Άρθρο 27 – Ρυθμίσεις για τους ενέγγυους πιστωτές

1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται από τη ρευστοποίηση του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά.
2. Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση τους.
3. Η αναστολή των ατομικών διώξεων του άρθρου 26 δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας για διάστημα εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης (ή, κατά περίπτωση, την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 90, εφόσον το υπέγγυο στοιχείο περιλαμβάνεται στα στοιχεία της κατ’ ιδίαν εκποίησης), με την παρέλευση των οποίων η αναστολή επεκτείνεται και στις ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών. Κατ’ εξαίρεση, αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών στην περίπτωση που στην πτωχευτική απόφαση προβλέπεται η εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής και το περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελεί μέρος του υπό εκποίηση περιουσιακού συνόλου.
4. Σε περίπτωση κατάσχεσης από ενέγγυο πιστωτή, η άρση της αναστολής σύμφωνα με την παρ. 3 ισχύει μέχρι την πώληση του υπέγγυου στοιχείου μέσω πλειστηριασμού ή μέχρι την ανατροπή της κατάσχεσης.
5. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, καθώς και το δικαίωμα είσπραξης απαιτήσεων του πτωχού κατά τρίτων που έχουν ενεχυριαστεί ή εκχωρηθεί νόμιμα προ της κηρύξεως της πτωχεύσεως.

  • 7 Σεπτεμβρίου 2020, 21:01 | ΝΙΚ. ΜΠΟΥΡΜΠΟΣ

    3. Το οριζόμενο διάστημα των εννέα (9) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης εντός του οποίου οι ενέγγυοι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση επί των υπέγγυων στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας είναι υπερβολικό, δημιουργεί εμπόδια στο έργο του συνδίκου και προκαλεί προφανή καθυστέρηση στην εκτύλιξη της πτωχευτικής διαδικασίας. Και τούτο διότι η έναρξη εκτέλεσης στο σύνολο της υπέγγυας πτωχευτικής περιουσίας, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις με υποχρεώσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κατά κανόνα έχουν ενεχυριάσει είτε υποθηκεύσει το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, ενέχει την μεγάλη πιθανότητα το έργο του συνδίκου είτε να μην έχει αντικείμενο είτε να καθυστερεί μέχρις ολοκλήρωσης των αρξαμένων εκτελέσεων. Εξ ετέρου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε αντίθεση με τους λοιπούς πιστωτές, έχουν τη δυνατότητα λόγω της οργάνωσής τους, εφόσον το επιθυμούν, να ασκήσουν απρόσκοπτα τις ατομικές διώξεις τους κατά του οφειλέτη προ της πτώχευσής του. Συνακόλουθα προτείνεται να παραμείνει η πρόβλεψη της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του ισχύοντος ΠτΚ.

  • Δίχως επαρκή δικαιοπολιτική προσέγγιση το σύνολο του νέου νομοθετήματος θα αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα προκαλώντας εύλογη αμφιβολία για τη χρησιμότητά του. Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 27 και 92 του Κώδικα, κάθε ενέγγυος πιστωτής θα μπορεί να εκκινεί ατομική αναγκαστική εκτέλεση σε χρονικό διάστημα που μπορεί να εκκινεί 9 μήνες μετά την πτώχευση και να διαρκεί για ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΥΤΗΣ. Στο διάστημα αυτό, η κηρυχθείσα πτώχευση θα ΜΕΝΕΙ ΑΔΡΑΝΗΣ (εφόσον τα περιουσιακά της στοιχεία είναι βεβαρυμμένα με προσημείωση υποθήκης, κάτι ιδιαίτερα σύνηθες στις περιπτώσεις πτωχεύσεων. Μάλιστα, η ύπαρξη βεβαρυμμένης πτωχευτικής περιουσίας συναντάται στο 95% των περιπτώσεων πτώχευσης).
    Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 92 του νέου Κώδικα, ο σύνδικος της πτώχευσης είναι υποχρεωμένος να αναμείνει επί 9 μήνες τυχόν ενέγγυο πιστωτή να αποφασίσει εάν θα προβεί σε κατάσχεση του ακινήτου ή κινητού περιουσιακού στοιχείου της πτωχευτικής περιουσίας. Εάν εντός 9 μηνών προβεί σε κατάσχεση – διάστημα που εξαιρείται της αναστολής ατομικών διώξεων σύμφωνα με τα άρθρα 27 παρ. 3 και 4 – ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να αναμένει τον πλειστηριασμό που στην καλύτερη περίπτωση θα συμβεί 16 μήνες μετά την πτώχευση. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, θα επωμιστεί ο σύνδικος την υποχρέωση να αναγγείλει στη διαδικασία της εκτέλεσης τις επαληθευμένες απαιτήσεις όλων των υπολοίπων πιστωτών δίχως όμως να διασφαλίζεται δική του αμοιβή από την πτωχευτική περιουσία, η οποία μπορεί να εξαντλείται στα βεβαρυμμένα ακίνητα.
    Εν κατακλείδι, ούτε η ταχύτητα της διαδικασίας διασφαλίζεται ούτε επαρκώς δικαιολογείται για ποιο λόγο εκπονήθηκε ένας νέος Κώδικας που στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων θα είναι πρακτικά ανεφάρμοστος. Σε κάθε περίπτωση πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για συλλογική αναγκαστική εκτέλεση, αλλά για τη συνήθη ατομική που αναλυτικά ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.