Άρθρο 33

1. Μετά το τέλος του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3669/2008 προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

«Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων εγκρίνεται Κανονισμός ανάθεσης και εκτέλεσης έργων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που εξαιρούνται, με οποιοδήποτε τρόπο, από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα. Ο Κανονισμός αυτός περιέχει ενιαίες ρυθμίσεις για την ανάθεση και εκτέλεση των έργων των ως άνω νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, λαμβάνοντας ταυτόχρονα μέριμνα για την πρόβλεψη τυχόν ειδικών διατάξεων που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες των νομικών αυτών προσώπων, και αντικαθιστά τους υπάρχοντες ειδικούς κανονισμούς εκτέλεσης έργων των εν λόγω προσώπων. Ο ως άνω Κανονισμός εκτέλεσης έργων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και έχει υποχρεωτική εφαρμογή».

2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 3669/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή βελτίωση ή επισκευή ή συντήρηση ή πρόδρομη εργασία και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση. Ως έργο νοείται και η αποκατάσταση λειτουργίας έργου που ανατέθηκε σύμφωνα με τον παρόντα Κώδικα».

3. Μετά το άρθρο 1 του ν. 3669/2008 προστίθεται νέο άρθρο 1Α, ως εξής:

«Άρθρο 1Α

Διαφάνεια – Πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς – Σύμφωνο ακεραιότητας

1. Οι προβλεπόμενες από τον παρόντα Κώδικα διαδικασίες οφείλουν να πραγματοποιούνται με απόλυτα διαφανή, αμερόληπτο και άμεμπτο τρόπο από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

2. Οι υπάλληλοι και τα όργανα όλων των φορέων, που υπάγονται κατά το προηγούμενο άρθρο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, απαγορεύεται να επιδιώκουν ή να αποδέχονται, άμεσα ή έμμεσα, οποιαδήποτε υλική εύνοια, δώρο ή αντάλλαγμα, για το χειρισμό υποθέσεων και την άσκηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους. Η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής συνιστά πειθαρχική παράβαση, για την οποία μπορεί να επιβληθεί σε βάρος των υπαιτίων, η ποινή της οριστικής παύσης ή απόλυσης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις για τις πειθαρχικές ποινές.

3. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις ή κοινοπραξίες που συμμετέχουν σε διαδικασία για την ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων, οι ανάδοχοι των συμβάσεων αυτών, καθώς και κάθε νόμιμος εκπρόσωπος ή προστηθείς τους, απαγορεύεται να επιδιώκουν ή να προσφέρουν, άμεσα ή έμμεσα, οποιαδήποτε υλική εύνοια, δώρο ή αντάλλαγμα, σε υπαλλήλους ή όργανα των φορέων, που υπάγονται κατά το προηγούμενο άρθρο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα. Εάν διαπιστωθεί η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, η υπαίτια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία κηρύσσεται έκπτωτη από όλες τις εκτελούμενες συμβάσεις της, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 61 του παρόντος Κώδικα, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση ειδικής πρόσκλησης. Επιπρόσθετα ή σε περίπτωση που δεν υφίστανται ενεργές συμβάσεις έργου, επιβάλλονται στην υπαίτια επιχείρηση ή σε όλα τα μέλη της κοινοπραξίας, εφόσον η ως άνω απαγόρευση παραβιάστηκε από εργοληπτική επιχείρηση που συμμετείχε σε κοινοπραξία, οι κυρώσεις της τριετούς αναστολής της εγγραφής τους στο Μ.Ε.ΕΠ., ή σε περίπτωση οποιασδήποτε υποτροπής, της οριστικής διαγραφής τους από το Μ.Ε.ΕΠ., σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3 του άρθρου 101 του παρόντος Κώδικα.

4. Η εργοληπτική επιχείρηση ή τα μέλη της κοινοπραξίας που αναδεικνύεται προσωρινή ανάδοχος προσκομίζουν στην οικεία αναθέτουσα αρχή σύμφωνο ακεραιότητας, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον ανάδοχο, ή το νόμιμο εκπρόσωπό του, με το οποίο δηλώνεται ότι κατά το προηγηθέν στάδιο της ανάθεσης τήρησε τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι προηγούμενες παράγραφοι, ότι θα εξακολουθήσει να τηρεί αυτές και κατά το συμβατικό στάδιο και τέλος ότι δεσμεύεται να διευκολύνει τη διαδικασία διερεύνησης και ελέγχου, προβαίνοντας σε όλες τις απαιτούμενες προς τούτο ενέργειες, κατά την κρίση κάθε αρμόδιας ελεγκτικής αρχής, αποδεχόμενος ότι διαφορετική στάση συνιστά παραβίαση συμβατικής του υποχρέωσης, κατά την έννοια του άρθρου 61 του παρόντος. Σχέδιο του συμφώνου χορηγείται μαζί με τα λοιπά τεύχη του διαγωνισμού και η συμμετοχή των ενδιαφερομένων τεκμαίρεται ως αποδοχή του. Το σχέδιο του συμφώνου υπογράφεται ταυτόχρονα με το ιδιωτικό συμφωνητικό της σύμβασης, από τον εργοδότη και τον ανάδοχο, ως προσάρτημα αυτού. Η μη υπογραφή του συμφώνου επιφέρει τις συνέπειες της μη υπογραφής της σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30.

5. Υπόδειγμα του συμφώνου ακεραιότητας εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού».

  • (συνέχεια σχολίου ΣΑΤΕ)

    Β.8. ΚΑΤΑΤΑΞΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ, ΑΝΕΛΙΞΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟ Μ.Ε.ΕΠ.
     Η παρ. 17 του άρθρου 16 του ν. 1418/1984 θα πρέπει να προσαρμοσθεί ώστε να καταστεί διάταξη διαρκούς εφαρμογής και η διενέργεια της τακτικής αναθεώρησης να μην αποτελεί κώλυμα για τη διαδικασία συγχώνευσης, αλλά ούτε και το αντίστροφο, δηλ. η διαδικασία συγχώνευσης να μην προκαλεί δυσχέρειες κατά την τακτική αναθεώρηση. Ήτοι, η υποβολή δήλωσης έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. εντός των νομίμων προθεσμιών για την υποβολή αίτησης τακτικής αναθεώρησης υποκαθιστά την αίτηση για τη διενέργεια τακτικής αναθεώρησης, η οποία θα διενεργηθεί μετά την ολοκλήρωση της συγχώνευσης επί της εργοληπτικής επιχείρησης που θα προκύψει από τη συγχώνευση. Από την άλλη πλευρά, οι υπό συγχώνευση εργοληπτικές επιχειρήσεις δεν κωλύονται να υποβάλουν αιτήσεις τακτικής αναθεώρησης της εγγραφής τους στο Μ.Ε.ΕΠ. και ακολούθως, είτε μετά την ολοκλήρωση της τακτικής αναθεώρησης είτε εκ παραλλήλου, να υποβάλουν δήλωση συγχώνευσης, να ξεκινήσουν τη διαδικασία συγχώνευσης και μετά την ολοκλήρωσή της να υποβάλουν αίτηση κατάταξης στο Μ.Ε.ΕΠ. της ανώνυμης εταιρείας που θα προκύψει από τη συγχώνευση. Το ποια πορεία θα ακολουθηθεί, εναπόκειται στη βούληση των συγχωνευομένων εργοληπτικών επιχειρήσεων. Επ’ ουδενί όμως η διαδικασία της συγχώνευσης και η παράλληλη διαδικασία της τακτικής αναθεώρησης δύνανται να αποτελέσουν, εκάστη εξ αυτών, εμπόδιο για την ομαλή και πρόσφορη ολοκλήρωση της άλλης. Τούτο επιβάλλεται από τη συνταγματικώς αλλά και σε επίπεδο πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου προστατευόμενη αρχή της οικονομικής και επιχειρηματικής ελευθερίας, η οποία επιτάσσει την ακώλυτη διενέργεια των συγχωνεύσεων ανωνύμων εταιρειών, υπό τις ειδικότερες βεβαίως προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δίκαιο περί ανωνύμων εταιρειών. Επομένως, αντιβαίνει προς την εν λόγω συνταγματικώς και σε επίπεδο κοινοτικού δικαίου κατοχυρωμένη γενική αρχή του δικαίου, η συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών να αποκλείεται ή να παρεμποδίζεται είτε αμέσως είτε εμμέσως από διαδικαστικής φύσεως προσκόμματα, τα οποία εγείρονται καθ’ ερμηνεία διατάξεων που ανήκουν σε άλλο τομέα του δικαίου, όπως εν προκειμένω της ειδικής περί δημοσίων έργων νομοθεσίας. Υπό την έννοια αυτή, εφόσον η υποβολή δήλωσης έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης εντός των νομίμων προθεσμιών υποκαθιστά την υποβολή αίτησης για διενέργεια τακτικής αναθεώρησης, κατά μείζονα λόγο, εάν υποβληθούν για τη διενέργεια τακτικής αναθεώρησης αιτήσεις από τις υπό συγχώνευση εταιρείες, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει ούτε την πρόοδο της συγχώνευσης, ούτε την κατάταξη στο Μ.Ε.ΕΠ. της ανώνυμης εταιρείας που θα προκύψει από τη συγχώνευση, οποτεδήποτε και αν ολοκληρωθεί η τελευταία. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την ακόλουθη τροποποίηση, που κατ’ ουσία συνιστά αυθεντική ερμηνεία υφισταμένων διατάξεων:
    Στο τέλος του άρθρου 96 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος, η οποία λαμβάνει αριθμό 4:
    «4. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες σε οποιαδήποτε τάξη του Μ.Ε.ΕΠ. δύνανται ύστερα από συγχώνευση, μόνο με βάση τις διατάξεις του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α) και του κ.ν. 2190/1920, να υποβάλουν αίτηση έκτακτης επανάκρισης για την κατάταξή τους στην αντίστοιχη κατηγορία και τάξη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος αυτός, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις που θα εκδοθούν με εξουσιοδότησή του. Οι ενδιαφερόμενες για συγχώνευση εργοληπτικές επιχειρήσεις υποβάλλουν στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. δήλωση έναρξης της διαδικασίας συγχώνευσης. Στην ανωτέρω δήλωση έναρξης διαδικασίας συγχώνευσης πρέπει να αναγράφονται υποχρεωτικά οι εταιρείες του Μ.Ε.ΕΠ. που θα συμμετέχουν στη συγχώνευση, χωρίς δυνατότητα αλλαγής. Η δήλωση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως του χρόνου της προηγούμενης τακτικής ή έκτακτης αναθεώρησης. Η συγχώνευση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός δώδεκα μηνών από του χρόνου υποβολής της δήλωσης, διαφορετικά η δήλωση θεωρείται ως μη γενόμενη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συγχώνευσης παρατείνεται ο χρόνος ισχύος των πτυχίων των συγχωνευομένων εταιρειών.
    Εντός ενός μηνός από την ολοκλήρωση της συγχώνευσης η εταιρεία που θα προέλθει από αυτήν υποβάλλει στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. αίτηση για κατάταξή της στο Μ.Ε.ΕΠ. και κατατάσσεται σ’ αυτό σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Μέχρι την έκδοση του νέου πτυχίου, η εταιρεία που προέρχεται από τη συγχώνευση δύναται να μετέχει στους διαγωνισμούς χρησιμοποιώντας οιοδήποτε από τα πτυχία των εταιρειών που συγχωνεύθηκαν.
    Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και επί αποσχίσεως -εισφοράς κατασκευαστικού κλάδου εργοληπτικών επιχειρήσεων Μ.Ε.ΕΠ.. Στην περίπτωση αυτή ο αποσχιζόμενος -εισφερόμενος κλάδος λογίζεται, για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ως αυτοτελής εργοληπτική επιχείρηση Μ.Ε.ΕΠ. και στα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνεται και το εργοληπτικό πτυχίο της επιχείρησης από την οποία προέρχεται ο κλάδος που αποσχίσθηκε και εισφέρθηκε στη νέα εταιρεία.»
     Η παρ. 3 του άρθρου 97 του Κ.Δ.Ε. αντικαθίσταται ως ακολούθως:
    «Μετά την παρέλευση διετίας από την τελευταία τακτική αναθεώρηση μπορεί να γίνει έκτακτη αναθεώρηση με αίτηση της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή τα αποτελέσματα της έκτακτης αναθεώρησης ισχύουν μέχρι την παρέλευση της τριετίας για τη διενέργεια της επόμενης τακτικής αναθεώρησης.»
    Αναγκαία τροποποίηση, ώστε να συμβαδίζει με την ορθή ερμηνευτική προσέγγιση της ΓνΝΣΚ 105/2008.
     Η περίπτωση iii του εδαφίου α της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του Ν.3669/2008 τροποποιείται ως ακολούθως:
    4. Για ιδιωτικά έργα που εκτελέστηκαν στο εσωτερικό λαμβάνεται υπόψη μόνο αυτός που προκύπτει από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της επιχείρησης και αποδεικνύεται από τα τιμολόγια εσόδων που εκδόθηκαν από αυτή προς τον κύριο του έργου ή από τα οριστικά συμβόλαια πώλησης των ακινήτων. Για τον έλεγχο της ακρίβειας των υποβαλλόμενων στοιχείων που αφορούν ιδιωτικά έργα, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει επικυρωμένα αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης, επικυρωμένα αντίγραφα των πιστοποιητικών των κυρίων των έργων, κατάσταση των τιμολογίων εσόδων και κάθε άλλο συμπληρωματικό στοιχείο που ζητείται από την υπηρεσία τήρησης του ΜΕΕΠ.
    Για τα απούλητα ακίνητα η αξία προσδιορίζεται από την αντικειμενική αξία τους, όπως αυτή βεβαιώνεται από συμβολαιογράφο και από βεβαίωση του επιβλέποντος μηχανικού για το στάδιο της κατασκευής στην οποία βρίσκεται το ακίνητο. Όπου δεν υπάρχει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων λαμβάνεται η αξία από την εκτίμηση ορκωτών εκτιμητών.
     Το εδάφιο γ της παρ.2 του άρθρου 99 του Ν.3669/2008 τροποποιείται ως ακολούθως:
    i) Ως αριθμητής του κλάσματος α2 λαμβάνεται το μέγεθος των παγίων στοιχείων, που ανήκουν στην κυριότητα της εγγεγραμμένης στο ΜΕΕΠ εργοληπτικής επιχείρησης ή στην κατοχή της δυνάμει συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, στα οποία περιλαμβάνεται η αξία γηπέδων, οικοπέδων, κτιρίων, μηχανολογικού εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων, εκτός επιβατικών αυτοκινήτων.
    Επίσης συνυπολογίζεται και η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα, που ανήκουν στις κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχει η εργοληπτική επιχείρηση που κρίνεται, κατά τα ποσοστά συμμετοχής της σε αυτές, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα συμφωνητικά σύστασης αυτών, αν δεν έχουν εισφερθεί από τα μέλη τους προς αυτούς.
    ii) Ως αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από τα επιβατικά αυτοκίνητα της επιχείρησης και τα ανήκοντα σ’ αυτή από τη συμμετοχή κοινοπραξίες, λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία τους προσαυξημένη κατά σαράντα τοις εκατό (40%) μετά και την πραγματοποίηση των αποσβέσεων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρω κύριου και βοηθητικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός από των επιβατικών αυτοκινήτων, δεν μπορεί να υπερβεί τη συνολική αξία κτήσης αυτού.
    Εναλλακτικά, κατ’ επιλογή της επιχείρησης, που υποβάλλει την αίτηση, λαμβάνεται υπόψη η αξία του ανωτέρου κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, μετά από εκτίμηση ορκωτού εκτιμητή. Η συνολικά προσδιοριζόμενη αξία του ανωτέρου κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, δεν μπορεί να υπερβεί το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) της αξίας κτήσης αυτού, ανεξάρτητα από την εκτίμηση που θα έχει υποβληθεί από την επιχείρηση στην υπηρεσία τήρησης του ΜΕΕΠ.
    Η αξία του κύριου και βοηθητικού μηχανολογικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων, εκτός των επιβατικών αυτοκινήτων, προκύπτει από την οικονομική κατάσταση του προηγούμενου έτους της επιχείρησης ή από προσωρινή οικονομική κατάσταση που βεβαιώνεται από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιεύεται πριν από την υποβολή της αίτησης.
    Για τον υπολογισμό της αναπόσβεστης αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της προσαύξησης αυτής κατά σαράντα τοις εκατό (40%), συνυποβάλλεται ειδική βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή.
    Σε περίπτωση υπολογισμού της αξίας του εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της επιχείρησης με χρήση ορκωτών εκτιμητών συνυποβάλλεται έκθεση ορκωτού εκτιμητή εγγεγραμμένου στο Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών.
    Η έκθεση του ορκωτού εκτιμητή ισχύει την επόμενη αναθεώρηση αφού πραγματοποιηθούν οι αποσβέσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
    Η επιχείρηση υποβάλλει ειδική κατάσταση με βεβαίωση ορκωτού ελεγκτή στην οποία περιλαμβάνονται αναλυτικά τα πάγια της έκθεσης του ορκωτού εκτιμητή.
     Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 99 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
    «Για τις εταιρείες που δεν είναι ήδη εγγεγραμμένες στο ΜΕΕΠ ή είναι εγγεγραμμένες σε τάξη κατώτερη της τρίτης, ο Συντελεστής Γ΄ του Τύπου Κατάταξης ορίζεται σε ποσοστό 80% του Συντελεστή Γ΄, όπως αυτός καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις για τις επιχειρήσεις τρίτης τάξης του ΜΕΕΠ.»
    Η ανωτέρω διάταξη υφίσταται ήδη στο άρθρο 100 παρ. 6 του Κ.Δ.Ε., η σωστή της θέση όμως είναι εδώ, ως διάταξη γενικότερης εφαρμογής.
     Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 99 του Κ.Δ.Ε. προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
    “Εργοληπτική Επιχείρηση που υποβάλλει αίτηση τακτικής ή έκτακτης αναθεώρησης ή έχει προκύψει από συγχώνευση και υποβάλλει αίτηση κατάταξης στο Μ.Ε.ΕΠ., δύναται να καταταγεί σε οιαδήποτε τάξη του Μ.Ε.ΕΠ., εφόσον πληροί τις προς τούτο απαιτούμενες προϋποθέσεις.”
     Τροποποίηση του άρθρ. 107 του Ν.3669/08:
    Προτείνεται η αντικατάσταση των παρ 7 και 8 του άρθρου 107 σχετικών με την αναβάθμιση στο ΜΕΚ .
    Από την επιτροπή του ΜΕΚ ζητείται κατά την αναβάθμιση από βαθμίδα σε βαθμίδα τριετής απασχόληση για κάθε κατηγορία έργου, ως απαραίτητη προϋπόθεση ανεξάρτητα από το ύψος της προσκομιζόμενης εμπειρίας, δηλαδή εάν η προσκομιζόμενη εμπειρία υπερκαλύπτει την απαιτούμενη για την αναβάθμιση αλλά το έργο κατασκευάστηκε σε μικρότερο διάστημα των τριών ετών πχ. 1,5 έτη η αίτηση απορρίπτεται και ζητείται να προσκομίσει απασχόληση καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας.
    Για την αναβάθμιση καθοριστική είναι το ύψος της εμπειρίας και όχι σε πόσο διάστημα κατασκευάστηκε το έργο, αν και ικανότερος μπορεί να θεωρηθεί αυτός ο οποίος αποπερατώνει ένα έργο σε μικρότερο διάστημα.
     Οι παράγραφοι 7 και 8 του άρθρου 107 του Ν. 3669/08 αντικαθίστανται ως εξής:
    (7) Η εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των εγγεγραμμένων στο ΜΕΚ διπλωματούχων ή πτυχιούχων ΑΕΙ για όλες τις κατηγορίες έργων, μπορεί να γίνει με την υποβολή αίτησης μετά την παρέλευση, από την τελευταία αναβάθμιση, τριών (3) ετών ή δύο(2) ετών κατά την παρ 9 του παρόντος, εφ’ όσον για την απόδειξη της εμπειρίας επικαλούνται την απασχόληση στην κατασκευή ή την παρέλευση έξι (6) ετών ή εννέα (9) ετών εφ όσον επικαλούνται εμπειρία σε επίβλεψη ή μελέτη έργων αντίστοιχα. Αν η απασχόληση είναι εναλλασσόμενη ο χρόνος απασχόλησης σε επίβλεψη και μελέτη ανάγεται σε χρόνο κατασκευής για τη συμπλήρωση των τριών (3) ετών κατά τη σχετική αναλογία των πιο πάνω συνολικών απαιτήσεων χρόνου. Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ’ βαθμίδα στη Δ’ βαθμίδα για όλες τις κατηγορίες έργων απαιτείται η εντός της τριετίας απασχόληση στην κατασκευή έργων που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση.
    (8) Η εξέλιξη από βαθμίδα σε βαθμίδα των εγγεγραμμένων στο ΜΕΚ πτυχιούχων ΤΕΙ , ΚΑΤΕΕ και υπομηχανικών μπορεί να γίνει, για όλες τις κατηγορίες έργων, μετά την παρέλευση ,από την τελευταία αναβάθμιση της εγγραφής τριών (3) ετών εφ όσον για την απόδειξη της εμπειρίας επικαλούνται την απασχόληση στην κατασκευή ή οκτώ(8) ετών εφ όσον επικαλούνται εμπειρία σε επίβλεψη. Αν η απασχόληση είναι εναλλασσόμενη ο χρόνος απασχόλησης σε επίβλεψη ανάγεται σε χρόνο κατασκευής για τη συμπλήρωση των τριών (3) ετών κατά τη σχετική αναλογία των πιο πάνω συνολικών απαιτήσεων χρόνου.
    Ειδικά για την εξέλιξη από τη Γ΄ βαθμίδα στη Δ΄ βαθμίδα γι όλες τις κατηγορίες έργων απαιτείται η εντός της τριετίας απασχόληση στην κατασκευή έργων που δεν μπορεί να αναπληρωθεί με άλλου είδους απασχόληση.
     Η παρ. 9 του άρθρου αντικαθίσταται ως ακολούθως
    «Οι δείκτες βιωσιμότητας, όπως ορίζονται στο άρθρο 99 του παρόντος κώδικα, λαμβάνονται υπόψη μόνο κατά την τακτική και την, με πρωτοβουλία της επιχείρησης, έκτακτη αναθεώρηση των επιχειρήσεων του Μητρώου Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.ΕΠ.) και δεν θεωρούνται δυσμενές στοιχείο κατά της παρ. 11 του άρθρου 92 του παρόντος κώδικα, για τη διενέργεια έκτακτης αναθεώρησης της εγγραφής των εργοληπτικών επιχειρήσεων. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί κατά τα άνω η μη τήρηση των δεικτών βιωσιμότητας, η εργοληπτική επιχείρηση διαγράφεται από το Μ.Ε.ΕΠ. ή υποβιβάζεται σε τάξη όπου δεν απαιτείται η τήρηση των δεικτών βιωσιμότητας.»

    Β.9. ΛΟΙΠΑ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΡΥΘΜΙΣΘΟΥΝ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ ΝΟΜΟ
    Παρακάτω παρατίθενται μία σειρά από ζητήματα, άλλα σημαντικότερα άλλα περισσότερο λεπτομερειακά, τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν με το νέο νόμο. Πολλά από τα ζητήματα χρονίζουν και ταλανίζουν υπηρεσίες και αναδόχους, άλλα αφορούν αναγκαίες νομοτεχνικής φύσης παρεμβάσεις, που όμως είναι σημαντικές για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας και την ύπαρξη ενός σαφούς και ξεκάθαρου θεσμικού πλαισίου. Η παράθεση είναι ενδεικτική, δεδομένου ότι τα επιμέρους μικροζητήματα της νομοθεσίας που χρήζουν αντιμετώπιση είναι πολλά:
     Νομοθετικός ενιαίος ορισμός της έννοιας του προϋπολογισμού. Ανακύπτουν ένα σωρό ζητήματα σχετικά με το αν στα πλαίσια της εφαρμογής της μιας ή της άλλης διάταξης ο όρος προϋπολογισμός περιλαμβάνει ή όχι τα απρόβλεπτα, την αναθεώρηση, τον ΦΠΑ, τα κονδύλια απολογιστικών εργασιών κ.λπ. Πρέπει να υπάρξει ένας ενιαίος ορισμός του προϋπολογισμού, ο οποίος θα εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση που απαιτείται η προσφυγή στον όρο αυτό (καθορισμός κατωτάτων και ανωτάτων ορίων, καλουμένων τάξεων κ.λπ.).
     Ασφαλτικά: Εισαγωγή ρύθμισης που θα καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της τιμής της ασφάλτου.
     Νομοθετική πρόβλεψη για την απολογιστική κάλυψη του κόστους ασφάλισης έργου και εργαστηριακών ελέγχων.

  • ΣΥΜΦΩΝΟ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ (ΑΡΘΡ. 33 § 3 )

    Στην παρ. 3 (εδ. 2ο) του νέου άρθρου 1 Α του Ν. 3669/2008 αναφέρονται τα εξής: «Εάν διαπιστωθεί η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, η υπαίτια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία κηρύσσεται έκπτωτη από όλες τις εκτελούμενες συμβάσεις της, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 61 παρόντος Κώδικα, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη κοινοποίηση ειδικής πρόσκλησης».
    ΣΧΟΛΙΑ:
     Οι συνέπειες της «διαπίστωσης» είναι σοβαρότατες και βαρύτατες για την εργοληπτική επιχείρηση. Έτσι όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, ο όρος είναι απολύτως αόριστος και δεκτικός οιασδήποτε ερμηνείας ή παρερμηνείας κατά το δοκούν. Ο όρος πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί και να διασαφηνισθεί με αναφορά σε οριστές νομικές έννοιες. Το κυριότερο: Η επέλευση των σοβαρότατων και δυσμενέστατων για την εργοληπτική επιχείρηση συνεπειών πρέπει να εξαρτάται από την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία θα βεβαιώνει τη διάπραξη των σχετικών αδικημάτων. Επομένως, η διάταξη πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Εάν διαπιστωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η παραβίαση της απαγόρευσης αυτής, …………». Η επιλογή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ως μέτρο κρίσης της συνδρομής του όρου «διαπίστωση» δεν είναι τυχαία. Από την τελεσίδικη δικαστική απόφαση απορρέει, σύμφωνα με όλες τις δικονομικές διατάξεις, δεδικασμένο. Υπό την έννοια αυτή δεν αρκεί η οριστική δικαστική απόφαση, αλλά ούτε απαιτείται η αμετάκλητη (κατόπιν αναιρέσεως) δικαστική απόφαση. Κατά μείζονα λόγο, βεβαίως, δεν είναι δυνατόν να εξαρτώνται οι κατά τα άνω συνέπειες από την υποκειμενική κρίση ενός ελεγκτικού οργάνου.
     Περαιτέρω, η έκπτωση της εργοληπτικής επιχείρησης από όλα τα έργα που εκτελεί και όχι μόνο από εκείνο στο οποίο «διαπιστώθηκε» η παράβαση του συμφώνου ακεραιότητας εμφανίζεται ως υπερβολική ποινή, η οποία εκφεύγει των ορίων των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει η εργοληπτική επιχείρηση με το σύμφωνο ακεραιότητας. Επισημαίνουμε ότι οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η επιχείρηση με το σύμφωνο ακεραιότητας είναι συμβατικές και εκτείνονται εντός των ορίων εκτέλεσης του έργου για το οποίο υπογράφεται. Δεν είναι εύλογο οι συμβατικές συνέπειες, όπως η έκπτωση, να εκτείνονται και επί των λοιπών έργων που εκτελεί η εργοληπτική επιχείρηση, ως προς τα οποία δεν έχει διαπιστωθεί η παραμικρή παράβαση. Άλλο ζήτημα, βεβαίως, οι πειθαρχικές κυρώσεις και οι ποινικές συνέπειες, οι οποίες επιβάλλονται σε βάρος της εργοληπτικής επιχείρησης και των υπαίτιων φυσικών προσώπων. Επομένως, η κήρυξη της έκπτωσης θα πρέπει να περιορισθεί αποκλειστικά στο έργο όπου διαπιστώθηκε η παράβαση του συμφώνου και να μην εκτείνεται και επί των λοιπών.

