Άρθρο 182 – Τελικές διατάξεις

1. Η ισχύς του παρόντος νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

2. Ειδικές διατάξεις εταιρικού δικαίου για ειδικούς τύπους εταιρειών, όπως τα πιστωτικά ιδρύματα, ή για συγκεκριμένες εταιρείες, δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

3. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 1 έως 63δ και 90 έως 146 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν.

4. Ο νόμος 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις, παραμένει σε ισχύ.

5. Το άρθρο 3 του αναγκαστικού νόμου 148/1967 καταργείται.

6. Προστίθεται παράγραφος 4 στο άρθρο 16 Ν. 3401/2005 (Α’ 257), ως εξής:
«Σε περίπτωση άσκησης δικαιώματος υπαναχώρησης επί έκδοσης νέων μετοχών από ελληνική ανώνυμη εταιρεία και στο μέτρο που δεν είναι εφικτή η εκ νέου εμπρόθεσμη διάθεση των μετοχών επί των οποίων ασκήθηκε το δικαίωμα υπαναχώρησης, το διοικητικό συμβούλιο προσαρμόζει στο καταστατικό το ύψος του κεφαλαίου, ώστε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης».
7. Καταργούνται τα άρθρα 1 έως 9 και 12 του Ν. 3156/2003 (Α’ 157). Η παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 3156/2003, που προστέθηκε με την παρ. 1 άρθρου δεύτερου Ν. 4050/2012 (Α’ 36), καθώς και τα λοιπά άρθρα του Ν. 3156/2003 παραμένουν σε ισχύ.
8. Το άρθρο 4 Ν. 876/1979 καταργείται.
9. Καταργείται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 9 Ν. 876/1979.
10. Καταργείται το προεδρικό διάταγμα 30/1988 (Α 13).
11. Όπου διάταξη νόμου παραπέμπει σε διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 ή του Ν. 3156/2003, οι οποίες καταργούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η παραπομπή αυτή νοείται ότι αναφέρεται στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Αντίστοιχα, όπου στον Ν. 3156/2003 γίνεται αναφορά σε «ομολογιακό δάνειο του νόμου αυτού» νοείται ομολογιακό δάνειο του παρόντος νόμου.
12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης προσαρμόζεται το πρότυπο καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας (απόφαση υπ’ αριθμ. 31637/2017 του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Β’ 928) στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

  • 31 Μαΐου 2018, 12:38 | Διευθύνσεις Ανάπτυξης Περιφέρειας Αττικής

    Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, με το προτεινόμενο νομοσχέδιο επιδιώκεται η αναμόρφωση του δικαίου της ανώνυμης εταιρείας με νέο νομοθέτημα λόγω παρέλευσης σχεδόν εκατονταετίας από την εισαγωγή του νόμου 2190/1920. Ωστόσο, ο Ν. 2190/1920 δεν είναι ένας «παλιός» νόμος καθώς τα βασικά άρθρα του είχαν ήδη «κωδικοποιηθεί» με την ενσωμάτωση σε αυτά όλων των ευρωπαϊκών οδηγιών μέχρι σήμερα. Είναι γεγονός ότι κάποιες διατάξεις παρέμειναν άτακτα τοποθετημένες, ασυστηματοποίητες, ότι στο ίδιο άρθρο ρυθμίζονται ετερόκλητα θέματα, ότι η χρησιμοποιούμενη ορολογία δεν είναι ενιαία, ότι υπάρχουν διατάξεις που παραμένουν στην καθαρεύουσα ενώ οι νεότερες διατάξεις είναι στη δημοτική, ότι ορισμένες διατάξεις δεν ισχύουν πλέον ή ότι έχουν απλώς ιστορική αξία, αλλά όλα αυτά είναι αποτέλεσμα των τροποποιήσεων που έγιναν, επιμέρους και αποσπασματικά, κατά καιρούς. Αυτό λύνεται εύκολα και απλά με μία νέα κωδικοποίηση του Ν. 2190/1920.

