Άρθρο 30 – Κανονική άδεια

1. Το προσωπικό του Ν.Π.Ι.Δ.. δικαιούται κανονική άδεια με πλήρεις αποδοχές σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η αδεία χορηγείται από τον Διευθυντή. Ειδικότερα, οι εργαζόμενοι οφείλουν να προγραμματίζουν την κανονική άδειά τους έγκαιρα, ώστε να την λαμβάνουν εντός του ημερολογιακού έτους.
2. Ο τακτικός υπάλληλος από την έναρξη της εργασίας του και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούται με τη συμπλήρωση ενός (1) έτους δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας. Η αναλογία της άδειας, υπολογίζεται με βάση την ετήσια άδεια των είκοσι (20) ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι υπάλληλοι λόγω πενθημέρου. Το Ν.Π.Ι.Δ.. υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσλήφθηκε ο υπάλληλος, να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία κανονικής άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος και μέχρι την συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, ο τακτικός υπάλληλος δικαιούται ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, ανάλογα με το χρόνο απασχόλησής του στο Ν.Π.Ι.Δ. η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου . Μετά τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης ο τακτικός υπάλληλος δικαιούνται πλήρη άδεια. Ο χρόνος της κανονικής αυτής άδειας επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου και μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών. Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο τακτικός υπάλληλος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου έκαστου έτους την κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω.
3. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος μέσα στην περίοδο 15 Μαΐου – 31 Οκτωβρίου.
4. Οι κανονικές άδειες μπορούν να χορηγούνται και τμηματικά λόγω υπηρεσιακών αναγκών ή με αίτηση του υπαλλήλου.
5. Η κανονική άδεια μπορεί να μη χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται, για να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένες έκτακτες ανάγκες του Ν.Π.Ι.Δ. Ειδικά για την ανάκληση λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη και η δυνατότητα του υπαλλήλου να επιστρέψει στην εργασία του, ενώ σε κάθε περίπτωση θα καταβάλλονται οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο υπάλληλος εξαιτίας της ανάκλησης, περιορισμού ή μη χορήγησης. Ανάκληση άδειας είναι δυνατή και μετά από αίτηση του εργαζόμενου, εφόσον εκτιμηθεί η σοβαρότητα των λόγων που ο εργαζόμενος επικαλείται και δεν δημιουργούνται προβλήματα στην εργασία.
6. Κατά την διάρκεια των μεγάλων μουσουλμανικών θρησκευτικών εορτών δεν χορηγείται στο προσωπικό κανονική άδεια.
7. Ο τακτικός υπάλληλος που δε ζήτησε, με γραπτή αίτησή του, κανονική άδεια μέχρι την 31η Οκτωβρίου εκάστου έτους, καλείται από το Ν.Π.Ι.Δ. να λάβει την άδειά του στο επόμενο δίμηνο μέχρι τη λήξη του έτους. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος δεν ορίσει το χρόνο χορήγησης της αδείας του, το Ν.Π.Ι.Δ.. – με την επιφύλαξη των παρ. 5 και 6 του άρθρου αυτού – ορίζει το χρόνο χορήγησης και με απόφαση του χορηγεί υποχρεωτικά την άδεια μέχρι τη λήξη του έτους.
8. Από το χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος κάθε αδικαιολόγητης απουσίας μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
9. Η υπέρβαση του χρόνου άδειας, εάν δεν δικαιολογείται από σπουδαίο λόγο που αποδεικνύεται δεόντως με την προσκόμιση αποδεικτικού εγγράφου, συνιστά αυθαίρετη απουσία του εργαζομένου με όλες τις σχετικές συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εργαζόμενος οφείλει να ειδοποιήσει έγκαιρα και με βάση τη σχετική διαδικασία σχετικά με το λόγο και το χρόνο της καθυστέρησης επανόδου του. Αδικαιολόγητη παράλειψη ειδοποίησης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
10. Για τους αποσπασθέντες, στο Ν.Π.Ι.Δ., δημόσιους υπάλληλους (μόνιμοι ή Ι.Δ.Α.Χ.) ισχύουν οι διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α΄ 26) .