  • Στο παρόν άρθρο 33, ως το πρώτο άρθρο του νομοσχεδίου που αφορά στο σύστημα ανάθεσης και εκτέλεσης δημοσίων έργων, υποβάλλονται οι προτάσεις και παρατηρήσεις του ΣΑΤΕ επίτου σχεδίου νόμου που σχετίζονται με: α) τις γενικές παρατηρήσεις επί της φιλοσοφίας του νομοσχεδίου και των νομοτεχνικών ζητημάτων και β) τις προτάσεις νομοθετικών τροποποιήσεων επί θεμάτων που δεν θίγονται από το σχέδιο νόμου. Οι παρατηρήσεις του ΣΑΤΕ που αφορούν επιμέρους διατάξεις του νομοσχεδίου υποβάλλονται στα αντίστοιχα άρθρα, ενώ το σύνολο των παρατηρήσεων και προτάσεων του ΣΑΤΕ έχει ήδη υποβληθεί στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΟΜΕΔΙ (διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΣΑΤΕ).

    Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
    Α.1. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
    Το σχέδιο νόμου διαπνέεται από εντονότατη ανισομέρεια αντιμετώπισης του κυρίου του έργου έναντι του αναδόχου. Από τη μία πλευρά διευρύνονται σχεδόν απεριορίστως οι δυνατότητες των υπηρεσιών του κυρίου του έργου να διορθώνουν προηγούμενα σφάλματά τους, να συμπληρώνουν παραλείψεις τους, να ανατρέπουν υπέρ τους τα παγιωμένα δεδομένα εκτέλεσης της σύμβασης και από την άλλη ο ανάδοχος οφείλει να ενεργεί εντός ασφυκτικών προθεσμιών, διαφορετικά κινδυνεύει να απολέσει ζωτικά του δικαιώματα. Η καθυστέρηση ή η αδράνεια των υπηρεσιών του φορέα κατασκευής, ακόμη και για ενέργειες απολύτως τυπικές και απλούστατες, δεν συνεπάγεται καμία δυσμενή συνέπεια για τον κύριο του έργου, αντιθέτως πολλές φορές επιβραβεύεται˙ ενώ για τον ανάδοχο, η μη τήρηση έστω και κατ’ ελάχιστο των ασφυκτικών και εκ των πραγμάτων συχνά αδύνατο να τηρηθούν προθεσμιών, επιφέρει την ολοσχερή έκπτωση από τα δικαιώματά του. Οι υπηρεσίες του κυρίου του έργου έχουν όλα τα περιθώρια να κάνουν λάθη, ακόμη και τεράστια, να χάνουν προθεσμίες, να μην τηρούν τις υποχρεώσεις τους, και όλα αυτά «ατιμωρητί»˙ δεν υπάρχει καμία δυσμενής έννομη συνέπεια γι’ αυτά τα σφάλματα, τα οποία μπορούν να «διορθώνουν» όποτε και όπως θέλουν, ανατρέποντας ακόμη και παγιωμένες έννομες καταστάσεις και γεγενημένα δικαιώματα. Μπορούν επίσης να ανακαλούν κατά το δοκούν και χωρίς σχεδόν καμία αιτιολογία, προηγούμενες πράξεις τους, με τις οποίες έχουν αναγνωρισθεί δικαιώματα του αναδόχου ή έχουν εγκριθεί αιτήματά του, έστω και αν αυτές οι εκ των υστέρων αναδρομικές «ανακλήσεις» παραβιάζουν κάθε έννοια κράτους δικαίου, χρηστής διοίκησης, προστασίας της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, καλής πίστης και τήρησης των συναλλακτικών ηθών και γκρεμίζουν την ασφάλεια δικαίου και το πλέγμα των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων. Ενώ όμως οι υπηρεσίες έχουν όλη την άνεση να αδρανούν και να «κοιμούνται» καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, ο ανάδοχος από την πλευρά του είναι εξαναγκασμένος να ευρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς εγρήγορσης, κοιτώντας συνεχώς το ημερολόγιο, μη και τυχόν παρέλθει έστω και μία ημέρα από κάποια δήλη ή άδηλη προθεσμία και απολέσει το σύνολο των δικαιωμάτων του!
    Εάν επρόκειτο για σχέση ιδιωτικού δικαίου, μία σύμβαση έργου με τέτοιους όρους δεν θα μπορούσε να σταθεί σε κανένα δικαστήριο! Θα αναγνωριζόταν η ακυρότητα και το ανεφάρμοστο των όρων αυτών και κατ’ ακολουθία του συνόλου της σύμβασης – διότι οι όροι αυτοί αποτελούν τον κορμό της συμβατικής σχέσης και ρυθμίζουν τα πλέον κρίσιμα ζητήματα κατά την εκτέλεση ενός έργου, επομένως η ακύρωσή τους προκαλεί άνευ ετέρου ακυρότητα του συνόλου της συμβατικής σχέσης – λόγω πρόδηλης καταχρηστικότητας! Διότι, εν προκειμένω, το σχέδιο νόμου δεν διαμορφώνει απλώς ένα πρότυπο «λεόντειας» σύμβασης έργου, όπου το ένα συμβαλλόμενο μέρος υπερέχει κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης έναντι του άλλου˙ προχωράει ακόμη περισσότερο και εγκαθιδρύει μία σχέση απόλυτης μονομέρειας, όπου το ένα συμβαλλόμενο μέρος (ο κύριος του έργου) ενεργεί δίκην απόλυτου αυθέντη, μόνο με δικαιώματα και σχεδόν χωρίς υποχρεώσεις, ενώ το άλλο (ο ανάδοχος) επέχει θέση «άκληρου υπηκόου», που μόνο ευθύνες και υποχρεώσεις φέρει, αλλά σχεδόν καθόλου δικαιώματα και καμία δυνατότητα προστασίας έναντι της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας του «αυθέντη».
    Αντιλαμβανόμαστε ότι μία σύμβαση δημοσίου έργου δεν μπορεί να είναι απόλυτα ισομερής, όπως άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε υπό οιοδήποτε νομοθετικό καθεστώς στο παρελθόν. Ως διοικητική σύμβαση, που έχει ως πρώτιστο στόχο την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι αυτονόητο και παραδεκτό από την έννομη τάξη να απονέμεται στο ένα μέρος (το Δημόσιο) υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του. Άλλο ζήτημα, όμως, η υπερέχουσα θέση – που εξειδικεύεται στη δυνατότητα μονομερούς ρύθμισης επιμέρους ζητημάτων της συμβατικής σχέσης μέσω της έκδοσης διοικητικών πράξεων – και άλλο η καταστρατήγηση ή/και η ευθεία παραβίαση θεμελιωδών αρχών του δικαίου, που πηγάζουν ευθέως από το Σύνταγμα και από την έννοια του κράτους δικαίου.
    Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρξει μία γενική επανεξέταση του σχεδίου νόμου, με στόχο να επαναδιατυπωθεί στο σύνολό του με γνώμονα τις προαναφερθείσες αρχές και ειδικά αυτές που διέπουν και οριοθετούν τη δράση και τις υποχρεώσεις της Διοίκησης έναντι των διοικουμένων.

    Α.2. ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
    Το σχέδιο νόμου, κατά το μέρος του που αφορά τα δημόσια έργα, τροποποιεί την κωδικοποιημένη με το ν. 3669/2008 νομοθεσία για τα δημόσια έργα, όχι τα επί μέρους κωδικοποιηθέντα νομοθετήματα. Αυτό μάλλον δεν αποτελεί δόκιμη νομοτεχνική επιλογή, αν και βεβαίως απλοποιεί την όλη διαδικασία. Ειδικότερα:
    Η κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας περί δημοσίων έργων έγινε δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρασχέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 4 του Ν. 2508/1997, η οποία έχει επί λέξει ως ακολούθως:
    «Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομίας και Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων μπορεί να συσταθεί στη Γενική Γραμματεία Δημόσιων `Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Εργων ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για τη σύνταξη Κώδικα Δημόσιων `Εργων, Ο Κώδικας θα περιλαμβάνει τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και των κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη μελέτη, την κατασκευή και τη συντήρηση των δημόσιων έργων, Για τη συγκρότηση της Επιτροπής, τη σύνταξη του Κώδικα και την αποζημίωση των μελών της Επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3.»
    Η κωδικοποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας για τα δημόσια έργα έγινε από νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συστάθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτό, η οποία, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της κατά τα άνω παρασχεθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης, κωδικοποίησε τις ισχύουσες διατάξεις των νόμων και των κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη μελέτη, την κατασκευή και τη συντήρηση των δημόσιων έργων. Ακολούθως, η ανωτέρω κωδικοποίηση κυρώθηκε με τον κωδικοποιητικό νόμο 3669/2008, ο οποίος και αυτός εκδόθηκε δυνάμει της κατά τα άνω παρασχεθείσας ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ο νόμος αυτός περιέχει δύο και μόνο άρθρα: Το άρθρο 1 αναφέρει τα εξής (το άρθρο 2 απλώς αναφέρει τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του):
    «Κυρώνεται, σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφοι 6 και 7 του Συντάγματος, η κωδικοποίηση της νομοθεσίας που αφορά στην κατασκευή των δημόσιων έργων, όπως καταρτίσθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε, κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 26 παρ. 4 του ν. 2508/1997 (ΦΕΚ 124 Α`), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ` του ν. 3044/2002 (ΦΕΚ 197 Α`), με την αριθμ. Δ17α/01/8/Φ.Ν 433/17.1.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 36 Β`) και συγκροτήθηκε με την υπ` αριθμ. Δ17α/10/14/Φ.Ν 433/10.2.2003 απόφαση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων (ΦΕΚ 164 Β`), της οποίας το κείμενο έχει ως εξής:»
    Όπως προκύπτει από τη σαφή εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 26 παρ. 4 του Ν. 2508/1997, η παρασχεθείσα εξουσιοδότηση αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην κωδικοποίηση των ισχυουσών διατάξεων της νομοθεσίας δημοσίων έργων και όχι στην εξαρχής κατάρτιση κώδικα νομοθεσίας δημοσίων έργων υπό τη μορφή πρωτογενούς παραγωγής νομοθετικού έργου.
    Εν προκειμένω, ουσιώδης είναι η διάκριση μεταξύ νόμων – κωδίκων και απλών κωδικοποιητικών νόμων:
    Οι νόμοι – κώδικες (άρθρ. 76 παρ. 6 του Συντάγματος) περιέχουν νέους ή και νέους κανόνες δικαίου˙ επεμβαίνουν δηλ., από νομική άποψη, πρωτογενώς προκειμένου να ρυθμίσουν ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.
    Αντιθέτως, οι κωδικοποιητικοί νόμοι (άρθρ. 76 παρ. 7 του Συντάγματος) δεν περιέχουν, κατ’ ουσία, νέους ή και νέους κανόνες δικαίου, εφόσον είτε απλώς περιέχουν τους ήδη ισχύοντες κατά τον χρόνο της κωδικοποίησης κανόνες δικαίου, είτε επαναφέρουν σε ισχύ ήδη καταργημένους νόμους, χωρίς όμως να μπορούν να αλλοιώσουν το ρυθμιστικό τους πλαίσιο. Σ’ αυτή την περίπτωση το ρυθμιστικό τους πλαίσιο οριοθετείται από τους κανόνες δικαίου που κωδικοποιούν.
    Ο Ν. 3669/2008 ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Πρόκειται για κωδικοποιητικό νόμο, όπως συνάγεται σαφώς από την εξουσιοδοτική διάταξη επί της οποίας ερείδεται, από την πρόδηλη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, καθώς και από την όλη δομή του και τη διαδικασία ψήφισής του στη Βουλή. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης διαπίστωσης, παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την Εισηγητική του Έκθεση:
    «…….2. Η παρούσα κωδικοποίηση συντάχθηκε από την Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, η οποία συστήθηκε στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ και αποτελεί έργο μακράς και επισταμένης επεξεργασίας σε ενιαίο κείμενο όλων των κειμένων διατάξεων που αφορούν την κατασκευή των δημοσίων έργων.
    3. Το κείμενο αυτό αποτελεί την κωδικοποίηση όλων των νομοθετημάτων (νόμων, προεδρικών διαταγμάτων και κανονιστικών υπουργικών αποφάσεων) που έχουν εκδοθεί από το 1984 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2007 και περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για την εκτέλεση των δημοσίων έργων.
    Ειδικότερα έχουν κωδικοποιηθεί τα εξής νομοθετήματα :…….»
    Το ανωτέρω συμπέρασμα ενισχύεται και από την Εγκύκλιο 18/2008 του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (αρ. πρωτ. Δ17/05/107/ΦΝ 433/16-9-2008)], η οποία διευκρινίζει την έννοια, τη λειτουργία και τον τρόπο εφαρμογής της εν λόγω κωδικοποίησης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η εν λόγω Εγκύκλιος, «σε περίπτωση αντιφάσεων μεταξύ διατάξεων του ν. 3669/08 και των κωδικοποιούμενων εφόσον, οι τελευταίες υπερέχουν εφόσον η τυχόν διαφοροποίηση στο ν. 3669/08 δεν οφείλεται σε θεμιτή και επιτρεπόμενη (με βάση την σχετική εξουσιοδότηση) παρέμβαση στην ισχύουσα νομοθεσία, όπως είναι η απαλοιφή καταργημένων διατάξεων ή η σύμπτυξη διατάξεων με παρόμοιο περιεχόμενο». Αποτελεί δε πάγια πρακτική από πλευράς των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ) να προσεγγίζεται ερμηνευτικά η προκείμενη κωδικοποίηση κατά τον συγκεκριμένο τρόπο˙ δηλ. ως κωδικοποίηση ισχυουσών διατάξεων της ειδικής νομοθεσίας περί δημοσίων έργων και όχι ως κώδικας δημοσίων έργων που εισάγει πρωτογενείς κανόνες δικαίου.
    Είναι, συνεπώς, εν όψει των προαναφερθέντων, κατά την άποψή μας, προφανές, ότι η κωδικοποίηση της νομοθεσίας των δημοσίων έργων που έγινε με το Ν. 3669/2008 προέβη απλώς σε ταξινόμηση – στην οποία (ως έννοια) περιλαμβάνεται και η απαλοιφή διατάξεων που είχαν σιωπηρώς καταργηθεί, ή η σύμπτυξη σε ενιαίο κείμενο διάσπαρτων στη νομοθεσία διατάξεων που ρύθμιζαν το ίδιο αντικείμενο, με τις αναγκαίες προσαρμογές στη διατύπωση και τη δομή τους – των ισχυόντων τότε κανόνων δικαίου για τα δημόσια έργα, χωρίς να θεσπίζει πρωτογενώς νέους κανόνες δικαίου.
    Κατά την κωδικοποίηση, μάλιστα, του ν. 3669/2008 έχουν συμβεί σφάλματα και σε ορισμένες περιπτώσεις οι κωδικοποιηθείσες διατάξεις δεν αποδίδουν τη νομοθεσία όπως κωδικοποιήθηκε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ισχύουν οι διατάξεις στην αρχική τους προ της κωδικοποίησης μορφή και οι ερμηνευτικοί κανόνες επιβάλλουν να προσφεύγει ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του δικαίου στην αρχική μορφή των διατάξεων και, σε περίπτωση αντίθεσης με τις κωδικοποιηθείσες, να εφαρμόζει τις αρχικές διατάξεις προ της κωδικοποίησής τους, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι οι μόνες που αποδίδουν το πράγματι ισχύον δίκαιο.
    Επομένως, η κατά την άποψή μας ορθή διαδικασία τροποποίησης της νομοθεσίας για τα δημόσια έργα θα επέβαλλε να γίνει η τροποποίηση των αρχικών διατάξεων των νομοθετημάτων που συγκροτούν την ειδική αυτή νομοθεσία (ν. 1418/1984, ν. 3263/2004 & π.δ. 609/1985), τα οποία (νομοθετήματα) εξακολουθούν να ισχύουν ως θεσπίσθηκαν, ακόμη και μετά την κωδικοποίηση του ν. 3669/2008. Αφού δε γίνει η τροποποίησή τους, ακολούθως να κωδικοποιηθούν οι τροποποιηθείσες αρχικές διατάξεις στον υφιστάμενο Κ.Δ.Ε. (Ν.3669/2008). Με τον τρόπο που γίνεται η τροποποίηση, πέραν του ότι δεν είναι νομοτεχνικά ο πλέον δόκιμος, ενδέχεται να δημιουργηθούν προβλήματα κατά την ερμηνεία των διατάξεων. Οι νέες διατάξεις που εισάγονται με το νομοσχέδιο, εφόσον ψηφισθούν και τεθούν σε ισχύ, θα έχουν την ισχύ ψηφισθέντος από τη Βουλή τυπικού νόμου˙ δεν θα πρόκειται για κωδικοποιηθείσες διατάξεις, όπως θα εξακολουθούν να είναι οι λοιπές μη τροποποιηθείσες διατάξεις. Επιπροσθέτως, οι τροποποιητικές διατάξεις τροποποιούν διατάξεις της κωδικοποίησης της νομοθεσίας και όχι τις αρχικές και μόνες πρωτογενώς ισχύουσες, οι οποίες κατ’ αρχήν παραμένουν άθικτες. Τα ανωτέρω δεδομένα είναι ιδιαίτερα πιθανό να αποτελέσουν στο μέλλον αιτία για τη γένεση αναιρετικών διαφορών σχετικά με την ερμηνεία και την εφαρμογή τους. Βεβαίως, η τροποποίηση των αρχικών διατάξεων και η εν συνεχεία κωδικοποίησή τους προϋποθέτει μεγαλύτερη και δυσκολότερη εργασία και διαδικαστικά είναι σαφώς πιο σύνθετη, όμως, κατά την άποψή μας, ο τρόπος αυτός είναι νομοτεχνικά ορθότερος και περιορίζει την πιθανότητα να ανακύψουν ερμηνευτικά προβλήματα που θα άγονται επί δεκαετίες προς επίλυση στα δικαστήρια.

    Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
    Παρακάτω παρατίθενται ενότητες θεμάτων επί των οποίων χρειάζεται να υπάρξει νομοθετική παρέμβαση. Οι προτάσεις αναπτύσσονται ως περίγραμμα νομοθετικής παρέμβασης, χωρίς να περιλαμβάνουν την ακριβή νομική διατύπωση, παρά μόνο τις βασικές αρχές και κατευθύνσεις της:
    Β.1.ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ
    Μεγάλο μέρος των παθογενειών που ταλαιπωρούν τα δημόσια έργα οφείλονται στην ανυπαρξία σύγχρονων, αξιόπιστων και καταρτισμένων βάσει διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημονικών μεθόδων αναλυτικών τιμολογίων. Ο Ν. 3263/2004 περιέχει στο άρθρο 8 πρόβλεψη για τη σύνταξη τιμολογίων δημοσίων έργων και σχετική εξουσιοδοτική διάταξη για την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.. Βάσει αυτής της διάταξης εκδόθηκαν και ανανεώνονται τα περιγραφικά τιμολόγια που ισχύουν σήμερα στα δημόσια έργα, τα αποκαλούμενα και «Τιμολόγια Σουφλιά». Τα τιμολόγια αυτά, ως είναι κοινός τόπος σε όσους ασχολούνται με τα δημόσια έργα, έχουν αποτύχει, διότι στερούνται των δύο βασικότερων στοιχείων που πρέπει να πληρούν τα σύγχρονα τιμολόγια δημοσίων έργων: α) Είναι μόνο περιγραφικά, δηλ. απλώς περιγράφουν τις εργασίες που περιλαμβάνονται σε κάθε τιμή μονάδας – πολλές φορές δε, ακόμη και αυτή η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ατελής, ελλιπής και ασαφής – χωρίς να περιλαμβάνουν ανάλυση της τιμής μονάδας ανά επιμέρους στοιχείο κόστους της. β) Η διαπίστωση των βασικών τιμών που διαμορφώνουν τα στοιχεία κόστους μιας τιμής μονάδας γίνεται με μεθόδους επιεικώς χαρακτηριζόμενες ως ερασιτεχνικές, αντιεπιστημονικές και εν τέλει παντελώς αυθαίρετες.
    Εξ αιτίας των ανωτέρω προβλημάτων η τιμολόγηση των έργων γίνεται κατά τρόπο απολύτως εσφαλμένο, χωρίς να απεικονίζει το πραγματικό κόστος τους. Οι επιμέρους συνέπειες της εσφαλμένης τιμολόγησης είναι πολλές και σημαντικότατες: α) Ο αρχικός προϋπολογισμός των έργων δεν καταρτίζεται επί ορθής τιμολογιακής βάσης, με αποτέλεσμα να μην αποδίδει σωστά το προεκτιμώμενο κόστος του έργου. β) Άμεσο επακόλουθο αυτού, είναι η αδυναμία κοστολόγησης του έργου από πλευράς της ενδιαφερόμενης εργοληπτικής επιχείρησης. γ) Η τιμολόγηση των νέων εργασιών γίνεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ολότελα αντιεπιστημονικό. δ) Σωρεία δικαστικών διαφορών ανακύπτει εξ αιτίας της γενικότητας και ασάφειας των εφαρμοζόμενων περιγραφικών τιμολογίων. ε) Προκαλείται τεράστια επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού και αλόγιστη διασπάθιση κονδυλίων, λόγω των εσφαλμένων τιμολογήσεων, των διαρκών αναπροσαρμογών, των καθορισμών νέων τιμών μονάδας, των συνεχών διαφορών που οδηγούνται εν τέλει προς επίλυση στα δικαστήρια, γενικότερα της αδυναμίας ορθής κοστολόγησης των δημοσίων έργων. στ) Θίγεται βαρύτατα η ποιότητα των εκτελούμενων έργων και άλλες πολλές δυσμενέστατες συνέπειες, που δεν έχουμε τον χρόνο και χώρο να παραθέσουμε εδώ.
    Ως ένα πρώτο βήμα για την επίλυση του προβλήματος, απαιτούνται οι ακόλουθες νομοθετικές τροποποιήσεις, που θα θέσουν τη βάση για την εγκαθίδρυση ενός συστήματος επιστημονικής και σύγχρονης τιμολόγησης των έργων:

    1. Στο Άρθρο 1 «Πεδίο Εφαρμογής -Έννοιες – Γενικές Αρχές», παράγραφος 7 του Ν. 3669/2008 προστίθεται νέο εδάφιο η) ως εξής:
    «η) «Τιμολόγιο Εργασιών» είναι η ανάλυση του προς εκτέλεση κατασκευαστικού αντικειμένου σε επιμέρους εργασίες, οι οποίες περιγράφονται κατά τρόπο μονοσήμαντο, η δε τιμή τους αναλύεται και τεκμηριώνεται με βάση την ποσότητα και αξία των μέσων παραγωγής, που συμμετέχουν άμεσα στην εκτέλεσή τους.
    Η ανάλυση κατά τα ανωτέρω, της τιμής μονάδος κάθε εργασίας του Τιμολογίου, αναφέρεται συνοπτικά ως «Ανάλυση Τιμής» και περιλαμβάνει, κατ΄ ελάχιστο, τα ακόλουθα επιμέρους στοιχεία άμεσου κόστους:
    • Το άμεσα απασχολούμενο εργατοτεχνικό προσωπικό
    • Τον άμεσα απασχολούμενο μηχανικό εξοπλισμό
    • Τα άμεσα αναλωνόμενα υλικά και υπηρεσίες τρίτων
    Στα Τιμολόγια Εργασιών που καταρτίζονται και εγκρίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, περιλαμβάνονται όλες οι εργασίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σε κάθε κατηγορία έργων. Τα Τιμολόγια αυτά διαμορφώνονται με ενιαίες αρχές και τυποποιημένη μεθοδολογία σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου και εφαρμόζονται ενιαία από όλες τις Δημοπρατούσες Αρχές του Δημόσιου και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, και ως εκ τούτου καλούνται και ενιαία τυποποιημένα τιμολόγια.
    Τα επιμέρους στοιχεία κόστους στα οποία αναλύεται η τιμή μονάδος κάθε εργασίας των ενιαίων τυποποιημένων Τιμολογίων, υπολογίζονται με βάση τις Βασικές Τιμές ημερομισθίων εργατοτεχνικού προσωπικού, υλικών και μισθωμάτων μηχανημάτων, οι οποίες διαπιστώνονται για κάθε χρονική περίοδο (ημερολογιακό τρίμηνο),σύμφωνα με τις προβλέψεις του παρόντος νόμου.»
    2. Στο Άρθρο 2 «Γενικές Διατάξεις» του Ν.3669/2008, όπως αυτό προβλέπεται να αντικατασταθεί με το Άρθρο 34 του προτεινόμενου ν/σ, προστίθεται, μετά την παράγραφο 2, παράγραφος 2α, ως εξής:
    «2.α.Για την έκδοση της αναφερόμενης στην προηγούμενη παράγραφο βεβαίωσης ωριμότητας, η αρμόδια για την κατασκευή του έργου Υπηρεσία οφείλει να υποβάλει στην ΑΕΠΕ, πλήρη φάκελο με τα εγκεκριμένα οικονομικά τεύχη που τεκμηριώνουν τον Προϋπολογισμό Δημοπράτησης του Έργου, συνοδευόμενα από τη σύμφωνη περί αυτού γνώμη του Μελετητή. Μέχρι τη σύσταση της ΑΕΠΕ, η σχετική βεβαίωση εκδίδεται από την αρμόδια διαχειριστική αρχή, ανεξάρτητα από το ύψος του προϋπολογισμού ή την πηγή χρηματοδότησης του έργου. Η περί της ωριμότητας εκδιδόμενη βεβαίωση πρέπει να επισυνάπτεται στην διακήρυξη του έργου.»
    3. Στο Άρθρο 17 «Συμβατικά Τεύχη» του Ν.3669/2008 αντικαθίστανται οι παράγραφοι 4 και 5 ως εξής:
    «4. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων εγκρίνεται η κατάρτιση, συμπλήρωση και τροποποίηση ενιαίων τυποποιημένων Τιμολογίων Εργασιών, για όλες τις κατηγορίες έργων.
    5. Τα τιμολόγια, μετά την έγκρισή τους, εφαρμόζονται ενιαία από όλες τις Δημοπρατούσες Αρχές που διέπονται από τον παρόντα νόμο.»
    4. Στο Άρθρο 17 «Συμβατικά Τεύχη» του Ν.3669/2008 τροποποιείται η παράγραφος 6 ως εξής:
    «6. Οι τιμές των τιμολογίων αυτών, που προκύπτουν από τις αντίστοιχες αναλύσεις τιμών, εφαρμόζονται αυτούσιες ή σε συνδυασμό μεταξύ τους για τη σύνταξη του προϋπολογισμού των έργων».
    5. Στο Άρθρο 54 «Αναθεώρηση τιμών» του Ν.3669/2008 καταργούνται οι διατάξεις των παραγράφων 16 και 17 και αντικαθίστανται ως εξής:
    «16. Τα θέματα διαπίστωσης των βασικών τιμών και τα της σύνθεσης και λειτουργίας της Επιτροπής Διαπίστωσης Βασικών Τιμών ΔΕ, καθώς και όλα τα θέματα που αναφέρονται στην εφαρμογή της αναθεώρησης τιμών, ρυθμίζονται με Υπουργικές Αποφάσεις.
    17. Η διαπίστωση των βασικών τιμών των ημερομισθίων του εργατοτεχνικού προσωπικού, των μισθωμάτων των μηχανημάτων έργων και των ενσωματούμενων υλικών, γίνεται με βάση μεθοδολογία που εγκρίνεται με Υπουργική Απόφαση, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Παρακολούθησης και Βελτίωσης του Συστήματος Τιμολόγησης Έργων, που συγκροτήθηκε με την απόφαση ΥΠΥΜΕΔΙ/Δ 11γ/ο/393/02-08-2010.»
    6. Στο Άρθρο 179 «Εξουσιοδοτικές διατάξεις» παράγραφος 4 του Ν.3669/2008 καταργείται η περίπτωση ιβ και αντικαθίστανται ως εξής:
    «ιβ) Μέχρι την έκδοση των σχετικών αποφάσεων, η ΕΔΤΔΕ, με τη γραμματειακή και τεχνική υποστήριξη της αρμόδιας υπηρεσίας της ΓΓΔΕ και του ΙΟΚ, εφαρμόζουν τις προτάσεις της Επιτροπής «Παρακολούθησης και Βελτίωσης του Συστήματος Τιμολόγησης Έργων», που συγκροτήθηκε με την απόφαση ΥΠΟΜΕΔΙ Δ11γ/ο/393 – 02.08.2010, ως προς τον τρόπο αντικειμενικού προσδιορισμού των μέσων μισθωμάτων μηχανημάτων και των ωρομισθίων εργατοτεχνικού προσωπικού, όπως αυτές τελικά θα οριστικοποιηθούν και θα εγκριθούν, και διαμορφώνουν τους πίνακες και την ονοματολογία των βασικών υλικών που περιλαμβάνονται στα Πρακτικά Διαπίστωσης, σύμφωνα με τις προτάσεις της εν λόγω Επιτροπής».