    Επίσης, είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του νόμου (ολόκληρο το λογιστικό δίκαιο, το ελεγκτικό δίκαιο, το σύστημα δημοσιότητας, προσεχώς δε και το δίκαιο των μετασχηματισμών) έχει ήδη αποχωριστεί ή πρόκειται να αποχωριστεί από το νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες, με τη λογική ότι δεν αφορά μόνο αυτές, αλλά κι άλλες εταιρικές μορφές. Ωστόσο, αυτός ο διαχωρισμός έχει δημιουργήσει περισσότερη γραφειοκρατία και δυσλειτουργία στις ανώνυμες εταιρείες καθώς έχει περιπλέξει τις αρμοδιότητες μεταξύ Περιφερειών, Γ.Ε.ΜΗ. και φορολογικής διοίκησης, με αποτέλεσμα τα στελέχη των εταιρειών, δικηγόροι και οι λογιστές, να απευθύνονται στις Υπηρεσίες της Περιφέρειας για διευκρινίσεις, αναπολώντας την εποχή που ο Ν. 2190/1920 ρύθμιζε συνολικά τα θέματα των Α.Ε.

    Είναι αλήθεια ότι, αντιλαμβανομένης της σημασίας του παγκόσμιου ανταγωνισμού των δικαίων, πρέπει να φροντίσουμε να εκσυγχρονίσουμε τη νομοθεσία μας για τις ανώνυμες εταιρείες, ώστε με τον τρόπο αυτό να διαφημίσουμε την εγχώρια αγορά και να την καταστήσουμε φιλικότερη προς τις ξένες επενδύσεις. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας, ιδίως σ’ αυτήν την περίοδο της συνεχιζόμενης κρίσης. Η κατάργηση της υποχρέωσης κατάθεσης του μετοχικού κεφαλαίου σε πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα είναι σίγουρο ότι θα αποδυναμώσει τις δοκιμαζόμενες ελληνικές τράπεζες.

    Επισημαίνεται ότι, ενώ αναφέρεται ότι πρότυπα για τις νέες διατάξεις αποτέλεσαν αντίστοιχες διατάξεις αλλοδαπών δικαίων ή προήλθαν από την ελληνική εμπειρία, δεν ζητήθηκε η συνδρομή των στελεχών των Περιφερειών της χώρας που έχουν πολύχρονη εμπειρία σε ζητήματα Α.Ε.. Κατά καιρούς προτείνονταν συγκεκριμένες τροποποιήσεις του Ν. 2190/1920 από τα στελέχη της Περιφέρειας, τα οποία δεν εισακούγονταν. Αντιθέτως, εξακολουθεί και απαξιώνεται η γνώση και η εμπειρία της Δημόσιας Διοίκησης, και με πρόσχημα την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας αποκλείεται η Περιφέρεια από την άσκηση της κρατικής εποπτείας.
    Αναφέρεται επίσης ότι η κρατική εποπτεία δεν υπάρχει σε καμιά άλλη εταιρική μορφή και άρα δημιουργεί ζητήματα ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων. Ωστόσο είναι ευρέως παραδεκτό ότι κατά την υποχρέωση απογραφής των Ε.Π.Ε. στο Γ.Ε.ΜΗ. διαπιστώθηκαν ελλείψεις που οφείλονταν στην πλημμελή εποπτεία των Ε.Π.Ε. από τα Πρωτοδικεία.

    Επιπλέον, θεωρείται από τον νέο νόμο ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι απλούστερος στις κοινές επιχειρήσεις, ενώ να παραμείνει πιο λεπτομερής κατά τη σύσταση και την τροποποίηση του καταστατικού ορισμένων εταιρειών, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία και την κοινωνία (τράπεζες, ασφαλιστικές επιχειρήσεις κλπ.). Ωστόσο, η θέση αυτή δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπόψη για περιπτώσεις επιχειρήσεων μεγάλου οικονομικού μεγέθους, που έχουν συσταθεί από πολυεθνικές εταιρείες, αλλά ανήκουν σε άλλες εταιρικές μορφές (π.χ. Ο.Ε.), και στις οποίες δεν επιβάλλεται η κρατική εποπτεία, αλλά επηρεάζουν σημαντικά την εγχώρια αγορά.

    Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι, ενώ η κρατική εποπτεία είχε απομειωθεί ήδη με το Ν. 3604/2007, η πείρα έχει δείξει ότι, ακόμη και μειωμένη, δεν έχει να παρουσιάσει κάποιο χειροπιαστό όφελος και περισσότερο δημιουργεί γραφειοκρατικά εμπόδια. Επιπλέον, κατηγορείται η κρατική εποπτεία ότι αφορούσε πάντοτε την τήρηση του εταιρικού δικαίου και μόνο, ενώ η εποπτεία της τήρησης άλλων διατάξεων (π.χ. της εργατικής νομοθεσίας, της κεφαλαιαγοράς, της προστασίας του περιβάλλοντος, της τήρησης των νόμων για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, και όποιας άλλης), είναι πιο σημαντική. Αφενός, είναι άσκοπο να συγκρίνονται τα διάφορα νομοθετήματα καθώς, κάθε νομοθέτημα δημιουργείται για να ρυθμίσει διαφορετικά πράγματα και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς, με στόχο πάντα την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Αφετέρου, ενώ αναφέρεται ότι ο νέος νόμος καταπολεμά τη γραφειοκρατία και προσδοκά την ανάπτυξη, η εποπτεία των μεγάλων οντοτήτων μεταφέρεται από τις Περιφέρειες στο Υπουργείο, ακυρώνοντας με τον τρόπο αυτό την πολιτική απόφαση για αποκέντρωση των Υπηρεσιών, και οδηγώντας στην συγκέντρωση εκ νέου στην κεντρική δομή του Κράτους.

    Επιπλέον, η πολυετής λειτουργία των πρώην Διευθύνσεων Α.Ε., νυν Ανάπτυξης, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει δείξει, σε αντίθεση με την εντύπωση που έχει δημιουργηθεί, ότι η κρατική εποπτεία έχει προλάβει προβλήματα που μπορεί να προκύψουν από την λειτουργία ανωνύμων εταιρειών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι κάτωθι περιπτώσεις:
    1) Κατά τον έλεγχο αύξησης του κεφαλαίου, ενώ οι καταθέσεις των μετόχων είχαν ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της καθαρής θέσης οι ίδιες καταθέσεις να χρησιμοποιούνται για αύξηση του κεφαλαίου.
    2) Σε συνεδρίαση Διοικητικού Συμβουλίου με παρόντα δύο μέλη οριζόταν εκπρόσωπος της εταιρείας.
    3) Αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 50.000,00€ καταβλήθηκε με επαναλαμβανόμενες καταθέσεις και αναλήψεις 10.000,00€.
    4) Κατά τον έλεγχο να διαπιστώνεται ότι το κεφάλαιο δεν καταβλήθηκε σύμφωνα με το καταστατικό ή την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων.
    5) Κατά τον έλεγχο αύξησης του κεφαλαίου με εισφορά σε είδος, δεν είχαν μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο τα ακίνητα, ενώ ταυτόχρονα εμφανιζόταν στον ισολογισμό της χρήσης αυξημένο κεφάλαιο.

