Άρθρο 51 – ( Άρθρο 45 παρ. 4 της Οδηγίας 2015/2436/ΕΕ) Κατάθεση και εξέταση της αίτησης έκπτωσης

1.Η αίτηση έκπτωσης κατατίθεται στη Διεύθυνση Σημάτων και εξετάζεται από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων. Η αίτηση μπορεί να αφορά μέρος ή το σύνολο των προϊόντων ή υπηρεσιών σε σχέση με τις οποίες έχει καταχωρισθεί το αμφισβητούμενο σήμα. Η Διεύθυνση Σημάτων χορηγεί άμεσα στον αιτούντα αριθμό πρωτοκόλλου της κατατεθείσας αίτησης και ημερομηνία συνεδρίασης της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που θα την εξετάσει. Για την κοινοποίηση της αίτησης έκπτωσης στον δικαιούχο και για την άσκηση προσθέτων λόγων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του εδαφίου β’ της παρ. 1, καθώς και της παρ. 2 του άρθρου 27.
2. Αίτηση για έκπτωση μπορεί να υποβληθεί από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε οργάνωση ή φορέα εκπροσώπησης των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρόχων υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών, εφόσον μπορεί να ενάγει και να ενάγεται.

  • Κατά το άρθρο 33 παρ. 3, όταν το σήμα γίνει δεκτό με απρόσβλητη απόφαση του εξεταστή και της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή με τελεσίδικη απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων, σημειώνεται στο μητρώο σημάτων η λέξη «καταχωρίσθηκε»…

    Περαιτέρω, το άρθρο 51 παρ. 5 προκειμένου περί διαγραφής λόγω εκπτώσεως και το άρθρο 52 παρ. 7 προκειμένου περί διαγραφής λόγω ακυρότητος ορίζουν ότι η έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα και η ακυρότητα του σήματος, αντίστοιχα, επέρχεται όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη.

    Τα ανωτέρω οδηγούν σε «εν τοις πράγμασιν» κατάργηση της Δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου περί σημάτων.

    Συγκεκριμένα, οι τελεσίδικες αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων είναι δεκτικές προσβολής με Αίτηση Αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, με την επιφύλαξη βεβαίως των οριζομένων στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
    Όμως, το γεγονός ότι η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της όταν καταστεί τελεσίδικη, καθιστά αυτή τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης με αίτηση αναιρέσεως άνευ αντικειμένου, διότι επί διαγραφής λόγω εκπτώσεως ή ακυρότητος, ακόμη και εάν ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, το σήμα θα έχει διαγραφεί και οποιοσδήποτε μπορεί να το επανακαταθέσει.
    Επομένως, ακόμη και εάν γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως θα έχει γεμίσει η αγορά με προϊόντα και στην ουσία θα έχει απωλεσθεί το δικαίωμα στο σήμα.

    Και εδώ θα εμφανισθεί το φαινόμενο, να ισχύει το σήμα με απόφαση του ΣτΕ ενώ η διοίκηση θα έχει διαγράψει αυτό, στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου που απαιτούν τελεσίδικη απόφαση.

    Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση απόρριψης του σήματος με τελεσίδικη απόφαση.

    Και τί θα γίνει εάν η διοίκηση αρνηθεί να ανακαλέσει την πράξη διαγραφής ή απόρριψης του σήματος. Να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως ή τεκμαιρομένης αρνήσεως; Και άλλες δίκες.

    Οι σχετικές διατάξεις δημιουργούν τεράστια ανασφάλεια στις συναλλαγές.

    Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε περιπτώσεις σημάτων είναι άνευ αντικειμένου και «εν τοις πράγμασιν» καταργήθηκε στο βωμό της ταχύτητας.

    Προτείνεται η αντικατάσταση της λέξης «τελεσίδικη» στα ανωτέρω άρθρα με τη λέξη «αμετάκλητη».

  • 25 Ιανουαρίου 2019, 11:56 | ΒΙΡΓΙΝΙΑ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

    Επειδή ο κύκλος των φορέων που μπορούν να υποβάλλουν αίτηση έκπτωσης διευρύνεται σημαντικά συγκριτικά με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο,θα μπορούσε η παρ. 2 να τροποποιηθεί ως εξής:

    2)Αίτηση για έκπτωση μπορεί να υποβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ήτοι, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε οργάνωση ή φορέα εκπροσώπησης των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρόχων υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών, εφόσον μπορεί να ενάγει και να ενάγεται