 22.10.2009, ΕΔΚΑ 2009,σελ. 689, ΕΔΔΑ, Υποθ. Asmundsson, Αποφ. 12.10.2004, ΕΔΚΑ 2005,σελ.97)

  • 12 Φεβρουαρίου 2013, 16:58 | Κωνσταντίνος Αποστολάκης

    Συμφωνώ απολύτως με τα σχόλια του κ. Ιωάννη Καπέλιου και προτείνω το άρθρο να 48 να παραληφθεί εντελώς, λαμβανομένου επί πλεόν υπόψη- και σε συνδιασμό με τα άρθρα 5, παρ. 1 και 22 του Συντάγματος- και του άρθρου 25, παράγραφος 1, εδάφιο δ΄, του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων(Α΄84/17-4-2001). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 730/1977 και όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1090/1980 (ΦΕΚ Α΄263/15-11-1980)(άρθρο 7, παράγραφος 4 Κώδικα Ταμείου Νομικών), «Δεν δύναται εφεξής να υπαχθή εις την ασφάλισιν του Ταμείου υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα ο συνταξιούχος υπάλληλος αυτού, ο συνταξιούχος του Δημοσίου, οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ……………», ενώ οι παραπάνω συνταξιούχοι επικολλούν τις παραστάσεις των σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ενισχύοντας ούτω τα αντίστοιχα Ταμεία, άνευ ανταποδοτικότητας ή άλλων ισοδυνάμων υπέρ αυτών μέτρων.

  • 11 Φεβρουαρίου 2013, 13:14 | Κων/νος Πολυζωγόπουλος

    Λόγω των καταλυτικών συνεπειών που έχει η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 48 θα πρέπει στην παρ. 2 να ορισθούν συγκεκριμένα απολύτως οι εξαιρέσεις με ποαραπομπή σε συγκεκριμένου περιεχομένου διατάξεις. Έτσι π.χ. στην παρ. 2 περ.γ είναι επικίνδυνη η αναφορά σε έργα συμβίβαστα ως γενική. Ασφαλέστερη θα ήταν η σύνδεση με έργα των άρθρ. π.χ. 6-8 του Σχεδίου, όπου εξειδικεύονται στο άρθρο 7 τα ασυμβίβαστα έργα.

  • 9 Φεβρουαρίου 2013, 17:39 | Ιωάννης Καπέλιος

    Προτείνω το άρθρο αυτό να παραληφθεί εντελώς, διότι δεν εξυπηρετεί κανένα ουσιαστικό σκοπό, καταστρατηγεί τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, της κοινωνικής ασφάλισης και την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικουμένου προς την διοίκηση.
    Οι περιορισμοί αυτοί στους δικηγόρους που λαμβάνουν σύνταξη και καλούνται να επιλέξουν την άσκηση της δικηγορίας ή την απόληψη της σύνταξης, είναι υπέρμετρα περιοριστικοί του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην εργασία, αφού το δίλημμα δικηγορία ή σύνταξη, τους στερούν επί της ουσίας το δικαίωμα στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος και τη συμμετοχή τους στη κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου τους, ως παραγωγικοί και ενεργοί πολίτες.
    Το άρθρο 5 του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι: «Ο καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη…». Το Σύνταγμα λοιπόν κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη συμμετοχή στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.
    Το δικαίωμα της εργασίας, ως κοινωνικό δικαίωμα θεμελιώνεται στο άρθρο 22 του Συντάγματος και αποβλέπει «…στην ηθική και υλική ανύψωση του εργαζόμενου…». Το δικαίωμα στην εργασίας, λοιπόν, όπως και η ελευθερία στην εργασία, στοχεύει στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ελεύθερη συμμετοχή στην κοινωνική, οικονομική αλλά και πολιτική ζωή του τόπου και δεν επιτρέπεται να περιορίζεται με εκβιαστικά οικονομικά διλήμματα, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές οικονομικές συνθήκες για τους συνταξιούχους, αλλά και τους δικηγόρους.
    Η διάταξη αυτή είναι άδικη και αντισυνταγματική,(δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση), αφού η απόληψη της σύνταξης, δεν είναι χαριστική πράξη, αλλά ανταποδοτική πράξη των ασφαλιστικών εισφορών και το ύψος της καθορίζεται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας, και των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών Ταμείων, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνταξιοδοτικές διατάξεις για την κατοχύρωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
    Αν δεν παραληφθεί ολόκληρ το άρθρο 48, τότε προτείνω η παράγραφος 2(δ), του άρθρου 48, να γραφεί ως εξής: «Στους πολύτεκνους και τρίτεκνους».