Άρθρο 06 – Απόρριψη της αίτησης

1. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν δεν συντρέχουν οι υποκειμενικές ή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς τον σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του.
3. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της παρ. 2, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση σε βάρος εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.

  • 10 Σεπτεμβρίου 2020, 09:19 | Άνθια Κορέλα

    Η έννοια της δολιότητας είναι σχεδόν σύμφυτη πλέον στον νομικό κόσμο, αλλά και την κοινή γνώμη, με αυτήν της υπερχρέωσης. Η εμπειρία των δανειοληπτών – οφειλετών με τον Ν. 3869/2010 για τα Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (Ν. Κατσέλη), όσον αφορά το δόλο, αποδείχθηκε εξαιρετικά δυσάρεστη, αφού η αβεβαιότητα κι έλλειψη στεγανών κριτηρίων για τον προσδιορισμό του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη είχε ως αποτέλεσμα να επιτραπεί η υπεισέλευση πλήθους ερμηνειών ως προς το τί συνιστά δόλο, ενδεχόμενο δόλο κ.ο.κ. και δη υπέρ των πιστωτριών τραπεζών ενίοτε… Έτσι, στην πορεία των ετών, η νομολογία εδραίωνε ολοένα και πιο αυστηρά και σήμερα καθ’ ομολογίαν ασφυκτικά κριτήρια για το τι συνιστά δόλο και τι όχι, και, μολονότι ο νόμος επέβαλε την απόδειξη του δόλου στους πιστωτές, η πράξη αποδεικνύει ότι εάν ο οφειλέτης δεν αποδείξει τη μη δολιότητά του, αποδεικτική διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη, η αίτησή του βαίνει απορριπτική άνευ άλλου τινός.
    Η λογική επιβάλλει αυτά τα «παθήματα» να γίνονται «μαθήματα». Οι νομικές απροσδιοριστίες ως προς την έννοια του δόλου του Ν. 3869/2010 είχαν ως αποτέλεσμα σχεδόν να μην εξετάζεται η έννοια του δόλου στην αρχή της ισχύος του νόμου και ο ενδελεχής έλεγχός του τα τελευταία χρόνια – αν όχι η συλλήβδην απόρριψη των οφειλετών λόγω ενός ερμηνευτικά αμφίβολου ενδεχόμενου δόλου. Έτσι, στρατηγικοί κακοπληρωτές απαλλάχθηκαν και πραγματικά παθόντες δεν κατάφεραν να ρυθμίσουν. Η ιστορία αυτή δεν θα πρέπει να επαναληφθεί επ’ ουδενί.
    Θεωρούμε απαραίτητη, αυτή τη φορά, ο νομοθέτης να προσδιορίσει την έννοια του δόλιου οφειλέτη, με σειρά κριτηρίων, αντί να αφήνεται σε ερμηνευτικές (δημιουργικές) ασάφειες, οι οποίες μόνον επιδεινώνονται με την νέα έννοια της «καταχρηστικότητας» που τίθεται. Βεβαίως, λεκτέον ότι τα κριτήρια δεν θα μπορούσαν να είναι κατ’ αποκλειστικότητα εισοδηματικά, αφού η αναδρομική εφαρμογή τους θα άφηναν εκτός νόμου πλειάδα οφειλετών, δεν θα ήταν σύννομη και θα εκπαραθύρωνε την κοινωνική διάσταση του νόμου, την οποία ευαγγελίζεται άλλωστε η κυβέρνηση. Τουναντίον, θα πρέπει να είναι κριτήρια ακριβώς κοινωνικά, σύγκαιρα κι επίκαιρα, που θα επιτρέπουν στους οφειλέτες που, ληξιπρόθεσμοι μεν, επεδίωξαν να διατηρήσουν μία αξιοπρεπή διαβίωση για αυτούς και την οικογένειά τους και που επεδίωξαν να προσφέρουν τα απαραίτητα και αναγκαία στα τέκνα τους κατά την ανατροφή τους.
    Η επιλογή, τουτέστιν, δεν πρέπει να γίνει μεταξύ της πλήρους απροσδιοριστίας και ασάφειας και των ασφυκτικών και απροσπέλαστων εισοδηματικών κριτηρίων, αλλά θα πρέπει να προαχθεί μία νομοθετική έστω ενδεικτική ερμηνεία του δόλου, ώστε να επιτευχθεί το πολυπόθητο κοινωνικό πρόσημο του νόμου και να προωθηθεί η διατήρηση της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του και η δυνατότητά του να προσφέρει τα στοιχειώδη σε αυτήν. Διότι, μέχρι σήμερα, ακόμη και αυτό υπό προϋποθέσεις θεωρείται σήμερα δολιότητα και εμποδίζει τη ρύθμιση και απαλλαγή των οφειλετών από τις οφειλές τους με τα ισχύοντα νομοθετήματα. Προτείνουμε δηλαδή τη διασάφηση της καταχρηστικότητας και του δόλου, με κριτήρια όμως επίκαιρα, εύλογα, κοινωνικά, ουσιαστικά, ρεαλιστικά και όχι τεχνοκρατικά.