    Με αφορμή τα προαναφερόμενα προβλήματα στην καταβολή του κεφαλαίου ανωνύμων εταιρειών να σημειωθεί ότι, με δεδομένο ότι στην πλειονότητα των πολύ μικρών και μικρών οντοτήτων οι μέτοχοι είναι και μέλη του Δ.Σ., η κατάργηση του διοικητικού ελέγχου της καταβολής του κεφαλαίου δημιουργεί τον κίνδυνο να οδηγηθούμε σε ανώνυμες εταιρίες με εικονικά κεφάλαια, αφού οι ίδιοι που υποχρεούνται να καταθέτουν θα πιστοποιούν την καταβολή. Αυτό θα έχει άμεσες συνέπειες στις τράπεζες που δανείζουν, μεταξύ άλλων, και βάσει του κεφαλαίου, στις κρατικές επιδοτήσεις, στις συναλλαγές με προμηθευτές, αλλά και σε όλους τους συναλλασσόμενους, γεγονός που αναπόφευκτα θα επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην ασφάλεια των συναλλαγών.

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, η κατάργηση της κρατικής εποπτείας θα οδηγήσει στην ασυδοσία της αγοράς και στην δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού, μεταξύ των εταιρειών που θα εφαρμόζουν τον νέο νόμο και αυτών που δεν θα τον εφαρμόζουν, αφού δεν προβλέπεται η Υπηρεσία που θα διαπιστώνει τις παραβάσεις και θα επιβάλει τις διοικητικές κυρώσεις. Αντιθέτως όλα παραπέμπονται στις δικαστικές καλένδες, επιβαρύνοντας τα ελληνικά δικαστήρια και τους επιχειρηματίες με τεράστιο κόστος σε χρήμα και χρόνο. Με αυτήν την έννοια ο νέος νόμος δεν συμβαδίζει με τις τροποποιήσεις άλλων νόμων όπου η σύγχρονη τάση είναι η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.

    Προς επίρρωση της θέσης ότι η κατάργηση της κρατικής εποπτείας θα επιβαρύνει τα ελληνικά δικαστήρια, σημειώνεται ότι, πριν τον Ν.3604/2007 προβλεπόταν η ανάκληση της άδειας σύστασης της εταιρείας, σε περίπτωση που οι μέτοχοι δεν κατέβαλαν το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο ή δεν υπέβαλαν ισολογισμούς για τρεις συνεχόμενες χρήσεις ή είχαν κεφάλαια μικρότερα από το 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου. Η μείωση της κρατικής εποπτείας και η κατάργηση αυτής της διάταξης, οδήγησε στην σώρευση ανενεργών εταιρειών στις Νομικές Υπηρεσίες των κατά τόπους Περιφερειών, προκειμένου να διαβιβαστούν στα Πρωτοδικεία για δικαστική λύση, επιβαρύνοντας το ελληνικό δημόσιο και οδηγώντας σε καταστάσεις όπως αυτή του πρόσφατου παρελθόντος, όπου χρεοκοπημένη εταιρεία συνέχιζε να λειτουργεί «περιμένοντας» την δικαστική της λύση, θέτοντας σε κίνδυνο όλη την αγορά. Ακόμα και σήμερα εκκρεμεί η δικαστική λύση εταιρειών που ούτε καν έχουν απογραφεί στο Γ.Ε.ΜΗ. και ζητείται από τις υπηρεσίες των Περιφερειών να τις απογράψουν για να διαβιβαστούν στα Πρωτοδικεία.

    Ο εισηγητής του νόμου παραδέχεται την ανάγκη εποπτείας και ελέγχου που ασκείται κατά την καταχώριση εταιρικών πράξεων (σύστασης της εταιρείας και τροποποίησης του καταστατικού). Όμως επισημαίνει ότι ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι απλός και ταχύς, προκειμένου το Γ.Ε.ΜΗ. να μην αποτελεί πρόσκομμα στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Αφενός να σημειωθεί ότι η ανάθεση του ελέγχου στις Υπηρεσίες Γ.Ε.ΜΗ. δημιουργεί ασυμβίβαστο καθώς οι επιχειρήσεις που είναι μέλη των Επιμελητηρίων θα είναι ταυτόχρονα ελεγκτές και ελεγχόμενοι. Αφετέρου, ο έλεγχος αυτός ήταν ταχύτερος πριν την λειτουργία του Γ.Ε.ΜΗ. καθώς υπήρχε μόνο ένας φορέας υποδοχής των αιτήσεων των επιχειρήσεων, η τότε Νομαρχία. Με την εισαγωγή του Γ.Ε.ΜΗ. και της Υπηρεσίας μια Στάσης άρχισαν οι καθυστερήσεις, καθώς διαχωρίστηκε, λανθασμένα εκ του αποτελέσματος, ο έλεγχος των πράξεων από την καταχώρησή τους. Ακόμα και η ηλεκτρονική υποβολή των αιτήσεων, που βοήθησε τις επιχειρήσεις, είχε δρομολογηθεί από την δημιουργία του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος των Νομαρχιών (www.emporioae.gov.gr), το οποίο ουδέποτε αξιοποιήθηκε πλήρως, παρά τα ποσά που δαπανήθηκαν για την δημιουργία του. Αντιθέτως δαπανήθηκαν εκ νέου ποσά για την δημιουργία του portal του Γ.Ε.ΜΗ..

