Άρθρο 52 – ( Άρθρο 7, 45 και 47 της Οδηγίας 2015/2436/ΕΕ) Ακυρότητα σήματος

1. Το σήμα κηρύσσεται άκυρο και διαγράφεται εάν καταχωρίσθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 4 και 5.
2. Αν ο λόγος ακυρότητας αφορά μέρος μόνον των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωρισθεί, το σήμα κηρύσσεται άκυρο μόνο για τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες.
3. Το σήμα δεν κηρύσσεται άκυρο εάν ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στα εδάφια β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 4 δεν υφίσταται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ακυρότητας λόγω του ότι το σήμα απέκτησε διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσης του.
4. Την ακυρότητα σήματος για λόγους που ανάγονται στο άρθρο 4 μπορεί να ζητήσει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, καθώς και κάθε οργάνωση ή φορέας εκπροσώπησης των συμφερόντων κατασκευαστών, παραγωγών, παρόχων υπηρεσιών, εμπόρων ή καταναλωτών, εφόσον μπορεί να ενάγει και να ενάγεται.
5. Την ακυρότητα σήματος για λόγους που ανάγονται στο άρθρο 5 μπορεί να ζητήσει ο δικαιούχος οποιουδήποτε προγενέστερου δικαιώματος περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό.
6. Μια αίτηση ακυρότητας μπορεί να στηρίζεται σε περισσότερα από ένα προγενέστερα δικαιώματα, αρκεί να ανήκουν όλα στον ίδιο δικαιούχο.
7. Η ακυρότητα του σήματος επέρχεται όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Το σήμα που κηρύχθηκε άκυρο θεωρείται ότι ουδέποτε παρήγε αποτελέσματα.
8. Η τελεσίδικη απόφαση για την ακυρότητα σήματος εγγράφεται στο μητρώο σημάτων και το σήμα διαγράφεται από αυτό.
9. Για την υποβολή αίτησης ακυρότητας, την κοινοποίησή της, την εξέτασή της από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 51.
10. Δεν δικαιούται να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας σήματος για τους λόγους του άρθρου 5 εκείνος, ο οποίος τους είχε προβάλει κατά τη διαδικασία καταχώρισης αυτού, εφόσον αυτοί κρίθηκαν κατ’ αντιδικία με τον δικαιούχο του σήματος από τη Διοικητική Επιτροπή Σημάτων ή τα διοικητικά δικαστήρια.

  • 29 Ιανουαρίου 2019, 08:54 | Μάνος Μαρκάκης

    Συμφώνως προς το ανωτέρω σχόλιο των κ. Θεοδώρου & Μασούλα, προτείνεται η αναδιατύπωση της παρ. 7 εδ. (α) ως εξής:

    «7. Η ακυρότητα του σήματος επέρχεται όταν η σχετική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.»

  • Κατά το άρθρο 33 παρ. 3, όταν το σήμα γίνει δεκτό με απρόσβλητη απόφαση του εξεταστή και της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή με τελεσίδικη απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων, σημειώνεται στο μητρώο σημάτων η λέξη «καταχωρίσθηκε»…

    Περαιτέρω, το άρθρο 51 παρ. 5 προκειμένου περί διαγραφής λόγω εκπτώσεως και το άρθρο 52 παρ. 7 προκειμένου περί διαγραφής λόγω ακυρότητος ορίζουν ότι η έκπτωση από το δικαίωμα στο σήμα και η ακυρότητα του σήματος, αντίστοιχα, επέρχεται όταν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη.

    Τα ανωτέρω οδηγούν σε «εν τοις πράγμασιν» κατάργηση της Δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου περί σημάτων.

    Συγκεκριμένα, οι τελεσίδικες αποφάσεις των Διοικητικών Εφετείων είναι δεκτικές προσβολής με Αίτηση Αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, με την επιφύλαξη βεβαίως των οριζομένων στο άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989.
    Όμως, το γεγονός ότι η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της όταν καταστεί τελεσίδικη, καθιστά αυτή τη δυνατότητα προσβολής της απόφασης με αίτηση αναιρέσεως άνευ αντικειμένου, διότι επί διαγραφής λόγω εκπτώσεως ή ακυρότητος, ακόμη και εάν ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, το σήμα θα έχει διαγραφεί και οποιοσδήποτε μπορεί να το επανακαταθέσει.
    Επομένως, ακόμη και εάν γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως θα έχει γεμίσει η αγορά με προϊόντα και στην ουσία θα έχει απωλεσθεί το δικαίωμα στο σήμα.

    Και εδώ θα εμφανισθεί το φαινόμενο, να ισχύει το σήμα με απόφαση του ΣτΕ ενώ η διοίκηση θα έχει διαγράψει αυτό, στηριζόμενη στις διατάξεις του νόμου που απαιτούν τελεσίδικη απόφαση.

    Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση απόρριψης του σήματος με τελεσίδικη απόφαση.

    Και τί θα γίνει εάν η διοίκηση αρνηθεί να ανακαλέσει την πράξη διαγραφής ή απόρριψης του σήματος. Να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως κατά της αρνήσεως ή τεκμαιρομένης αρνήσεως; Και άλλες δίκες.

    Οι σχετικές διατάξεις δημιουργούν τεράστια ανασφάλεια στις συναλλαγές.

    Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας σε περιπτώσεις σημάτων είναι άνευ αντικειμένου και «εν τοις πράγμασιν» καταργήθηκε στο βωμό της ταχύτητας.

    Προτείνεται η αντικατάσταση της λέξης «τελεσίδικη» στα ανωτέρω άρθρα με τη λέξη «αμετάκλητη».