Άρθρο 189 – Δικαστική επίλυση διαφορών

1. Κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημόσιου έργου επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων. Η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής (άρθρα 63 και 71) ισχύει και στις διαφορές του παρόντος τίτλου Ι.
2. Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών αυτών είναι το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο. Παρέκταση αρμοδιότητας δεν επιτρέπεται. Αν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, αρμόδιο καθίσταται εκείνο που ορίζει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, ύστερα από αίτηση εκείνου που ενδιαφέρεται να ασκήσει την προσφυγή.
3. Της προσφυγής στο εφετείο προηγείται υποχρεωτικά αίτηση θεραπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 188, διαφορετικά η προσφυγή κηρύσσεται απαράδεκτη. Η προσφυγή στο εφετείο ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης που εκδόθηκε επί της αιτήσεως θεραπείας ή από τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας της παραγράφου 14 του άρθρου 188. Εάν το έργο εκτελείται στην περιφέρεια δύο ή περισσότερων εφετείων, η αίτηση για τον καθορισμό του αρμόδιου εφετείου, σύμφωνα με την παράγραφο 2, υποβάλλεται μέσα στην ίδια δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία. Στην περίπτωση αυτή η δίμηνη ανατρεπτική προθεσμία για άσκηση προσφυγής αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης του Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου. Δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας στις περιπτώσεις που ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης ή παράλειψης.
4. Η υπόθεση συζητείται σε δικάσιμο που ορίζεται όσο το δυνατόν συντομότερα. Οι διάδικοι υποχρεούνται να προσκομίσουν κατά την πρώτη συζήτηση όλα τα αποδεικτικά μέσα. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Αν ο φάκελος της υπόθεσης δεν αποσταλεί στο διοικητικό εφετείο από τη Διοίκηση, η συζήτηση αναβάλλεται σε νέα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση συζητείται με βάση τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, αν το ζητήσει ο ίδιος.
5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μια δικάσιμο, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοσία που υπάγεται η υπόθεση. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλή¬τευσης όλων των διαδίκων, των μαρτύρων και εκείνων που δεν παρίστανται.
Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιο¬γράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου τρεις (3) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Η απόφαση εκδίδεται το ταχύτερο και αρκεί πιθανολόγηση. Οι αποφάσεις του διοικητικού ή πολιτικού εφετείου είναι αμέσως εκτελεστές.
6. Η αίτηση αναίρεσης κατά των αποφάσεων του πολιτικού εφετείου επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 559 αριθμός 1 έως 7, 9, 16, 17, 19 και 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Για την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου, το οποίο συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους έως και κατά την πρώτη συζήτηση της αναίρεσης.
7. Σε περίπτωση που ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής ασκήσει αναίρεση, με αίτηση του αναδόχου, μπορεί μέχρι την εκδίκασή της να γίνει συμβιβασμός. Για το συμβιβασμό εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων ή του αρμόδιου οργάνου των φορέων που εκτελούν δημόσια έργα, μετά από γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου. Μετά την αποδοχή αυτής από τον ανάδοχο, ο κύριος του έργου ή ο φορέας κατασκευής παραιτείται από την αναίρεση.
8. Αν ο ανάδοχος του έργου είναι κοινοπραξία, η προσφυγή ασκείται είτε από την ίδια είτε από όλα τα μέλη της, που μεταξύ τους στην περίπτωση αυτή υπάρχει αναγκαστική ομοδικία.

  • 28 Μαρτίου 2016, 12:59 | Pepi Katsiyannaki

    Θα πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη ρύθμιση για τις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας αγαθών και υπηρεσιών
    Πέπη Κατσιγιαννάκη
    Δικηγόρος LLM
    ΕΛΚΕ Πανεπιστημίου Κρήτης

