Άρθρο 09 – Αίτηση ανάκλησης

1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί μετά από αίτηση του οφειλέτη από το δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση, εφόσον ικανοποιήθηκαν ή συναινούν οι πιστωτές που μετείχαν στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και εκείνοι που προκύπτουν από το φάκελο. Η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών αποδεικνύονται μόνο εγγράφως, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής τους από δημόσια αρχή. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αίτησης ανάκλησης πρέπει να προσκομίζεται στο πτωχευτικό δικαστήριο έκθεση του εισηγητή.
2. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πτώχευσης κατά το άρθρο 100. Η απόφαση για την ανάκληση, μετά από αίτηση του οφειλέτη κατά το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, έχει αναδρομική ισχύ και από τη δημοσίευση της η πτώχευση θεωρείται ότι δεν κηρύχθηκε ποτέ. Η ανάκληση κατά το τρίτο εδάφιο της παρ. 1 δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το πτωχευτικό δικαστήριο.
3. Σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης.
4. Η περί ανακλήσεως απόφαση δημοσιεύεται. Ανακοπή ερημοδικίας και τριτανακοπή ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευσή της. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 758 επ. Κ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

  • 4 Σεπτεμβρίου 2020, 21:20 | Κωνσταντίνος Καρλής

    Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 παραπέμπει σε μία μόνο περίπτωση στο άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και είναι απαραίτητη η έκθεση του εισηγητή, ενώ κατά την παρ. 2 η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πτώχευσης και κατά την παρ. 3 σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης. Το άρθρο όμως 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας όμως προβλέπει στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1, όπως προστέθηκαν με το άρθρο 29 του Ν.4491/2017 ότι «Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με την οποία κρίνεται ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επιμέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.». Κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή η έκθεση του εισηγητή δεν είναι δυνατόν να ε=αποτελεί προϋπόθεση ενώ η ρύθμιση της παρ. 3 του σχεδίου νόμου οδηγεί μετά την ανάκληση σε παραβίαση του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας.

  • 2 Σεπτεμβρίου 2020, 22:46 | Ιωάννης Μεταξάς

    Το άρθρο 9 ίσως δεν θα χρειαζόταν να διατυπωθεί τοιουτοτρόπως, εάν διευκρινίζονταν ότι, πριν την έναρξη πτωχευτικών διαδικασιών είτε από τον οφειλέτη είτε από τον δανειστή, είναι υποχρεωτική η διαδικασία της διαμεσολάβησης.
    Άρα, χρειάζεται να προστεθεί σχετική πρόβλεψη στο ν/σ, οπότε τα εκτιθέμενα στο υπό διαβούλευσιν ν/σ θα καταστούν περιττά, στην πράξη. (Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να απαλειφθούν οπωσδήποτε).