    Είναι κοινός τόπος ότι οι Υπηρεσίες της Νομαρχίας, νυν Περιφέρειας, με την τεχνογνωσία που διαθέτουν, επισημαίνουν λάθη που γίνονται από τους συμβολαιογράφους και από το Γ.Ε.ΜΗ. όπως για παράδειγμα:
    1) Κατά την σύσταση εταιρείας με εισφορά ακινήτου, ως αρχικό μετοχικό κεφάλαιο να καταχωρείται η αντικειμενική αξία της εφορίας (2.000.000,00€) αντί της αξίας που έχει προσδιοριστεί στην έκθεση εκτίμησης, η οποία ήταν μικρότερη (1.600.000,00€).
    2) Η πράξη σύστασης της εταιρείας να αποστέλλεται στην Περιφέρεια δύο χρόνια μετά την ημερομηνία σύστασης. Αυτό σημαίνει ότι η εταιρεία δεν είχε υποβάλει στοιχεία που αφορούσαν αυτό το διάστημα, π.χ. πιστοποίηση καταβολής του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή εκπροσώπηση.
    3) Κατά την σύσταση να ορίζεται ονομαστική αξία μετοχής 1.000,00€ ή 600€ όταν από το νόμο ορίζεται ως ανώτατη ονομαστική αξία μετοχής 100,00€.
    4) Συμβολαιογραφικές πράξεις σύστασης Α.Ε. με διατάξεις που ίσχυαν πριν τον Ν. 2339/1995 ο οποίος νόμος είχε επιφέρει αρκετές μεταβολές στον Κ. Ν. 2190/1920.
    5) Συμβολαιογραφική πράξη σύστασης με εισφορά ακινήτου ενώ η έκθεση εκτίμησης δεν έχει δημοσιευτεί ή δεν είναι σύμφωνη με το νόμο καθώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα βάρη του ακινήτου.
    6) Τροποποίηση καταστατικού που αφορά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και εμπίπτει στην αυθημερόν καταχώρηση, καταχωρείται ενώ εκκρεμεί προηγούμενη αυθημερόν καταχώριση τροποποίησης και ενώ δεν έχει υποβληθεί πρακτικό ΔΣ πιστοποίησης καταβολής της προηγούμενης αύξησης.
    7) Αυθημερόν καταχώριση χωρίς να έχει υποβληθεί το τέλος υπέρ της επιτροπής ανταγωνισμού.
    8) Σύσταση εταιρείας που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. ενώ δεν είχε γίνει από την Υπηρεσία μιας στάσης, και το παραστατικό καταβολής υπέρ της Επιτροπής Ανταγωνισμού είχε πλαστογραφηθεί και φαινόταν να έχουν καταβληθεί 50.000,00€ ενώ στην πραγματικότητα είχαν καταβληθεί 5,00€.