    Β.2.ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΕΡΓΩΝ
    Επειδή:
    α. ο Νόμος 3263/2004 που εισήγαγε το ισχύον σύστημα ανάθεσης των έργων απέτυχε και στους δύο στόχους του, αυτόν της συγκράτησης των εκπτώσεων και αυτόν της εξυγίανσης και της επιβολής κανόνων διαφάνειας,
    β. οι προϋποθέσεις:
    i) των πλήρων και αξιόπιστων μελετών,
    ii) της σωστής και επαρκούς επίβλεψης και
    iii) της ευνομούμενης και χρηστής Δημόσιας Διοίκησης,
    που αποτελούν τις αναγκαίες συνθήκες για την λειτουργία της απόλυτης μειοδοσίας, δεν υφίστανται και ουδείς γνωρίζει πότε θα διασφαλιστούν,
    γ. η εντεινόμενη κρίση και η δραματική μείωση των έργων ευνοούν την εμφάνιση φαινομένων άκριτου και νοσηρού ανταγωνισμού με αποτέλεσμα να «εκδιώκονται» από τον κλάδο οι, κατά τεκμήριο, συνεπέστεροι,
    δ. οι μεγάλες εκπτώσεις υποβαθμίζουν την ποιότητα των έργων και υπονομεύουν την ολοκλήρωσή τους, με δυσμενείς επιπτώσεις για τους αναδόχους αλλά και τους εργαζομένους και προμηθευτές των αναδόχων,
    είναι προφανής η ανάγκη καθιέρωσης ενός νέου αντικειμενικού συστήματος ανάθεσης των έργων.
    Ανεξάρτητα πάντως από το πώς θα ονομάζεται το σύστημα και με ποιόν τρόπο θα αναδεικνύεται ο ανάδοχος, πρέπει να καλύπτονται σε κάθε περίπτωση οι παρακάτω βασικές προϋποθέσεις:
    1. Διεξαγωγή του διαγωνισμού σε δύο διακριτά στάδια: 1ο Στάδιο η κατάθεση των δικαιολογητικών. 2ο Στάδιο (μετά την ολοκλήρωση του πρώτου) η κατάθεση των οικονομικών προφορών που θα ανοίγονται αμέσως ενώπιον των συμμετεχόντων. Με την ρύθμιση αυτή αφενός διασφαλίζεται η διαφάνεια και αφετέρου οδηγούμαστε σε γρήγορη ανάδειξη αναδόχου, αφού θα ελαχιστοποιηθούν οι ενστάσεις.
    2. Να διατηρηθούν οι περιορισμοί αυτοπρόσωπης κατάθεσης των προσφορών (για τις ατομικές εργοληπτικές επιχειρήσεις) ή μέλος Δ.Σ. (για τις εταιρείες), διεξαγωγής διαγωνισμών μία φορά την εβδομάδα την ίδια ώρα και μέρα, πρωτότυπο βεβαίωσης ΜΕΕΠ.
    3. Πρέπει να αποκλειστεί η δυνατότητα οποιουδήποτε κριτηρίου αξιολόγησης επιδέχεται υποκειμενική κρίση.

    Β.3.ΜΕΤΡΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ
    Τα κρούσματα του φαινομένου των πλαστών εγγυητικών επιστολών, καλής εκτέλεσης κυρίως, έχουν αυξηθεί ανησυχητικά το τελευταίο διάστημα. Τα παρακάτω μέτρα, εφόσον υιοθετηθούν και θεσμοθετηθούν, πιστεύουμε ότι θα επιλύσουν οριστικά το ζήτημα:
     Προϋπόθεση της υπογραφής οποιασδήποτε σύμβασης, είτε αρχικής είτε συμπληρωματικής, είναι η προηγούμενη χορήγηση βεβαίωσης του εκδόντος την εγγυητική επιστολή καλής εκτέλεσης πιστωτικού ιδρύματος περί της γνησιότητας της προσκομισθείσας από τον ανάδοχο εγγυητικής, κατόπιν επίσημου αιτήματος που θα υποβάλλει απευθείας η υπηρεσία προς πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς μεσολάβηση του αναδόχου. Η βεβαίωση του πιστωτικού ιδρύματος μαζί με το επίσημο αίτημα της υπηρεσίας προς το πιστωτικό ίδρυμα θα επισυνάπτονται στη σύμβαση και θα αποτελούν προϋπόθεση του κύρους της. Επομένως, σύμβαση στην οποία δεν θα έχει επισυναφθεί αυτή η βεβαίωση, που θα πρέπει να έχει ληφθεί κατά την επίσημη διαδικασία που προβλέπεται παραπάνω, θα είναι άκυρη και ο ανάδοχος δεν θα μπορεί να εισπράξει το εργολαβικό αντάλλαγμα, ακόμη και αν εκτελέσει τις εργασίες. Με τον τρόπο αυτό εξαλείφεται το κίνητρο πονηρά σκεπτόμενου εργολάβου να προσκομίσει εξ αρχής πλαστή εγγυητική επιστολή.
     Προϋπόθεση πληρωμής του πρώτου και μετά την ημερομηνία περαίωσης του έργου συντασσόμενου λογαριασμού είναι η προηγούμενη χορήγηση βεβαίωσης από το αρμόδιο πιστωτικό ίδρυμα, αφού τηρηθεί η παραπάνω διαδικασία (δηλ. υποβολή επίσημου αιτήματος από τη διευθύνουσα υπηρεσία κατευθείαν στο πιστωτικό ίδρυμα και απάντηση του τελευταίου κατευθείαν στην υπηρεσία, χωρίς μεσολάβηση του αναδόχου), περί της γνησιότητας της κατατεθειμένης στην υπηρεσία εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης. Η βεβαίωση του πιστωτικού ιδρύματος (με το έγγραφο αίτημα της υπηρεσίας προς αυτό) θα επισυνάπτεται στο χρηματικό ένταλμα πληρωμής του λογαριασμού και χωρίς αυτήν δεν θα θεωρείται από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η βεβαίωση θα πρέπει να έχει ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής της έγκρισης του λογαριασμού. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται το ενδεχόμενο (πολύ συχνό τελευταία) ο ανάδοχος να αντικαταστήσει την αρχικώς προσκομισθείσα έγκυρη εγγυητική με άλλη πλαστή. Για την πληρωμή κάθε λογαριασμού, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο, θα πρέπει να διαπιστώνεται η γνησιότητα της κατατεθειμένης εγγυητικής (ή εγγυητικών) καλής εκτέλεσης. Επομένως, εξαλείφεται το κίνητρο του πονηρού αναδόχου, σε συνεννόηση με διεφθαρμένους υπαλλήλους της υπηρεσίας, να αντικαθιστά κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου τις γνήσιες εγγυητικές με πλαστές. Και να το κάνει, δεν θα έχει κανένα όφελος, εφόσον δεν πρόκειται να πληρωθεί κανένα λογαριασμό.
     Θέσπιση αυστηρότατων κυρώσεων σε βάρος των εργοληπτικών επιχειρήσεων που διαπράττουν τέτοια αδικήματα. Υποχρεωτική ποινή οριστικής διαγραφής από το ΜΕΕΠ, σε περίπτωση που θα διαπιστωθεί η διάπραξη του αδικήματος. Άμεση παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο κατ’ απόλυτη προτεραιότητα με πρόβλεψη επιβολής ποινών και στον υπεύθυνο εφ’ όσον είναι γραμμένος στο ΜΕΚ.

    Β.4. ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΕΓΓΥΗΤΙΚΩΝ ΚΑΛΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
    Συχνό φαινόμενο, που δεν αντιμετωπίζει ο νέος νόμος, είναι και η άρνηση ή αδιαφορία των υπηρεσιών να επιστρέψουν στον ανάδοχο τις κατατεθειμένες εγγυητικές καλής εκτέλεσης, όταν πληρούνται οι προς τούτο προϋποθέσεις.
    Οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης επιστρέφονται στον ανάδοχο ολοσχερώς (δηλ. και ως προς το απομένον μετά τις σταδιακές απομειώσεις ποσοστό του 40% της αρχικής βασικής εγγύησης) με την οριστική παραλαβή του έργου και τη σύνταξη του τελικού λογαριασμού. Στην πράξη συχνά αυτό δεν γίνεται, γιατί οι παραλαβές καθυστερούν πολύ πέραν της παρόδου του χρόνου εγγύησης ή διενεργούνται αυτοδίκαια ή και για ποικίλους άλλους λόγους. Το πρόβλημα γεννάται από το γεγονός ότι, κατά πάγια πρακτική, οι εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης είναι αορίστου χρόνου. Επισημαίνουμε ότι ο νόμος δεν απαιτεί οι εγγυητικές καλής εκτέλεσης να είναι αορίστου χρόνου, αλλά παρέχει την ευχέρεια στην εκάστοτε δημοπρατούσα αρχή να καθορίσει τον χρόνο ισχύος τους στη διακήρυξη του διαγωνισμού. Οι δημοπρατούσες αρχές επιλέγουν πάντα την πλέον εύκολη και ασφαλή γι’ αυτές λύση: Ζητούν οι εγγυητικές καλής εκτέλεσης να είναι αορίστου χρόνου.
    Ο βασικός άξονας είναι να εκδίδονται εγγυητικές καλής εκτέλεσης ορισμένης διάρκειας (ως αρχική διάρκεια της εγγυητικής καλής εκτέλεσης θα πρέπει να ορίζεται η αρχική συμβατική προθεσμία συν τέσσερις μήνες), οι οποίες, σε περίπτωση παρατάσεων και καθυστερήσεων πέραν των προεκτιμώμενων χρονικών ορίων ολοκλήρωσης του έργου, θα ανανεώνονται με επιστολή του πιστωτικού ιδρύματος ανάλογα, μέχρι και τη διενέργεια της οριστικής παραλαβής και την υποβολή του τελικού λογαριασμού. Εάν ο ανάδοχος αρνηθεί την αντικατάσταση της εγγυητικής επιστολής κατά τον χρόνο λήξης της, μπορεί να κηρύσσεται έκπτωτος ή να του επιβάλλονται άλλου είδους κυρώσεις (π.χ. κατάπτωση της εγγυητικής της οποίας αρνείται ή αμελεί την αντικατάσταση).
    Με τον τρόπο αυτό θα παύσει η σημερινή κατάσταση, που ταλανίζει πλήθος εργοληπτικών επιχειρήσεων, οι οποίες, αντιμετωπίζοντας την παράνομη άρνηση των υπηρεσιών να τους επιστρέψουν τις εγγυητικές επιστολές καλής εκτέλεσης, είναι αναγκασμένες να προσφεύγουν σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες. Εν τω μεταξύ όμως, οι εγγυητικές παραμένουν εις χείρας του κυρίου του έργου και βαρύνονται ετησίως με προμήθειες, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε επ’ αυτού η εργοληπτική επιχείρηση, παρά μόνο να ελπίζει στη δικαστική της δικαίωση, στο απώτερο μέλλον.

    Β.5. ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ
    Ο θεσμός της ελάχιστης υποχρεωτικής στελέχωσης των εργοληπτικών επιχειρήσεων έχει καταστεί γράμμα κενό περιεχομένου και δεν εξυπηρετεί τον σκοπό για τον οποίο θεσμοθετήθηκε, ήτοι τον εμπλουτισμό κάθε εργοληπτικής επιχείρησης με ικανό στελεχιακό δυναμικό που απασχολείται πραγματικά σ’ αυτήν, προσφέροντας τις επιστημονικές γνώσεις, την τεχνογνωσία και την εμπειρία του. Είναι παγκοίνως γνωστό ότι ο θεσμός της υποχρεωτικής στελέχωσης έχει εκφυλισθεί και μετατραπεί σε σύστημα εικονικής απασχόλησης και υποχρεωτικών αργομισθιών, που απομυζούν τις εργοληπτικές επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτό το υπάρχον καθεστώς θα πρέπει να αναθεωρηθεί πάνω σε δύο βασικούς άξονες: α) Τη δραστική μείωση των στελεχών που πρέπει να έχει κάθε εργοληπτική επιχείρηση για την κατάταξή της στις αντίστοιχες τάξεις του Μ.Ε.ΕΠ.. β) Τη δυνατότητα υποκατάστασης στελεχών ΜΕΚ (που κατά κανόνα απασχολούνται εικονικά στις επιχειρήσεις που στελεχώνουν επισήμως) από μηχανικούς αποδεδειγμένης πολυετούς εμπειρίας, οι οποίοι απασχολούνται πραγματικά στις εργοληπτικές επιχειρήσεις με τις οποίες συνδέονται με σχέση εργασίας. Ως εκ τούτου, η πρότασή μας συνοψίζεται ως εξής:
    Τάξη
    Βασική κατηγορία
    (Βασική στελέχωση ) Πρόσθετη κατηγορία
    (Συμπληρωματική στελέχωση )
    Α1 1 Α 1 Α
    Α2 1 Β 1 Β
    1η 1 Γ 1 Β
    2η 1 Δ 1 Γ
    3η 1 Δ + 1 Γ 1 Γ
    4η 2 Δ 1 Δ
    5η 2 Δ και 1 Γ 1 Δ + 1 Γ
    6η 3 Δ και 2 Γ 2 Δ
    7η 12 Δ και 10 Γ εκ των οποίων
    οι 8 Δ να είναι εγγεγραμμένοι σε 3 κατηγορίες έργων
    2Δ σε Η/Μ και 2Δ σε Β/Ε
    1. Τα στελέχη για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων εκτός της βασικής κατηγορίας μπορεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του ΜΕΚ.
    2. Εναλλακτικά για τις τάξεις τέταρτη, Πέμπτη, έκτη και έβδομη μπορεί να αντικατασταθεί στη βασική και στη συμπληρωματική τους στελέχωση κάθε τεχνικός ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Γ’ βαθμίδας, κάθε τεχνικός ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς ΜΕΚ Β’ βαθμίδας και κάθε τεχνικός ΜΕΚ Β’ βαθμίδας με δύο (2) τεχνικούς Α’ βαθμίδας.
    Για τις πιο πάνω τάξεις τα στελέχη για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων, εκτός της βασικής κατηγορίας, μπορεί να είναι τα ίδια πρόσωπα της βασικής στελέχωσης εγγεγραμμένα σε αντίστοιχη κατηγορία και τάξη του ΜΕΚ ή και άλλα πρόσωπα.
    3. Επί προσωπικών επιχειρήσεων η βασική στελέχωση μόνο της κύριας κατηγορίας πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο που ασκεί την ατομική επιχείρηση στις δε λοιπές νομικές μορφές (ΟΕ, ΕΕ) δεν απαιτείται η σύνδεση της βασικής στελέχωσης με την ιδιότητα του εταίρου.
    4. Σε εταιρία οποιασδήποτε νομικής μορφή (ΟΕ, ΕΕ, ΕΠΕ, ΑΕ) η ιδιότητα του εταίρου, διαχειριστή, μετόχου ή μέλους ΔΣ αποτελεί επαρκή απόδειξη στελέχωσης χωρίς την προϋπόθεση αποδεδειγμένης ετήσιας αμοιβής.

