Άρθρο 06: Επισήμανση προϊόντων (πλην τροφίμων και ποτών)

1. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ισχύουν οι εξής ορισμοί:
i. «Προϊόν»: κάθε μη εδώδιμο βιομηχανικό προϊόν.
ii. «Προσυσκευασμένο προϊόν»: κάθε μη εδώδιμο βιομηχανικό προϊόν, όταν είναι τοποθετημένο σε μια συσκευασία οποιασδήποτε φύσεως, μη παρόντος του αγοραστού και με τρόπο που το περιεχόμενο της συσκευασίας να μην μπορεί να μεταβληθεί χωρίς φανερό άνοιγμα ή αλλοίωσή της.
iii. «Προϊόν εναρμονισμένου τομέα»: κάθε μη εδώδιμο βιομηχανικό προϊόν, του οποίου οι προδιαγραφές και οι όροι εμπορίας καθορίζονται από «κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης» (κοινοτική νομοθεσία η οποία εναρμονίζει τους όρους εμπορίας των προϊόντων).
iv. «Κατασκευαστής»/«Παρασκευαστής»/«Παραγωγός»: Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει/ παρασκευάζει /παράγει προϊόν ή που αναθέτει σε άλλους το σχεδιασμό ή την κατασκευή/ παρασκευή/ παραγωγή προϊόντος και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό του σήμα.
v. «Εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ε.Ε. που διαθέτει (θέτει για πρώτη φορά σε κυκλοφορία) προϊόν τρίτης χώρας στην κοινοτική αγορά.
vi. «Διανομέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αλυσίδα εφοδιασμού, άλλο από τον κατασκευαστή ή τον εισαγωγέα, το οποίο καθιστά διαθέσιμο προϊόν στην αγορά.
vii. «Υπεύθυνος διάθεσης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εγκατεστημένο στην Ελλάδα, το οποίο, υπό την ιδιότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα ή του διανομέα, διαθέτει (θέτει για πρώτη φορά σε κυκλοφορία) προϊόν στην ελληνική αγορά.
viii. «Λιανοπωλητής»: κάθε διανομέας, εγκατεστημένος στην Ελλάδα, που καθιστά διαθέσιμο προϊόν στον τελικό καταναλωτή.
ix. «Χώρα Παραγωγής»: Ως χώρα παραγωγής θεωρείται η χώρα στην οποία πραγματοποιείται το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους παραγωγής συμπεριλαμβανομένων και των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης του προϊόντος, ενώ δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό οι δαπάνες που αφορούν σε προώθηση, διαφήμιση και προβολή του προϊόντος.
2. Τα προϊόντα, προσυσκευασμένα ή όχι, θα πρέπει να φέρουν, στη συσκευασία τους ή σε πινακίδα σταθερά προσαρτημένη σε αυτά τις ακόλουθες ελάχιστες υποχρεωτικές ενδείξεις, γραμμένες κατά τρόπο εμφανή, ανεξίτηλο και ευανάγνωστο:
i. Το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή, εφόσον είναι εγκαταστημένος στην Ε.Ε. ή του εισαγωγέα ή του υπεύθυνου διάθεσης του προϊόντος στην ελληνική αγορά.
ii. Την ονομασία πώλησης του προϊόντος, τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα, με εξαίρεση την περίπτωση προϊόντων σύγχρονης τεχνολογίας, όπου έχουν καθιερωθεί διεθνώς αναγνωρισμένες ονομασίες πώλησης (π.χ.: DVD, VIDEO, MP3, κλπ.).
iii. Την ονομαστική ποσότητα του περιεχομένου, όπως αυτή πρέπει να αναγράφεται σύμφωνα με το άρθρο 18.
iv. Την ένδειξη της χώρας παραγωγής τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα, εφόσον δεν πρόκειται περί προϊόντων της Ε.Ε. Η ένδειξη αυτή θα πρέπει επίσης να δηλώνεται στο τιμολόγιο.
v. Την ποιότητα, σύνθεση και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά καθώς και πληροφορίες προφύλαξης, συντήρησης και χρήσης, τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα ή/και με σύμβολα ή εικονογράμματα, εφόσον αυτό προβλέπεται από ισχύουσες διατάξεις ή από εναρμονισμένα πρότυπα.
vi. Το τηλέφωνο του Κέντρου Δηλητηριάσεων σε όσα χημικά βιομηχανικά προϊόντα αρμοδιότητας του Γενικού Χημείου του Κράτους αναγράφονται φράσεις προφύλαξης, οι οποίες συνιστούν να κληθεί αμέσως το Κέντρο Δηλητηριάσεων.
