Άρθρο 69 – Πειθαρχική Διαδικασία

1. Η γραπτή αναφορά για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος υποβάλλεται στο Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου αμέσως μετά την τέλεση ή τη γνώση της πράξης και του προσώπου που την τέλεσε. Σε κάθε περίπτωση, η υποβολή της αναφοράς μετά πάροδο δέκα ημερών είναι απαράδεκτη.
2. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου αδειών και πειθαρχικού ελέγχου καλεί τον αναφέροντα να βεβαιώσει ενόρκως το περιεχόμενο της αναφοράς και στη συνέχεια συγκαλεί το αρμόδιο όργανο, γνωστοποιεί εγγράφως και χωρίς χρονοτριβή στον κρατούμενο το παράπτωμα και τα στοιχεία της υπόθεσης για την οποία υπάρχει σε βάρος του αναφορά και τον καλεί σε υπεράσπιση και απολογία. Ο εγκαλούμενος έχει δικαίωμα να προτείνει μάρτυρες και να ζητήσει προθεσμία έως είκοσι τέσσερις ώρες και δεν υποχρεούται να απολογηθεί πριν περάσει η προθεσμία. Αν ο κρατούμενος δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, ορίζεται υποχρεωτικά διερμηνέας με την ευθύνη του Συμβουλίου, εφαρμοζομένου του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος.
3. Αν πρόκειται για παράπτωμα της κατηγορίας Α’ του άρθρου 66 του παρόντος, το Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου συγκαλείται μέσα σε 48 ώρες, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την υποβολή της αναφοράς. Αν κριθεί σκόπιμο, το Συμβούλιο μπορεί να περιορίσει τον αριθμό των προτεινόμενων μαρτύρων.
4. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όπως αυτά που τελούνται υπό τις συνθήκες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 63, η πειθαρχική διαδικασία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου κινείται το ταχύτερο δυνατόν.
5. Η απόφαση του Συμβουλίου αδειών και πειθαρχικού ελέγχου είναι ειδικά αιτιολογημένη, απαγγέλλεται αμέσως μετά την εκδίκαση της υπόθεσης και καταχωρίζεται, εφόσον επιβληθεί ποινή, στα μητρώα και στο πληροφοριακό σύστημα του καταστήματος καθώς και στο ατομικό δελτίο του κρατουμένου.
6. Το Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου, για την επιβολή πειθαρχικής ποινής, καθώς και για τον καθορισμό του ύψους και της διάρκειάς της, συνεκτιμά τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, την προσωπικότητα του κρατουμένου, την κατάσταση της υγείας του, τον εναπομένοντα χρόνο έκτισης της ποινής, εάν πρόκειται για κατάδικο, καθώς και κάθε άλλο σημαντικό στοιχείο. Το Συμβούλιο μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να απέχει από την επιβολή ποινής ή να επιβάλλει ποινή μικρότερη της ελάχιστης προβλεπόμενης.
7. Προσφυγή του κρατουμένου κατά αποφάσεως του Συμβουλίου αδειών και πειθαρχικού ελέγχου κατατίθεται, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης στο Δικαστήριο Έκτισης Ποινών, το οποίο την εκδικάζει και αποφαίνεται αμετάκλητα. Σε κάθε περίπτωση το Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου αποφασίζει εάν η άσκηση προσφυγής αναστέλλει ή διακόπτει την εκτέλεση της απόφασης. Σε περίπτωση προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Έκτισης Ποινών ο κρατούμενος μπορεί να έχει δωρεάν νομική αρωγή από μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου κράτησης κατά τα οριζόμενα στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος.
8. Σε περίπτωση υποτροπής, μέσα σε έξι μήνες το Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου μπορεί να διατάξει την εκτέλεση και της πειθαρχικής ποινής που έχει ανασταλεί ή διακοπεί.
9. Επιτρέπεται η συνεκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων και η επιβολή συνολικής πειθαρχικής ποινής. Η συνολική ποινή σχηματίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 67 και διαγράφεται κατά τη διαδικασία του άρθρου 67 παράγραφος 4 του παρόντος κώδικα.
10. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή του Συμβουλίου αδειών και πειθαρχικού ελέγχου, μπορεί να ανασταλεί, να διακοπεί ή να χαριστεί εν όλω ή εν μέρει πειθαρχική ποινή περιορισμού σε ειδικό κελί, εφόσον: α) υπάρχει κίνδυνος ζωής ή σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του κρατουμένου, ή β) εξαιρετικές ενέργειες του κρατουμένου, όπως αυτές του άρθρου 65 του παρόντος, πείθουν για την ενίσχυση της συναίσθησης ευθύνης του. Την ίδια δυνατότητα έχει σε έκτακτες περιπτώσεις και ο Διευθυντής του καταστήματος, η απόφαση του οποίου τίθεται στο Συμβούλιο αδειών και πειθαρχικού ελέγχου προς έγκριση εντός δύο ημερών. Στην παραπάνω περίπτωση β’, η ποινή δεν λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς του κρατουμένου, όταν πρόκειται να του χορηγηθεί οποιαδήποτε άδεια ή να απολυθεί υπό όρο.