    Η παρ.6 και η περίπτωση i, ii και iii της παρ. 8 του άρθρου 100 του Ν. 3669/2008 αντικαθίστανται ως εξής:
    i. Στην τέταρτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας.
    ii. Στην πέμπτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και ενός (1) τεχνικού ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας.
    iii. Στην έκτη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον τριών (3) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας. Για κάθε πρόσθετη κατηγορία έργων απαιτείται συμπληρωματική στελέχωση τουλάχιστον δύο (2) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας.
    iv. Για την έβδομη τάξη, για τη βασική κατηγορία έργων απαιτείται στελέχωση τουλάχιστον δώδεκα (12) τεχνικών ΜΕΚ Δ’ βαθμίδας και δέκα (10) τεχνικών ΜΕΚ Γ’ βαθμίδας, εκ των οποίων οι οκτώ (8) να είναι γραμμένοι σε τρεις (3) κατηγορίες έργων, δύο (2) Δ’ βαθμίδας σε Η/Μ και δύο (2) βαθμίδας Δ’ σε Β/Ε.

    Β.6. ΜΗ ΙΣΧΥΣ ΚΑΤΩΤΑΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΩΝ
    Η εφαρμογή των κατωτάτων ορίων και στις περιπτώσεις υπεργολαβιών συνιστά μία υπερβολικά περιοριστική ρύθμιση, που δεν εξυπηρετεί κανένα καλώς νοούμενο και έλλογο σκοπό˙ αντιθέτως, αποκλείει την υπεργολαβική εκτέλεση συγκεκριμένων τμημάτων έργων, τα οποία δύνανται να εκτελεσθούν μόνο από εξειδικευμένες και πεπειραμένες στο συγκεκριμένο αντικείμενο εργοληπτικές επιχειρήσεις, από τις επιχειρήσεις εκείνες που διαθέτουν την τεχνογνωσία να τα εκτελέσουν. Υπ’ αυτή την έννοια ο συγκεκριμένος περιορισμός έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη διακινδύνευση της ποιότητας του τελικού έργου και την καθυστέρηση της ολοκλήρωσής του. Για τον λόγο αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαία και προτείνεται η προσθήκη στο τέλος της περ. α’ της παρ.1 του άρθρου 68 του ΚΔΕ του ακόλουθου εδαφίου (με έντονα γράμματα):
    «Άρθρο 68
    Υπεργολαβία
    1. Όταν συνάπτεται σύμβαση μίσθωσης έργου μεταξύ του αναδόχου δημοσίου έργου και εργοληπτικής επιχείρησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 80 για την κατασκευή μέρους του έργου που έχει αναληφθεί από τον ανάδοχο (υπεργολαβία), ο υπεργολάβος θεωρείται «εγκεκριμένος» με τις συνέπειες του κώδικα αυτού, μετά από έγκριση του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής όταν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
    α) Ο υπεργολάβος έχει τα αντίστοιχα προσόντα για την εκτέλεση του έργου που αναλαμβάνει και ανήκει σε τάξη και κατηγορία έργου, αντίστοιχη με το ποσό της σύμβασης υπεργολαβίας. Ειδικώς για την ανάληψη υπεργολαβικών συμβάσεων δεν ισχύουν τα κατώτερα όρια των τάξεων του Μ.Ε.ΕΠ. του άρθρου 102 (άρθρ. 16 του Ν. 1418/1984).»

    Β.7. ΘΕΜΑΤΑ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΩΝ
    Με το υπάρχον καθεστώς επιτρέπεται η απαγόρευση με τη διακήρυξη συμμετοχής στον διαγωνισμό κοινοπραξιών που πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμότητας και επίσης απαγορεύεται η σύσταση κοινοπραξιών εντός της ίδιας κατηγορίας από επιχειρήσεις που διαφέρουν μεταξύ τους περισσότερες από μία τάξεις, έστω και αν ανήκουν όλες στις καλούμενες στη δημοπρασία τάξεις στη συγκεκριμένη κατηγορία (π.χ. στην κατηγορία οικοδομικών κάποιου έργου μπορεί να είναι καλούμενες τάξεις οι 5η, 4η και 3η, όμως, σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, κοινοπραξία μπορούν να συστήσουν μόνο η 3η με την 4η τάξη ή η 4η με την 5η, όχι η 5η με την 3η). Αμφότερες οι ανωτέρω ρυθμίσεις, ήτοι η δυνατότητα απαγόρευσης σύστασης κοινοπραξιών με τη διακήρυξη και ο περιορισμός των τάξεων που δύνανται να κοινοπρακτήσουν, δεν φαίνεται να εξυπηρετούν κάποια έλλογη σκοπιμότητα και ως εκ τούτου προτείνεται η κατάργησή τους. Για τον λόγο αυτό προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 16 του ΚΔΕ ως εξής:
    «7. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις γίνονται δεκτές στις δημοπρασίες και σε κοινοπραξία. Οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν και είναι της αυτής κατηγορίας πρέπει να ανήκουν όλες σε μία από τις καλούμενες στη δημοπρασία τάξεις. Η κάθε μία από τις επιχειρήσεις που κοινοπρακτούν, συμμετέχει στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του 25% του προϋπολογισμού της υπηρεσίας του δημοπρατούμενου έργου. Αν το έργο περιλαμβάνει εργασίες περισσότερων κατηγοριών το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου αναφέρεται στον προϋπολογισμό της κάθε κατηγορίας.»

    Β.8. ΚΑΤΑΤΑΞΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ, ΑΝΕΛΙΞΗ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΟ Μ.Ε.ΕΠ.
     Η παρ. 17 του άρθρου 16 του ν. 1418/1984 θα πρέπει να προσαρμοσθεί ώστε να καταστεί διάταξη διαρκούς εφαρμογής και η διενέργεια της τακτικής αναθεώρησης να μην αποτελεί κώλυμα για τη διαδικασία συγχώνευσης, αλλά ούτε και το αντίστροφο, δηλ. η διαδικασία συγχώνευσης να μην προκαλεί δυσχέρειες κατά την τακτική αναθεώρησ

  • 3 Μαρτίου 2011, 00:33 | Γόρδιος Ιωάννης

    Σχόλιο για την παράγραφο 1 του άρθρου 33
    Όλοι οι φορείς που εκτελούν Δημόσια έργα θα πρέπει να υπάγονται στο θεσμικό πλαίσιο των Δημοσίων Έργων . Οι εξαιρέσεις θα πρέπει να είναι ίδιες για όλους τους φορείς που υλοποιούν έργα. Άλλωστε η εμπειρία έχει δείξει ότι με χρήση των ειδικών διατάξεων έχουν πραγματοποιηθεί ενέργειες που δεν θεωρούνται ορθές διαχειριστικά (π.χ. οι απευθείας αναθέσεις έργων κάτω των 5.000.000 € από την «Εγνατία Οδός» Α.Ε. το χρονικό διάστημα 2007 – 2009)

  • ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ
    ASSOCIATION OF PUBLIC WORKS GRADUATE CONTRACTORS OF ATHENS

    Σ.Π.Ε.Δ.Ε.Π. Αριθ. Αποφ.: 1670/1945
    S.P.E.D.E.P Πρωτοδικείου Αθηνών
    Έδρα: Εμμ. Μπενάκη 18 – 10678, Αθήνα Τηλ.: 210.38.21.731 Fax: 210.38.23.402 188 Emm. Benaki str. 106 78, Athens
    http://www.spedep.gr Email: spedep@tee.gr

    Αριθ. Πρωτ. 354/11 Αθήνα 01-03-2011

    Ο Σύνδεσμος Πτυχιούχων Εργοληπτών Δημοσίων Έργων Πρωτευούσης (ΣΠΕΔΕΠ) μετά από την ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα OpenGov.gr του σχεδίου νόμου « Μεταρρύθμιση Συστήματος Ανάθεσης και Εκτέλεσης συμβάσεων Μελετών και Δημοσίων Έργων Ίδρυση Αρχής Ελέγχου Μελετών και Έργων και λοιπές διατάξεις » για δημόσια διαβούλευση γνωστοποιεί ότι, ήδη έχει κάνει παρέμβαση στο αρμόδιο Υπουργείο (ΥΠΟΜΕΔΙ) από 29/1/2010, έχει εκφράσει την αντιθεσή του ως προς το ανωτέρω σχέδιο νόμου και έχει καταθέσει τις προτάσεις και απόψεις του.
    Οι απόψεις παραμένουν σταθερές για το περιεχόμενο του προτεινόμενου σχεδίου νόμου, που παρά τις αντιρρήσεις και προτάσεις μας δεν επήλθε καμία βελτίωση και είναι οι αναφερόμενες στην παρακάτω επιστολή(Αρ.Πρωτ. ΥΠΟΜΕΔΙ 10047/10-1-2011), την οποία έχουμε αποστείλει στον αρμόδιο Υπουργό, στους Υφυπουργούς, τα Πολιτικά κόμματα και τους Βουλευτές.
    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
    ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 3669/2008
    ΑΠΟ ΑΡΘΡΟ 33 ΈΩΣ 69
    ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
    ΙΔΡΥΣΗ ΑΡΧΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ
    ΑΠΟ ΑΡΘΡΟ 70 ΈΩΣ 91
    ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ
    ASSOCIATION OF PUBLIC WORKS GRADUATE CONTRACTORS OF ATHENS

    Σ.Π.Ε.Δ.Ε.Π. Αριθ. Αποφ.: 1670/1945
    S.P.E.D.E.P Πρωτοδικείου Αθηνών
    Έδρα: Εμμ. Μπενάκη 18 – 10678, Αθήνα Τηλ.: 210.38.21.731 Fax: 210.38.23.402 188 Emm. Benaki str. 106 78, Athens
    http://www.spedep.gr Email: spedep@tee.gr

    Αριθ. Πρωτ. 1443/10 Αθήνα 28-12-2010

    Προς
    Τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων
    κ. Δημήτριο Ρέππα
    Κοινοποίηση :
     Υφυπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων
    κ. Γιάννη Μαγκριώτη
     Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Έργων
    κ. Γιάννη Οικονομίδη