vii. Οποιεσδήποτε άλλες ξενόγλωσσες πληροφορίες που υπάρχουν στο προϊόν ή στην συσκευασία του και οι οποίες παρέχονται εθελοντικά από τον κατασκευαστή του, πρέπει να αναγράφονται και στην ελληνική γλώσσα.
3. Ειδικότερα για τα προϊόντα του εναρμονισμένου τομέα, η επισήμανσή τους πρέπει να περιλαμβάνει εκτός από τις ενδείξεις της παραγράφου 2 και τα εξής:
i. Το όνομα, την καταχωρισμένη εμπορική επωνυμία ή το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα του κατασκευαστή και τη διεύθυνσή του στο προϊόν ή όταν δεν είναι δυνατό στην συσκευασία του ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν. Η διεύθυνση πρέπει να υποδεικνύει ένα μοναδικό σημείο στο οποίο μπορεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τον κατασκευαστή.
ii. Τον αριθμό τύπου, παρτίδας ή σειράς ή όποιο άλλο στοιχείο που επιτρέπει την ταυτοποίησή τους. Η ένδειξη αυτή αναγράφεται στο προϊόν ή όταν δεν το επιτρέπει το μέγεθος ή η φύση του προϊόντος, στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν.
iii. Τη σήμανση CE που υποδηλώνει τη συμμόρφωση του προϊόντος με τις απαιτήσεις ασφάλειας για τους καταναλωτές και κάθε τελικό χρήστη, εφόσον αυτή προβλέπεται από συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία εναρμόνισης (Άρθρο 106, Α. «ΜΗ ΕΞΑΝΤΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ ΤΟΜΕΑ»). Η σήμανση CE τίθεται κατά τρόπο εμφανή, ευανάγνωστο και ανεξίτηλο στο προϊόν ή στην πινακίδα σταθερά προσαρτημένη σε αυτό μαζί με τα στοιχεία του κατασκευαστή. Ωστόσο, όταν η φύση του προϊόντος δεν το επιτρέπει ή δεν το δικαιολογεί, η σήμανση CE τίθεται στη συσκευασία του και στα συνοδευτικά έγγραφα, εφόσον τα προβλέπει η συγκεκριμένη νομοθεσία.
4. Εξαιρούνται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 προϊόντα που για τεχνικούς λόγους (πολύ μικρό μέγεθος, φύση προϊόντος) δεν είναι δυνατό να αναγράφονται οι ενδείξεις στη συσκευασία τους ή σε πινακίδα σταθερά προσαρτημένη σε αυτά και εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Στην περίπτωση αυτή οι ενδείξεις των εδαφίων (β), (γ), (δ) και (ε) της εν λόγω παραγράφου, αναγράφονται στα συνοδευτικά έγγραφα και με ευθύνη των λιανοπωλητών σε πινακίδα ανά κατηγορία προϊόντων ή σε κατάλογο, που τοποθετείται σε ορατό σημείο του εκθετηρίου πώλησης, σε άμεση γειτνίαση με τα προϊόντα και διαμορφώνεται κατάλληλα, ώστε να μη δημιουργείται σύγχυση στους καταναλωτές.
5. Η επισήμανση των χημικών ουσιών, μειγμάτων ή αντικειμένων που έχουν ταξινομηθεί ως επικίνδυνα, πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις των κανονισμών 1272/2008/ΕΚ και 1907/2006/ΕΚ, της ΥΑ 265/2002 (ΦΕΚ 1214/Β/2002) και της ΚΥΑ 378/1994 (ΦΕΚ 705/Β/1994) όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. Υπεύθυνος για την επισήμανση/ συσκευασία των χημικών προϊόντων είναι ο προμηθευτής αυτών (παραγωγός, εισαγωγέας, μεταγενέστερος χρήστης ή διανομέας), όπως ορίζεται στους Κανονισμούς 1907/200 και 1272/2008. Η εποπτεία της αγοράς για τον παραπάνω τομέα, γίνεται σε συνεργασία με τις αρμόδιες διευθύνσεις του Γενικού Χημείου του Κράτους.
6. Υπεύθυνος για την αναγραφή των ενδείξεων είναι ο κατασκευαστής ή ο εισαγωγέας και στην περίπτωση που οι δύο προηγούμενοι δεν είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, ο υπεύθυνος διάθεσης του προϊόντος. Στην περίπτωση προϊόντων που έχουν παραγγελθεί από τρίτον, το όνομα του οποίου αναγράφεται επί της συσκευασίας (π.χ. προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας), τότε και ο παραγγέλλων θεωρείται συνυπεύθυνος. Συνυπεύθυνος για την έλλειψη των ενδείξεων θεωρείται εκτός από τους παραπάνω και ο διανομέας.

