Άρθρο 122 – Απόρριψη συμβατικών υλικών – αντικατάσταση

1. Σε περίπτωση οριστικής απόρριψης ολόκληρης ή μέρους της συμβατικής ποσότητας των υλικών, με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου, μπορεί να εγκρίνεται αντικατάστασή της με άλλη, που να είναι σύμφωνη με τους όρους της σύμβασης, μέσα σε τακτή προθεσμία που ορίζεται από την απόφαση αυτή. Αν η αντικατάσταση γίνεται μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου, η προθεσμία που ορίζεται για την αντικατάσταση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη του 1/2 του συνολικού συμβατικού χρόνου, ο δε ανάδοχος θεωρείται ως εκπρόθεσμος και υπόκειται σε κυρώσεις λόγω εκπρόθεσμης παράδοσης. Αν ο ανάδοχος δεν αντικαταστήσει τα υλικά που απορρίφθηκαν μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε και εφόσον έχει λήξει ο συμβατικός χρόνος, κηρύσσεται έκπτωτος με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 125.
2. Η επιστροφή των υλικών που απορρίφθηκαν γίνεται μετά την προσκόμιση ίσης ποσότητας με την απορριφθείσα και αφού αυτή παραληφθεί οριστικά. Στην περίπτωση αυτή ο ανάδοχος υποχρεούται να παραλάβει την ποσότητα που απορρίφθηκε και αντικαταστάθηκε μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία της οριστικής παραλαβής της νέας ποσότητας. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτημα του αναδόχου, που υποβάλλεται απαραίτητα πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την εκπνοή της, με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου με την οποία και επιβάλλεται πρόστιμο σε ποσοστό δυόμισι τοις εκατό (2,5%) επί της συμβατικής αξίας της συγκεκριμένης ποσότητας, υπέρ του Μετοχικού Ταμείου του οικείου κλάδου των ΕΔ. Αν παρέλθει η προθεσμία αυτή και η παράταση που χορηγήθηκε και ο ανάδοχος δεν παρέλαβε την απορριφθείσα ποσότητα, ο αρμόδιος φορέας του κλάδου των ΕΔ μπορεί να προβεί στην καταστροφή ή εκποίηση της ποσότητας αυτής, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
3. Με απόφαση του αποφαινόμενου οργάνου, μπορεί να εγκριθεί η επιστροφή στον ανάδοχο των υλικών που απορρίφθηκαν πριν από την αντικατάστασή τους, με την προϋπόθεση ο ανάδοχος να καταθέσει χρηματική εγγύηση που να καλύπτει την καταβληθείσα αξία της ποσότητας που απορρίφθηκε.

  • 5 Δεκεμβρίου 2018, 13:05 | Γεώργιος Ζαφειρόπουλος

    Επί των §1 και 2: Πολλά συμβατικά αντικείμενα μπορεί να απορρίπτονται λόγω βλάβης κατά τους ελέγχους παραλαβής. Στις περιπτώσεις αυτές ο προμηθευτής κατά περιπτώσεις είναι υποχρεωμένος να τα μεταφέρει στις εγκαταστάσεις του για να τα επισκευάσει. Σε περιπτώσεις που αφορούν αντικείμενα υψηλού κόστους, δεν θα έχει τη δυνατότητα να τα αντικαταστήσει με άλλα. Άρα η πρόβλεψη αντικατάστασης των απορριφθέντων συμβατικών αντικειμένων με άλλα εύχρηστα πριν την παραλαβή των απορριφθέντων εκ μέρους του, είναι πρακτικά ανεφάρμοστη (π.χ. εάν απορριφθεί ένας σταθμός ελέγχου λόγω βλάβης, δεν είναι δυνατό ο Προμηθευτής να μας προσκομίσει έναν ίδιο σταθμό ελέγχου για να του επιτρέψουμε να παραλάβει τον απορριφθέντα).

    Επί της §3: Δεδομένου ότι δεν έχουμε ακόμη παραλάβει το αντικείμενο (δηλαδή θεωρητικά ανήκει ακόμη στον Προμηθευτή), ότι θα του επιβληθούν ποινικές ρήτρες για την καθυστερημένη παράδοσή του, αλλά και ότι μέχρι την οριστική παραλαβή το Δημόσιο καλύπτεται από την εγγύηση καλής εκτέλεσης και την τυχόν εγγύηση προκαταβολής, η πρόβλεψη §3 με την οποία του ζητείται επιπρόσθετη χρηματική εγγύηση για την παραλαβή από αυτόν των απορριφθέντων ειδών πριν την αντικατάστασή τους, θεωρώ ότι είναι δρακόντεια και πρέπει να απαλειφθεί.