    Θέμα : Καταγγελία κατά του ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
    «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
    ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ (Ν. 3669/2008) ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»
    Κύριε Υπουργέ
    Στην πρώτη συνάντηση με την ηγεσία του Υπουργείου σας, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ, στις 3-11-2009 με θέμα «ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ», η πολιτική θέση και βούληση της Νέας Κυβέρνησης, όπως διετυπώθη από εσάς ήταν:
    — Ειλικρινής και ανοικτή διαβούλευση, διάλογος, συνεργασία με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και
    — Απόλυτη ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ και ΔΙΑΥΓΕΙΑ σε όλες τις φάσεις εκτέλεσης δημοσίου έργου από την αρχική απόφαση σύνταξης της μελέτης μέχρι την οριστική παραλαβή του έργου».
    Κύριε Υπουργέ σας υπενθυμίζουμε την χαρακτηριστική δέσμευσή σας:
    «…ΚΑΜΜΙΑ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΔΕΝ ΘΑ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΟΥ….».
    Στο πνεύμα αυτής της εξαγγελίας ελάβαμε την από 8/12/2009 επιστολή σας στην οποία απαντήσαμε με τεκμηριωμένες προτάσεις με την επιστολή μας με Αρ. Πρωτ. 318/29-1-2010 και αναμέναμε την πρόσκλησή σας για την έναρξη του διαλόγου και της διαβούλευσης.
    Όμως στην συνέχεια δεν υπήρξε καμία ενημέρωση μέχρι και τις 4-8-2010, οπότε και ηλεκτρονικά μας κοινοποιήθηκε η επιστολή σας με Αρ. Πρωτ. Οικ/ 3930 με συνημμένα δυο ΣΧΕΔΙΑ ΝΟΜΟΥ για την εκτέλεση των Δημοσίων Έργων και την εκπόνηση μελετών καθώς και την πρόταση σας για την σύσταση Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής Ελέγχου Παραγωγής Έργων.
    Επίσης με την εν λόγω επιστολή σας μας γνωστοποιείτε ότι περί τα τέλη Αυγούστου 2010 θα ξεκινήσουν οι απευθείας συναντήσεις τόσο με εμάς, όσο και με τους λοιπούς εμπλεκομένους φορείς, στο πλαίσιο της διακηρυγμένης διαβούλευσης.
    Όταν ολοκληρώσαμε την συγκριτική μελέτη μεταξύ του
    • κοινοποιηθέντος ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ (Ν.3669/2008) και ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.»
    • του ισχύοντος Κ.Δ.Ε. (Ν. 3669/2008) και
    • των υποβληθεισών προτάσεών μας,
    διαπιστώσαμε δυστυχώς με μεγάλη λύπη, οδύνη και αγανάκτηση ότι για άλλη μια φορά εξαπατηθήκαμε, γιατί καμιά απολύτως πρότασή μας για βελτίωση ή κατάργηση προβληματικών διατάξεων, δεν έγινε δεκτή στο κοινοποιηθέν ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ.
    Κατ΄ αυτόν τον τρόπο οι δεσμεύσεις του κου Υπουργού για ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ – ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ και ΔΙΑΛΟΓΟ και για ΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟ ετελεύτησαν τον βίο τους πριν καν τον αρχίσουν.
    Ακόμη όμως και για το πολυδιαφημισμένο θέμα της ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ σε όλο τον Δημόσιο Τομέα, όπως διατυμπανίζει στεντόρια σε όλους τους τόνους η νέα κυβέρνηση, από τον Πρωθυπουργό μέχρι και τον τελευταίο αξιωματούχο και ιδιαίτατα επιθυμεί ο κος Υπουργός να ισχύσει σε όλες τις φάσεις εκτέλεσης των Δημοσίων Έργων, κατά δέσμευσή του, επιθυμούμε να σας γνωστοποιήσουμε τα οδυνηρά και συντριπτικά πλήγματα τα οποία επιφέρουν στη διαφάνεια, στην διαύγεια και στην ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του κοινοποιηθέντος ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ.
    1. Κύριε Υπουργέ ,
    πιστεύετε ειλικρινά ότι με τα προτεινόμενα συστήματα εκτέλεσης δημοσίων έργων όπως
     η αυτεπιστασία,
     οι απ΄ ευθείας αναθέσεις,
     η πρόσκληση μεταξύ περιορισμένου αριθμού ατόμων,
     η μελέτη – κατασκευή,
     η μέθοδος των πολλαπλών κριτηρίων,
     η μέθοδος του κατ΄ αποκοπή τιμήματος χωρίς οριστική μελέτη εφαρμογής,
     η μέθοδος του ανταγωνιστικού διαλόγου,
    προάγεται η διαφάνεια, η διαύγεια, η αντικειμενικότητα, ο επί ίσοις όροις διαγωνισμός των υποψηφίων, οι καθαροί όροι συμμετοχής, η ποιοτική κατασκευή του έργου, η ολοκλήρωσή του εντός τακτού χρόνου χωρίς υπέρβαση του αρχικού προϋπολογισμού και η απόδοσή του προς όφελος της κοινωνίας;
    2. Κύριε Υπουργέ ,
    πιστεύετε ειλικρινά ότι με την προτεινόμενη προσθήκη δυο νέων εγγυητικών επιστολών, αντί της κατάργησης των ισχυουσών στο υπέρογκο ποσοστό 40% του προϋπολογισμού, προάγεται η διαφάνεια, η διαύγεια, ο υγιής ανταγωνισμός, η επί ίσοις όροι μεταξύ των διαγωνιζομένων εκτέλεση του έργου, όταν καθημερινά υπάρχουν καταγγελίες για πλαστές, εικονικές και μαϊμού εγγυητικές;
    3. Κύριε Υπουργέ ,
    πιστεύετε ειλικρινά ότι με τις προτεινόμενες καταργήσεις της αυτοδίκαιης έγκρισης και οριστικοποίησης λογαριασμών, επιμετρήσεων, πρωτοκόλλων, Ανακεφαλαιωτικών πινάκων κλπ. προάγεται η διαφάνεια, η διαύγεια, η έγκαιρη ολοκλήρωση του έργου εντός του συμβατικού χρόνου και του συμβατικού προϋπολογισμού, προς όφελος της κοινωνίας;
    Είμαστε βέβαιοι ότι με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του κοινοποιηθέντος ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ δεν θα επιτύχετε κανένα απολύτως από τα πιο πάνω αναφερόμενα αποτελέσματα, αλλά αντιθέτως θα επιτύχετε την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία, την συναλλαγή, την αύξηση της διαφθοράς, την γιγάντωση της διαπλοκής, τον γεωμετρικό πολλαπλασιασμό του μαύρου χρήματος, ενώ ταυτόχρονα η ποιότητα των παραγομένων έργων θα υποβαθμιστεί δραματικά, ο χρόνος κατασκευής θα πολλαπλασιαστή, ο προϋπολογισμός θα εκτιναχθεί στα ύψη και ο μοναδικός χαμένος θα είναι η κοινωνία και ο ελληνικός λαός, ο οποίος ενώ καταναγκάζεται να πληρώνει από το υστερημά του δεν απολαμβάνει απολύτως τίποτα.
    4. Κύριε Υπουργέ ,
    Ενώ κατ΄ επανάληψη έχετε δηλώσει ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι ο μεγάλος ασθενής, είναι διεφθαρμένη, διαπλεκόμενη, αντιπαραγωγική και δημιουργός και αποδέκτης του μαύρου χρήματος, εν τούτοις αντί να επέμβετε δραστικά για να την θεραπεύσετε και να την καταστήσετε υγιή, αδιάφθορη, παραγωγική και εγγυητή του Δημοσίου χρήματος, με τις υπερεξουσίες τις οποίες της χαρίζετε με τις προτεινόμενες διατάξεις με το κοινοποιηθέν ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ (Άρθρο 7,- ξ 4 Ν/Σ – Άρθρο 9, ξ 2 Ν/Σ – Άρθρο 9, ξ 5 Ν/Σ – Άρθρο 11, ξ 2, ξ 3, ξ 4, ξ 5, ξ 10, ξ 12 του Ν/Σ) την εφοδιάζετε με ακόμη υπέρμετρη δύναμη αυθαιρεσίας και της επιτρέπετε να δρα ανεξέλεγκτα, αντιδημοκρατικά και αντισυνταγματικά, συμπεριφορά η οποία νομοτελειακά θα σωρεύσει χιονοστιβάδα προβλημάτων στην εκτέλεση των Δημοσίων Έργων.
    5. Κύριε Υπουργέ ,
    στις προτεινόμενες διατάξεις του κοινοποιηθέντος ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ, πουθενά δεν υπάρχη πρόταση, άρθρο, παράγραφος ή εδάφιο, στο οποίο ρητά, κατηγορηματικά, ειλικρινά και έντιμα να καθορίζεται με τρόπο ανέκκλητο η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ του έργου, ούτως ώστε ο ανάδοχος ΝΑ ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ εντός 1-2 μηνών από την υποβολή του λογαριασμού, σύμφωνα και με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
    Αντιθέτως, με τις προτεινόμενες διατάξεις «κατάργησης των αυτοδικαίων εγκρίσεων για επιμετρήσεις, λογαριασμούς, Α.Π.Ε., παραλαβές κ.λπ.» – εν είδει Νομοθετικού Πραξικοπήματος – καταργείται ΠΑΓΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ των ελληνικών δικαστηρίων, νομιμοποιείται την αναίτια ή σκόπιμη καθυστέρηση των υποχρεωτικών ενεργειών της Υπηρεσίας, μετακυλιέται τεχνηέντως η ευθύνη για τις πράξεις της Υπηρεσίας στον Ανάδοχο, για τις οποίες δεν είναι υπεύθυνος και δημιουργείται όλες τις προϋποθέσεις για την προαγωγή, ανάπτυξη και εγκαθίδρυση της αδιαφάνειας, της αναξιοκρατίας, της συναλλαγής, της διαφθοράς, της διαπλοκής του μαύρου χρήματος, ενώ ταυτόχρονα τα αυτονόητα και ζητούμενα όπως
    • η ποιότητα κατασκευής των παραγομένων έργων,
    • η τήρηση του εκ του νόμου χρόνου ολοκλήρωσης του έργου και
    • η μη υπέρβαση του προϋπολογισμού του έργου
    υποβαθμίζονται, επιμηκύνονται και πολλαπλασιάζονται αντίστοιχα, με τις προτεινόμενες διατάξεις σας, με νομοτελειακό αποτέλεσμα η κοινωνία και ο ελληνικός λαός, ο οποίος καταναγκάζεται να πληρώνη από το υστέρημά του, να μην απολαμβάνουν απολύτως τίποτα, γιατί δεν έχει σχολεία, δεν έχει δρόμους, δεν έχει νοσοκομεία κ.λπ.
    Μετά από όλα αυτά και πάρα πολλά άλλα, τα οποία θα σας παρουσιάσουμε αναλυτικά και τεκμηριωμένα εφόσον κληθούμε, είμαστε υποχρεωμένοι ως Σύνδεσμος Πτυχιούχων Εργοληπτών Δημ. Έργων Πρωτευούσης και σύμφωνα με τις ομόφωνες αποφάσεις των γενικών συνελεύσεών μας
    ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΟΥΜΕ
    το προτεινόμενο ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ως απαράδεκτο στο σύνολό του και να προτείνουμε τα εξής:
    1. Απόσυρση του κοινοποιηθέντος ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ στο σύνολό του.
    2. Σύσταση Επιτροπής αποτελουμένης από Υπηρεσιακούς παράγοντες και εκπροσώπους όλων των εργοληπτικών οργανώσεων, με μοναδικό σκοπό την υποβολή ολοκληρωμένης πρότασης αναμόρφωσης του νομοθετικού πλαισίου για τα Δημόσια Έργα εντός ΤΑΚΤΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ.
    Σας υπενθυμίζουμε ότι αυτό συνέβη το έτος 1982 επί Υπουργού Δημοσίων Έργων του κου Α. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ, με αποτέλεσμα την ψήφιση του Ν. 1418/84, ενός νόμου λειτουργικού, αντικειμενικού, δικαίου και πρωτοποριακού, ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα παρά τις στρεβλώσεις που επέφεραν «οι διάφορες τροποποιήσεις».
    3. Η Επιτροπή θα μελετήσει το νέο θεσμικό πλαίσιο από μηδενική βάση, έχοντας ως σχέδιο, ως μπούσουλα τον Ν. 1418/84.
    4. Σύνταξη νέου θεσμικού πλαισίου διαφανούς, διαυγούς, αξιοκρατικού, αυστηρού, δίκαιου, ισχύοντος επί ίσοις όροις για όλους τους ενδιαφερομένους, το οποίο θα εξαφανίζει την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία, την συναλλαγή, την διαφθορά, την διαπλοκή, το μαύρο χρήμα και του φωτογραφικούς όρους
    ενώ ταυτόχρονα
    α. θα εξασφαλίζει πλήρεις, ώριμες και επίκαιρες μελέτες,
    β. θα διαθέτη πραγματική, πλήρη και άμεση χρηματοδότηση του έργου,
    γ. θα βελτιώνη και θα αναβαθμίζη την Δημόσια Διοίκηση, μέσω νέου, συγχρόνου, αξιοκρατικού και σαφούς θεσμικού πλαισίου υποχρεώσεων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της,
    δ. θα προαγάγη την ποιότητα των παραγομένων έργων,
    ε. θα τηρή αυστηρότατα το χρονοδιάγραμμα κατασκευής του έργου και
    στ. θα επιβάλλη την απαρέγκλιτη τήρηση του αρχικού – σωστού – προϋπολογισμού του έργου,
    ούτως ώστε η κοινωνία και ο ελληνικός λαός να απολαμβάνουν τις υποδομές, τις οποίες πληρώνουν από το υστέρημά τους.
    Ευελπιστούντες ότι η καταγγελία και η πρότασή μας θα τύχουν της δέουσας προσοχής σας, ευρισκόμενοι πάντοτε στην διάθεσή σας για ουσιαστικό διάλογο με αναλυτικές, πλήρεις και τεκμηριωμένες προτάσεις – εφόσον προσκληθούμε – και αναμένοντες τις ενέργειές σας, διατελούμε

    Με εκτίμηση

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο Γεν. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

    ΚΑΤΣΟΥΛΑΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΛΑΠΑΔΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

  • 2 Μαρτίου 2011, 14:46 | ΔΕ ΤΕΕ ΤΜ. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ

    Να γίνει αυστηρός καθορισμός της έννοιας του Δημ. Έργου ώστε να μην παρατηρούνται ξανά τα φαινόμενα του παρελθόντος όπου έργα βαφτίζονται εργασίες και ανατίθενται με διαβλητές διαδικασίες σε ημετέρους.

  • 1 Μαρτίου 2011, 18:59 | ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ

    Άρθρο 33
    Σημείο 2
    – Δε διασαφηνίζονται κάποιο ορισμοί (καθορισμός όρου για την κατανόηση του παρόντος).
    Έτσι, στο τέλος του σημείου 2 του άρθρου 33, προτείνεται να προστεθούν οι εξής ορισμοί:
    «Έργο»: Νοείται κάθε μη πάγια διεργασία που εκτελείται για την επίτευξη μοναδικού αποτελέσματος, το οποίο ικανοποιεί προκαθορισμένες και επαληθεύσιμες απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών σε χρόνο, κόστος και πόρους.
    «Τεχνικό Έργο»: Νοείται κάθε νέα μόνιμη κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή βελτίωση ή επισκευή ή συντήρηση ή αποκατάσταση λειτουργίας ή πρόδρομη εργασία, καθώς και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, αλλά και κάθε σχετική ερευνητική εργασία που απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση.
    «Δημόσιο Τεχνικό Έργο»: Νοείται κάθε δημόσια σύμβαση που έχει ως αντικείμενο την υλοποίηση τεχνικού έργου.
    «Μόνιμες Εργασίες»: Νοούνται οι κύριες (μόνιμες) εργασίες που θα εκτελεστούν από τον Ανάδοχο, σύμφωνα με τη Σύμβαση Δημοσίου Έργου.
    «Προσωρινές Εργασίες»: Νοούνται όλες οι προσωρινές εργασίες κάθε είδους (εκτός από τον εξοπλισμό του Αναδόχου) που απαιτούνται στο χώρο του Έργου για την εκτέλεση και ολοκλήρωση των μόνιμων εργασιών, καθώς και για την αποκατάσταση των όποιων ατελειών ή ελαττωμάτων.
    «Διαχείριση Έργου»: Νοείται ο Σχεδιασμός, η Οργάνωση, η Παρακολούθηση, ο Έλεγχος και η Αναφορά όλων των θεμάτων ενός έργου, καθώς και η παρακίνηση των ενδιαφερομένων στην επίτευξη των στόχων του Έργου.
    «Κύκλος Ζωής Έργου»: Νοείται κάθε λογική ακολουθία δραστηριοτήτων για την επίτευξη των σκοπών και στόχων του έργου, η οποία αρχίζει με την αξιολόγηση της σκοπιμότητας εξυπηρέτησης μιας ανάγκης, περιλαμβάνει τον καθορισμό των ποιοτικών, χρονικών και οικονομικών παραμέτρων, τον επιχειρησιακό και λειτουργικό σχεδιασμό του, τις απαιτούμενες έρευνες και μελέτες, την κατασκευή του ελέγχους και τις δοκιμές του, τη λειτουργία και τη συντήρησή του και ολοκληρώνεται με την άρση της αρχικά σχεδιασμένης χρήσης του.
    «Φάκελος Έργου»: Νοείται το σύνολο των πληροφοριών και στοιχείων, πρωτογενών ή μη, που απαιτούνται για την ορθή υλοποίηση του έργου, τα οποία ταξινομούνται και αρχειοθετούνται σε ενιαίο αρχείο από τον Κύριο του Έργου, καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του. Ο Φάκελος Έργου μπορεί να αναφέρεται και ως Αρχείο Έργου και διατηρείται σε ηλεκτρονική ή/ και φυσική μορφή.