  • 28 Σεπτεμβρίου 2012, 13:29 | ΜΕΤΡΟΛΟΓΟΣ

    ΣΧΟΛΙΟ:
    ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΔΙΕΥΚΟΛΎΝΕΤΑΙ Ο ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΉΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΕΓΚΤΙΚΈΣ ΥΠΗΡΕΣΊΕΣ ΓΙΑ ΣΥΣΚΕΥΑΣΜΈΝΑ ΠΡΟΪΌΝΤΑ ΠΟΥ ΔΎΣΚΟΛΑ ΕΛΈΓΧΟΝΤΑΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΩΣΤΗ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΕΠΙΒΆΛΛΕΤΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΠΡΟΣΘΉΚΗ.

    ΠΡΟΤΑΣΗ: Με απόφαση υπουργού μπορεί να επιβάλλεται η αναγραφή του βάρους του περιέκτη (μεταλλικό κουτί – βάζο – χαρτοσυσκευασία κλπ) σε προϊόντα ευρείας κατανάλωσης

  • 28 Σεπτεμβρίου 2012, 12:08 | Αθανασία Ντούμα

    Υπάρχει κοινοτική νομοθεσία για τα καλλυντικά και συγκεκριμένες οδηγίες για τον τρόπο απεικόνισης ειδικά της σύνθεσής τους, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τα οριζόμενα στο σχέδιο της διάταξης.

  • 28 Σεπτεμβρίου 2012, 11:02 | Αλέξιος Χατζηιωάννου

    Γενικά:
    Για να αποφευχθούν συγκρούσεις με υφιστάμενες συγκεκριμένες διατάξεις του εναρμονισμένου τομέα, κρίνεται αναγκαίο να πρέπει να υπάρξει συγκεκριμένη πρόβλεψη ώστε να υπερισχύουν οι συγκεκριμένες διατάξεις και όχι οι γενικές των Κανόνων ΔΙΕΠΠΥ. Για παράδειγμα, υπάρχει ειδική διάταξη για τις ενδείξεις της συσκευασίας και των οδηγιών χρήσης ιατροτεχνολογικών προϊόντων που προβλέπει ότι εφόσον προορίζονται για επαγγελματία (professional) τότε οι οδηγίες χρήσης μπορούν να μην είναι στα ελληνικά.

    Επίσης, όπως είναι η προτεινόμενη διάταξη έρχεται σε αντίθεση με τον ευρωπαϊκό κανονισμό 207/2012 σχετικά με τις ηλεκτρονικές οδηγίες χρήσης ιατροτεχνολογικών προϊόντων.

    ΊΣως είναι καλύτερο το να υπάρχει στην αρχή του κειμένου μνεία ότι υπερισχύουν οι ειδικές διατάξεις.

    vii: τι γίνεται όταν ο υπεύθυνος διάθεσης, όπως ορίζεται στο κείμενο, δεν είναι εγκατεστημένος στην Ελλάδα; Δηλαδή όταν κάποιος στην Ελλάδα προμηθεύεται ένα προϊόν απευθείας από κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα.

