Άρθρο 69 – Αποκλεισμός οικονομικού φορέα από δημόσιες συμβάσεις (άρθρο 57 παράγραφος 7 Οδηγίας 2014/24/ΕΕ)

1. Σε περίπτωση που στο πλαίσιο διαδικασίας ανάθεσης και εκτέλεσης μίας δημόσιας σύμβασης διαπιστωθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο ενός οικονομικού φορέα ένας από τους λόγους αποκλεισμού των παραγράφων 1, 2, 4 και 6 του άρθρου 68 και ο οικονομικός φορέας δεν λάβει μέτρα για να αποδείξει την αξιοπιστία του, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 68 μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του αποκλεισμός από την συμμετοχή σε εν εξελίξει και μελλοντικές διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων του παρόντος Βιβλίου και για εύλογο χρονικό διάστημα.
2. Η περίοδος αποκλεισμού καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη σοβαρότητα του αδικήματος, τον χρόνο που έχει παρέλθει από τη διάπραξη του αδικήματος ή παραπτώματος, τη διάρκειά του και τυχόν υποτροπή, την πρόθεση ή τον βαθμό αμέλειας του εκάστοτε οικονομικού φορέα και τα μέτρα που αυτός λαμβάνει προς αποφυγή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων ή παραπτωμάτων στο μέλλον. Η μέγιστη περίοδος αποκλεισμού ανέρχεται σε έως πέντε (5) έτη από την έκδοση της απόφασης αποκλεισμού της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 και σε έως τρία (3) έτη από την έκδοση της σχετικής απόφασης αποκλεισμού στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του άρθρου 68.
3. Ο αποκλεισμός επιβάλλεται: (α) για τις διαδικασίες που αφορούν ανάθεση δημοσίων συμβάσεων προμήθειας αγαθών και παροχής υπηρεσιών, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, που εκδίδεται μετά από αιτιολογημένη εισήγηση της αναθέτουσας αρχής που διαπιστώνει την συνδρομή των λόγων αποκλεισμού και κατόπιν γνώμης του συλλογικού οργάνου του άρθρου 37 Α, και (β) για διαδικασίες που αφορούν ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έργων και εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών και λοιπών συναφών επιστημονικών υπηρεσιών, με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που εκδίδεται κατόπιν προτάσεως της αναθέτουσας αρχής που διαπιστώνει την συνδρομή των λόγων αποκλεισμού και γνώμη του αρμόδιου Τεχνικού Συμβουλίου της Γενικής Γραμματείας Υποδομών.
Πριν από την έκδοση της απόφασης περί αποκλεισμού ορισμένου οικονομικού φορέα, παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα ακροάσεως.
4. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 κοινοποιείται στην αναθέτουσα αρχή και τον θιγόμενο οικονομικό φορέα.
5. Ο αποκλεισμός οικονομικού φορέα από μελλοντικές διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων του παρόντος Βιβλίου, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, επιφέρει αυτοδίκαια και τον αποκλεισμό του :
α) από εν εξελίξει διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και
β) από μελλοντικές ή εν εξελίξει διαδικασίες σύναψης συμβάσεων έργων, προμηθειών, υπηρεσιών υπό την έννοια του Βιβλίου II ή συμβάσεων παραχώρησης υπό την έννοια της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ για ίσο χρονικό διάστημα.
6. Οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει της παραγράφου 3 γνωστοποιούνται στην Αρχή, στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και στη Γενική Γραμματεία Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Στην Εθνική Βάση Δεδομένων Δημοσίων Συμβάσεων τηρείται κατάλογος των αποκλεισθέντων οικονομικών φορέων, στον οποίο καταχωρούνται τα στοιχεία και η περίοδος αποκλεισμού εκάστου εξ αυτών, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2472/1997 (Α’ 50).

  • 26 Μαρτίου 2016, 12:37 | Πανελλήνιος Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Προστασίας Περιβάλλοντος