  • 28 Φεβρουαρίου 2011, 10:08 | ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ

    1. Είναι αναγκαία η ισχύς του κώδικα κατασκευής δημόσιων έργων σε όλο ανεξαιρέτως το φάσμα του δημόσιου τομέα, χωρίς εξαιρέσεις και διαφοροποιήσεις. Μάλιστα το ΄΄δημόσιο έργο΄΄ πρ΄πει και μπορεί να χαρακτηρίζεται έτσι, από την χρηματοδότησή του. Όταν λοιπόν η χρηματοδότηση καλύπτεται κατά 50% από κοινωνικούς πόρους, το έργο να χαρακτηρίζεται ως δημόσιο και για την παραγωγή του να ισχύει ο κώδικας αυτός, ανεξάρτητα από το φορέα που υλοποιεί την παραγωγή του έργου ή από τον τελικό του χρήστη. Είναι ευνόητη και απαραίτητη αντίστοιχα και η ενιαιοποίηση των υπηρεσιών παραγωγής των δημόσιων έργων, σε ένα φορές υπό το ΥΠΟΜΕΔΙ με διευθύνσεις κατά Περιφέρεια, με αντικείμενο το σύνολο διαδικασιών για τον προγραμματισμό, την μελέτη, την δημοπράτηση, την παρακολούθηση της παραγωγής των δημόσιων έργων. Τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε και να έχουμε ένα ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ, με ενιαία αντίληψη, νομοθεσία, ιεράρχηση, κανόνες κ.λ.π.
    2. Σε ότι αφορά στο σύμφωνο ακεραιότητας, ισχύει η παρατήρησή μου στο αντίστοιχο του άρθρου 20. Είναι ντροπή ! Πρέπει να απαληφθεί.

  • 23 Φεβρουαρίου 2011, 10:48 | Γκίνης Ιωάννης, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, PMP, MBA

    Το σχόλιο αυτό αφορά την παρ.2 του άρθρου 33 του παρόντος νομοσχεδίου, όπου ως ΕΡΓΟ ορίζεται το παραγόμενο από ένα Δημόσιο οργανισμό αποτέλεσμα νοούμενου ως τέτοιου μόνο μιας κατασκευής επί του εδάφους. Υπάρχει πλήρης απουσία ορισμού της προσπάθειας που καταβάλει ένας οργανισμός προκειμένου να υλοποιήσει την συγκεκριμένη κατασκευή.
    Σύμφωνα με την διεθνώς αναγνωρισμένη θεωρία διαχείρισης έργων και τα πρότυπα που έχουν παραχθεί στη βάση της θεωρίας αυτής, νοείται ως έργο (project) η προσωρινή προσπάθεια που καταβάλλεται για την παραγωγή ενός μοναδικού (unique) προϊόντος ή υπηρεσίας (product).
    Σύμφωνα με τους προβλεπόμενους ορισμούς στο πρότυπο ΕΛΟΤ1429, ορίζεται ως ΕΡΓΟ (Α/Α 3.21 ορισμός) : μη πάγια διεργασία του οργανισμού που εκτελείται για την επίτευξη μοναδικού αποτελέσματος το οποίο ικανοποιεί προκαθορισμένες και επαληθεύσιμες απαιτήσεις συμπεριλαμβανομένων των περιορισμών σε χρόνο, κόστος και πόρους
    Από τα παραπάνω προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
    1. Θα πρέπει όλα τα Δημόσια έγγραφα που διέπουν την παραγωγή έργων να έχουν κοινούς ορισμούς
    2. Η έλλειψη ορισμού της έννοιας έργο (project) στα έγγραφα της ελληνικής νομοθεσίας δημιουργεί σύγχυση τόσο στο νομοθετικό πλαίσιο των έργων (Ν3669/08), όσο και στο αντίστοιχο των μελετών (Ν3316/05)
    3. Είναι ευκαιρία με την επιχειρούμενη αναμόρφωση να δοθούν οι κατάλληλοι ορισμοί και να απαλειφθούν οι συγχύσεις που δημιουργούνται
    Κατόπιν αυτού θα συμφωνήσω με τον κ Δεπούντη και προτείνω :
    1. Να ορισθεί η έννοια ΔΗΜΟΣΙΟ ΕΡΓΟ (project) σύμφωνα με τον ορισμό 3.21 του ΕΛΟΤ1429 ως : κάθε μη πάγια δραστηριότητα ενός δημόσιου οργανισμού η οποία να έχει ως αποτέλεσμα ένα προϊόν όπως ένα τεχνικό έργο, μια μελέτη, μια υπηρεσία επίβλεψης κλπ)
    2. Να τεθεί ο προτεινόμενος στο ν/σ ορισμός για την έννοια : ΠΡΟΪΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΕΡΓΟΥ

  • 23 Φεβρουαρίου 2011, 10:23 | Γκίνης Ιωάννης, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, PMP, MBA

    Το σχόλιο αυτό αφορά την παρ.1 του άρθρου 33 του παρόντος νομοσχεδίου, όπου προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού ΜΕ. & ΔΙ. θα εγκρίνεται κανονισμός ανάθεσης για τα ΝΠΙΔ, σε σχέση με την πρόβλεψη στον υφιστάμενο νόμο περί εξαίρεσης κατόπιν ΚΥΑ των ΝΠΙΔ από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
    Η ιδιαιτερότητά των ΝΠΙΔ έναντι του κλασικού Δημόσιου Τομέα (ΔΤ) είναι ότι οι πόροι για την επιβίωσή τους προέρχονται από συμβάσεις που συνάπτουν με το Δημόσιο, για τις οποίες αναλαμβάνουν επιχειρηματικό ρίσκο. Για τον σκοπό αυτό υποτίθεται ότι θεσπίζονται ιδιαίτεροι κανονισμοί αναθέσεων με διαδικασίες πιο ευέλικτες έναντι των αντίστοιχων που προβλέπονται στην νομοθεσία για το κλασικό Δημόσιο.
    Παράλληλα όμως, επειδή τα ΝΠΙΔ ανήκουν σύμφωνα με τον Ν 2229/94 στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, οι Κανονισμοί που πρόκειται να εγκριθούν για αυτά, θα πρέπει να βρίσκονται εντός των πλαισίων των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως αυτές περιλαμβάνονται στις οδηγίες 2004/17 και 2004/18.
    Τίθεται συνεπώς το ερώτημα: Γιατί οι πιο ευέλικτοι αυτοί κανονισμοί αναθέσεων, εφόσον βρίσκονται εντός των πλαισίων των αρχών της ΕΕ, δεν ενσωματώνονται στα βασικά νομοθετήματα τα οποία στην συνέχεια να ισχύουν τόσο για το κλασικό Δημόσιο όσο και για τα ΝΠΙΔ ?
    Αξίζει επίσης να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι με την θεσμοθέτηση μέσω ΚΥΑ πιο ευέλικτων διαδικασιών ανάθεσης για τα ΝΠΙΔ, τα οποία εν γένει διαθέτουν περισσότερους και ποιοτικότερους πόρους στην παραγωγική τους διαδικασία, διευρύνεται περαιτέρω το χάσμα μεταξύ των ΝΠΙΔ και του κλασικού ΔΤ, ο οποίος με πλημμελείς πόρους και βαρύτερες διαδικασίες υστερεί συνεχώς σε αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα έναντι των ΝΠΙΔ.

  • 23 Φεβρουαρίου 2011, 09:09 | ΠΟΣΕΥΠΕΧΩΔΕ

    Καθολικότητα εφαρμογής του νόμου.

    Στις αρχικές μας προτάσεις είχαμε διατυπώσει την άποψη ότι οι διατάξεις του κώδικα της νομοθεσίας κατασκευής Δημοσίων Έργων (άρθρο 1 του Ν. 3669/2008) πρέπει να έχουν καθολική εφαρμογή σε όλα τα έργα που προγραμματίζονται και εκτελούνται από όλους τους φορείς του στενού και ευρύτερου Δημόσιου τομέα. Βέβαια, υπήρχε στην πρότασή μας η δυνατότητα με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού, έπειτα από ειδική αιτιολογία και για συγκεκριμένο έργο που προγραμματίζεται και εκτελείται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου να μπορούν να εξαιρεθούν των διατάξεων του κώδικα.
    Το σχέδιο νόμου που μας δόθηκε από το Υπουργείο, στο άρθρο 33 παράγραφος 1, αγνόησε την παραπάνω πρότασή μας και με συμπλήρωση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1 του Ν. 3669/2008 προβλέπει με απόφαση μόνον του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων την έγκριση κανονισμού ανάθεσης και εκτέλεσης έργων για τα Νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που εξαιρούνται με οποιοδήποτε τρόπο από την εφαρμογή των διατάξεων του παραπάνω κώδικα. Επιπλέον προβλέπει ότι ο νέος αυτός κανονισμός ανάθεσης και εκτέλεσης έργων των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου θα έχει υποχρεωτική εφαρμογή σε όλα τα έργα και τις μελέτες που εκτελούν.
    Αναρωτιόμαστε γιατί πρέπει να αναμορφωθεί και να ψηφιστεί από την Βουλή το ενιαίο δήθεν νομικό πλαίσιο για την παραγωγή των Δημοσίων Έργων, όταν η πρόταση του Υπουργού ΥΠΥ.ΜΕ.Δ.Ι. νομοθετεί την κατάργησή του και εξαιρεί την εφαρμογή του Νόμου από τους φορείς των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου και μάλιστα δεσμεύεται στην έγκριση κανονισμών ανάθεσης και εκτέλεσης έργων έξω από τις διατάξεις του αναμορφωμένου κώδικα.
    Η δήθεν ενιαία νομοθεσία για τα Δημόσια Έργα, αυτοαναιρείται από το άρθρο 33 του σχεδίου νόμου. Είναι γνωστό ότι οι φορείς των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, που εξαιρούνται της εφαρμογής του νόμου (Ανώνυμες Εταιρείες, ΔΕΚΟ, παραχωρήσεις κλπ.) εκτελούν την πλειονότητα των έργων σε εθνικό επίπεδο.
    Για την καθολική εφαρμογή του νόμου, η Ομοσπονδία πρότεινε, αλλά δεν έγινε δεκτό να ενσωματωθούν στον νόμο οι διατάξεις με τις οποίες διαφοροποιούνται τα Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και που διευκολύνουν τους φορείς αυτούς στην παραγωγή των έργων, ώστε όλοι οι φορείς και οι δημόσιες Υπηρεσίες με την ίδια ευκολία και σε ισότιμη βάση να εκτελούν τα έργα.

  • 23 Φεβρουαρίου 2011, 09:10 | ΠΟΣΕΥΠΕΧΩΔΕ

    Άρθρο 33.
    Με την παράγραφο 3 του άρθρου 33 προστίθεται νέο άρθρο 1Α με τίτλο Διαφάνεια – Πρόληψη και αντιμετώπιση της διαφθοράς.
    Κατ αρχάς η διάταξη είναι περιττή διότι η διαφθορά αντιμετωπίζεται ήδη από τον Υπαλληλικό Κώδικα και επομένως είναι συκοφαντική για τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, διότι μόνο αυτούς αφορά. Δηλαδή όσοι δεν υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο μπορούν να παρανομούν; Πρέπει να συμπεριλάβει η παράγραφος 2 όλους όσους με οποιαδήποτε ιδιότητα και από οποιονδήποτε φορέα ( Α.Ε., ΑΕΜΕ, Ελεγκτικό Συνέδριο, δικηγόροι, Διαχειριστικές αρχές κλπ) ασχολούνται με την παραγωγή των έργων. Η παραπάνω διάταξη πρέπει να έχει εφαρμογή και για τις Μελέτες, τις προμήθειες και για όλους τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία σχεδιασμού-ελέγχου προσυμβατικού ή συμβατικού σταδίου.

    Για να είναι χρήσιμη η διάταξη η παράγραφος 2 στην αρχή της να συμπληρωθεί με την υπογραμμισμένη φράση ως εξής:
    2. Οι υπάλληλοι, οι δικηγόροι και οι δημόσιοι λειτουργοί με οποιαδήποτε ιδιότητα και από οποιονδήποτε φορέα και τα όργανα όλων των φορέων, που υπάγονται κατά το προηγούμενο άρθρο στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Κώδικα, ή εμπλέκονται στον έλεγχο συμβάσεων του κώδικα αυτού, απαγορεύεται να επιδιώκουν ή να αποδέχονται, άμεσα ή έμμεσα, οποιαδήποτε υλική εύνοια, δώρο ή αντάλλαγμα, για το χειρισμό υποθέσεων και την άσκηση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων τους.

  • 17 Φεβρουαρίου 2011, 10:01 | ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΕΠΟΥΝΤΗΣ

    Όσον αφορά για τον ορισμό του Έργου και για τους άλλους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Νόμου θα πρέπει να ισχύουν οι όροι και ορισμοί που αναφέρονται στη παράγραφο 3 του εθνικού προτύπου ΕΛΟΤ 1429 για τη Διαχειριστική επάρκεια