  • 28 Μαρτίου 2016, 12:17 | TEE/TAK

    Πρόβλεψη μέγιστου χρόνου για την δικαστική επίλυση των διαφορών

  • 28 Μαρτίου 2016, 11:37 | ΣΔ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    • Επιβάλλεται η νομοθετική επίλυση του ζητήματος που έχει προκύψει στην πρόσφατη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων ( Πενταμελών Εφετείων) σύμφωνα με την οποία:
    (α) δεν προσβάλλονται παραδεκτώς ενώπιον των εν λόγω δικαστηρίων ορισμένες πράξεις των οργάνων του εργοδότη ή του φορέα του έργου (όπως η διόρθωση των επιμετρήσεων, η περικοπή εργασιών κλπ) διότι οι πράξεις αυτές συνιστούν μονομερείς απευθυντέες δηλώσεις βουλήσεως των ως άνω οργάνων, οι οποίες ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΟΥΝ ΈΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ για τον ανάδοχο, εφόσον δεν γίνονται δεκτές από τον ίδιο και δεν μπορούν να τύχουν ακυρώσεως ή αναγνώρισης της ακυρότητός τους εκτός εάν συντρέχει λόγος ακυρότητας ή ακυρωσίας κατά τον Αστικό Κώδικα. Υπενθυμίζεται ότι οι παραπάνω ενδεικτικά απαριθμούμενες πράξεις συνιστούν κατ’ εξοχήν βλαπτικές πράξεις του εργοδότη κατά των οποίων η νομοθεσία δημοσίων έργων προβλέπει υποχρεωτικά την άσκηση ενστάσεων και την τήρηση της ενδικοφανούς εν γένει διαδικασίας/προδικασία και οι οποίες επιβάλλεται να κρίνονται βεβαίως ως προς την νομιμότητα τους από τα αρμόδια δικαστήρια.
    (β) το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων είναι πάντοτε «αγωγή» με αίτημα καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό οφειλής.
    (γ) Στην περίπτωση ασκήσεως αγωγής δεν απαιτείται η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας/ προδικασίας , δοθέντος ότι η αγωγή ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3α του Ν. 3481/06, στις περιπτώσεις που δεν σωρεύεται και αίτημα ακύρωσης ή τροποποίησης διοικητικής πράξης δηλ. αίτημα προσφυγής.
    • Η παραπάνω προφανώς άνιση νομολογιακά μεταχείριση όμοιων διαφορών που αναφύονται κατά την εκτέλεση των συμβάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η νομοθεσία δημοσίων έργων, ανάλογα με το αν υπάγονται στην δικαιοδοσία των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, χρήζει άμεσης νομοθετικής αντιμετώπισης με ρύθμιση η οποία πρέπει ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΚΚΡΕΜΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ και μάλιστα και τις πρωτοδίκως κριθείσες υποθέσεις εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες.
    • Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν να εξετασθούν οι ακόλουθες λύσεις :
    1) Να προβλεφθεί ρητά ότι: (i) με το ΕΝΔΙΚΟ ΒΟΗΘΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ εισάγονται ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διαφορές που αναφύονται κατά την διαδικασία εκτέλεσης των δημοσίων έργων από βλαπτικές πράξεις των οργάνων του ΚτΕ για τις οποίες προβλέπεται η τήρηση της ενδικοφανούς διαδικασίας /προδικασίας και (ii) τα παραπάνω δικαστήρια έχουν την εξουσία να διαμορφώνουν πλήρως το περιεχόμενο της εριζόμενης έννομης σχέσης (πχ με καταδίκη των οργάνων του ΚτΕ σε δήλωση βουλήσεως ώστε η προσβληθείσα βλαπτική πράξη να μεταρρυθμίζεται σύμφωνα με όσα ορίζει ο νόμος)
    2) Άλλη λύση θα ήταν να υπαχθούν όλες οι διαφορές από την εκτέλεση των δημοσίων έργων στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, ενέργεια που είναι πλέον θεμιτή μετά την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος (άρθρο 94 παρ.3), ανεξάρτητα από την αναθέτουσα αρχή, δυνατότητα η οποία εφόσον υλοποιηθεί θα συμβάλλει στην ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου και κατά συνέπεια στην μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και για τις δύο πλευρές (εργοδότη και ανάδοχο) στις εργοληπτικές συμβάσεις που διέπονται από την νομοθεσία δημοσίων έργων.
    • Εάν επιλεγεί η υπαγωγή εφεξής όλων των διαφορών από συμβάσεις δημοσίων έργων σε ενιαία δικαιοδοσία, θα πρέπει να υπάρξει μεταβατική ρύθμιση σύμφωνα με την προαναφερθείσα 1η λύση για τις εκκρεμείς ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων υποθέσεις ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου, ώστε να μην υπάρξουν ανεπιεική αποτελέσματα στην μεταχείριση των αναδόχων.

  • 28 Μαρτίου 2016, 11:42 | Βασιλική Δαυιδοπούλου

    Παρ.3 Οι προθεσμίες που τίθενται καθυστερούν πολύ την διαγωνιστική διαδικασία και την έκδοση αποτελέσματος.