    Συμπεραίνεται από τα ανωτέρω, ότι η Δημόσια Διοίκηση επιτελεί το έργο της που είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας επιτυγχάνεται με την συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων σε έναν και μόνο φορέα, αυτόν που έχει την εμπειρία και την γνώση, που είναι οι Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών της χώρας. Άλλωστε, στον νέο νόμο προτείνεται οι συγχωνεύσεις και οι διασπάσεις των εταιρειών να παραμείνουν στις Περιφέρειες ακριβώς διότι αναγνωρίζεται η τεχνογνωσία τους. Όσον αφορά τα διοικητικά βάρη των εταιρειών (πρόστιμα, τέλη, αμοιβές) μπορούν να προσαρμοστούν στα σημερινά δεδομένα των επιχειρήσεων, αν προβλεφθεί ο υπολογισμός τους αναλογικά με το μέγεθος της επιχείρησης.

    Τέλος, ενώ γίνεται παραδεκτό ότι η αναμόρφωση ενός δικαιικού κλάδου και η αντικατάσταση ενός νόμου με ένα νεότερο δεν είναι χωρίς συνέπειες, προωθείται η αλλαγή αυτή βιαστικά, χωρίς επαρκή χρόνο για διαβούλευση, σε μια δύσκολη περίοδο για τους Έλληνες επιχειρηματίες. Ήδη, μετά από 5 χρόνια λειτουργίας του Γ.Ε.ΜΗ., διαπιστώνεται ότι οι επιχειρηματίες δεν έχουν ακόμη εξοικειωθεί με την αλλαγή αυτή, η οποία δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα έλυσε.

  • 30 Μαΐου 2018, 21:49 | ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ

    Στο σημείο 1 του άρθρου αυτού αναφέρεται ότι η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από την δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
    Στην Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου επισημαίνεται ότι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, επιδιώκεται η αναμόρφωση του δικαίου της Ανώνυμης Εταιρίας με νέο νομοθέτημα.
    Όπως αναφέραμε στα προηγούμενα σχόλια μας, ο νόμος 2190/1920 έχει πολλά κενά και ειδικότερα στο θέμα της απευθείας αξίωσης ζημίας του μετόχου μειοψηφίας. Είναι, λοιπόν, δίκαιο ο νέος νόμος να έχει ισχύ αναδρομική για όλες τις υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν στην Ελληνική Δικαιοσύνη. Παρακαλούμε, λοιπόν, όπως προβλεφθεί όρος σύμφωνα με τον οποίο ο νέος νόμος θα έχει αναδρομική ισχύ για τις υποθέσεις που εκκρεμούν στα Ελληνικά Δικαστήρια.

  • 29 Μαΐου 2018, 14:15 | Βασιλική

    Κατά τη γνώμη μου ο παρών νόμος δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερες καινοτομίες πέραν της κατάργησης της κρατικής εποπτείας, η οποία παραδίδεται σε χέρια ιδιωτών. Πόσο αποτελεσματικά μπορεί να ασκήσει έλεγχο και εποπτεία η κατά τόπους Υπηρεσια Γ.Ε.ΜΗ. που λειτουργεί στα Εμπορικά, Βιομηχανικά, Βιοτεχνικά και Επαγγελματικά Επιμελητήρια? Τα Επιμελητήρια είναι επαγγελματικές ενώσεις εταιρειών & φυσικών προσώπων που ασκούν εμπορική δραστηριότητα σε ορισμένη περιφέρεια, αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γεννάται εύλογα το ερώτημα κατά πόσο αυτος ο έλεγχος και η εποτπεια που θα ασκούν θα είναι πλήρης και προς το δημόσιο συμφέρον ?? Επίσης γεννάται το ερώτημα οι Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις που ασκούν τώρα την εποτπεία δεν πρέπει να ενδυναμώνονται αντί να τους αφαιρούνται αρμοδιότητες??? Η εμπειρία που έχει το προσωπικό των Περιφερειών δεν πρέπει να αξιοποιείται?
    Νομίζω όλη η φιλοσοσφία του παρόντος νομοθετήματος έχει τεθεί σε λάθος βάση.