    (α) Εσφαλμένος προσδιορισμός περιόδου αποκλεισμού
    Σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 57 της Οδηγίας 2014/24 τα κράτη μέλη έχουν διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τους όρους εφαρμογής των διατάξεων περί αποκλεισμού των οικονομικών φορέων, τηρώντας όμως το ενωσιακό δίκαιο. Ωστόσο, η περίοδος αποκλεισμού, εφόσον δεν καθορίζεται με τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου, δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη από την ημερομηνία της καταδίκης με τελεσίδικη απόφαση στις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57 δηλ. περιπτώσεις καταδίκης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση για τα αναφερόμενα σε αυτήν ποινικά αδικήματα, και τα τρία έτη από την ημερομηνία του σχετικού γεγονότος στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση που ο οικονομικός φορέας έχει διαπράξει σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα, το οποίο θέτει εν αμφιβόλω την ακεραιότητα του.
    Εν τούτοις, στο άρθρο 69 παρ. 1 του σχεδίου νόμου ορίζεται ότι η «μέγιστη περίοδος αποκλεισμού ανέρχεται σε έως πέντε (5) έτη από την έκδοση της απόφασης αποκλεισμού της παραγράφου 1, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68 και σε έως τρία (3) έτη από την έκδοση της σχετικής απόφασης αποκλεισμού στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 6 του άρθρου 68.», με αποτέλεσμα να υπάρχει πλήρης αναντιστοιχία με τον τρόπο υπολογισμού της μέγιστης περιόδου αποκλεισμού κατά την Οδηγία και άρα σοβαρός κίνδυνος υπέρβασης αυτής, κατά παράβαση του ενωσιακού δικαίου. Επί παραδείγματι στην περίπτωση του επαγγελματικού παραπτώματος, ενδέχεται να κριθεί ότι κάποιος τέλεσε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα το έτος 2012 και η απόφαση αποκλεισμού να ληφθεί σήμερα. Με βάση το σχέδιο νόμου, η περίοδος αποκλεισμού μπορεί να είναι έως τρία χρόνια από σήμερα, ενώ κατά την Οδηγία δε μπορεί να επιβληθεί ποινή αποκλεισμού, διότι η τριετία από την τέλεση του παραπτώματος έχει ήδη παρέλθει κατά το έτος 2015.
    Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία, σύμφωνα με το Public Contract Regulations Act 102/2015, με το οποίο ενσωματώθηκε στο αγγλικό δίκαιο η εν λόγω Οδηγία, κατά το άρθρο 57 παρ. 11 και 12 ορίζεται ως μέγιστη διάρκεια αποκλεισμού ακριβώς αυτή που αναφέρει η Οδηγία, δηλαδή στην πρώτη περίπτωση πέντε χρόνια από την καταδίκη (5 years from the date of the conviction) και 3 χρόνια από το γεγονός (3 years from the date of the relevant event).
    Κατά συνέπεια, είναι απολύτως αναγκαίο να γίνει η σχετική διόρθωση, ώστε να διασφαλισθεί η συμβατότητα της ρύθμισης αυτής με το ενωσιακό δίκαιο.

    (β) Εσφαλμένη απόπειρα ορισμού του σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος
    Η Οδηγία δεν περιέχει ορισμό του σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος, πράγμα που μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά ερμηνευτικά προβλήματα. Ωστόσο, στο σχέδιο νόμου επιχειρείται να δοθεί ένας ορισμός, με την εξής διατύπωση:
    «Ως σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα νοούνται ιδίως τα αδικήματα του Αγορανομικού Κώδικα, που σχετίζονται με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του οικονομικού φορέα, της υπεξαίρεσης, της απάτης, της εκβίασης, της πλαστογραφίας, της ψευδορκίας, της δωροδοκίας και της δόλιας χρεωκοπίας.»
    Έτσι, όμως, με την ενδεικτική αναφορά ποινικών αδικημάτων, που μπορεί να είναι και εντελώς επουσιώδη (αγορανομικά) ή εξαιρετικά ουσιώδη, για τα οποία όμως απαιτείται η έκδοση προηγούμενης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης (π.χ. για τη δωροδοκία) η προτεινόμενη διάταξη όχι μόνον δεν επιλύει, αλλά επιτείνει την σύγχυση.
    Με την απόφαση Forposta της 13-12-2012 στην υπόθεση C-465/11, του Δικαστηρίου της Ε.Ε. ότι η έννοια του «επαγγελματικού παραπτώματος» καλύπτει κάθε παραπτωματική συμπεριφορά που έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική αξιοπιστία του συγκεκριμένου φορέα και όχι μόνον τις παραβάσεις των κανόνων δεοντολογίας υπό τη στενή έννοια του επαγγέλματος στο οποίο ανήκει ο εν λόγω φορέας, οι οποίες διαπιστώνονται από το προβλεπόμενο στο πλαίσιο του επαγγέλματος αυτού πειθαρχικό όργανο ή από δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.
    Ενόψει των ανωτέρω, θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενδεικτική αναφορά σε συγκεκριμένα αδικήματα και να αξιοποιηθεί η διατύπωση του Δικαστηρίου, ορίζοντας το επαγγελματικό παράπτωμα ως εξής:
    Κάθε παραπτωματική συμπεριφορά που έχει αντίκτυπο στην επαγγελματική αξιοπιστία του συγκεκριμένου φορέα και που έχει διαπιστωθεί είτε από εκτελεστή απόφαση αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου είτε από δικαστική απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.