    3: ο αριθμός παρτίδος/σειράς είναι για την ταυτοποίηση του συγκεκριμένου προϊόντος (αριθμός σειράς) ή υποσυνόλου μαζικά παρηγμένων προϊόντων (αριθμός παρτίδας) συγκρίνοντας με τα ίδια προϊόντα (δηλαδή καραμέλα τύπου Α, με αρ. παρτίδας 123 και καραμέλα τύπου Α με αρ. παρτίδας 456). Επομένως δεν μπορεί να χρησιμποιηθεί για την ταυτοποίηση διαφορετικών προϊόντων (πχ καραμέλα τύπου Α και καραμέλα τύπου Β. Μάλιστα, και οι δύο καραμέλες μπορεί να έχουν τον ίδιο αριθμό παρτίδας!). Πάλι, η απαίτηση αναγραφής αριθμού τύπου έρχεται σε αντίθεση με οδηγίες του εναρμονισμένου τομέα που δεν απαιτούν την αναγραφή αριθμού τύπου (όπως η οδηγία 93/42/ΕΟΚ).

    6: υπεύθυνος για την αναγραφή ενδείξεων σε προϊόντα του εναρμονισμένου τομέα είναι μόνον ο κατασκευαστής (και εφόσον υπογράφει την Δήλωση Πιστότητας, τότε και ο εξουσιοδοτημένος ευρωπαίος αντιπρόσωπος). Ο υπεύθυνος διάθεσης ή ο διανομέας δεν μπορούν να παρέμβουν στη συσκευασία επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τα προϊόντα αυτά. Βλέπε υπόθεση ΔΕΚ C-315/05, (εφόσον το κοινοτικό δίκαιο δε διευκρινίζει ποιος είναι υπεύθυνος για την επισήμανση, ένα κράτος-μέλος μπορεί να επιβάλει στους εμπόρους την ευθύνη για την επαλήθευση όλων των ενδείξεων). Η ίδια απόφαση του ΔΕΚ βρίσκει εφαρμογή σε όλον τον Κανονισμό ΔΙΕΠΠΥ, στην περίπτωση που υπάρχει ειδική νομοθεσία που ορίζει ότι υπεύθυνος για την αναγραφή αλλά και για το περιεχόμενο είναι ο κατασκευαστής (και όχι ο διανομέας ή ο υπεύθυνος κυκλοφορίας/διάθεσης κλπ). Ο διανομέας δεν μπορεί να ελέγχει κάτι για το οποίο είναι υπεύθυνος ο κατασκευαστής (βλέπε παρ’ολίγο παραπομπή της Ελλάδος στο ΔΕΚ λόγω παρόμοιας απαίτησης στην Ε3/833/99 την οποία η Ελλάδα τελικά ανακάλεσε και αντικατέστησε με την 1348/2004, σχετικά με τη διακίνηση ιατροτεχνολογικών προϊόντων).

    Στα ιδιωτικής ετικέττας προϊόντα, ευθύνη έχει πάλι ο κατασκευαστής που αναγράφεται επί του προϊόντος (οπότε και αναλαμβάνει την ευθύνη για το σχεδιασμό των ενδείξεων της συσκευασίας) ανεξάρτητα από το αν την πραγματοποιεί τρίτος για λογαριασμό του. Επομένως, καλό είναι να μη συγχέεται ο «παραγγέλων» αφού υπάρχει περίπτωση ο παραγγέλων να μη συμπίπτει με τον κατασκευαστή.

  • Προτείνεται να προστεθεί παράγραφος 7, ως εξής:
    «7. Το παρόν άρθρο δεν έχει εφαρμογή σε προϊόντα των οποίων οι ενδείξεις που πρέπει να φέρουν, προβλέπονται από ειδικότερες διατάξεις του παρόντος Κώδικα.»

    ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
    Το άρθρο 6 περιλαμβάνει γενικές ρυθμίσεις επί πολλών και διαφορετικών προϊόντων. Ωστόσο, ο Κώδικας, περιέχει ειδικότερες διατάξεις σχετικά με τη σήμανση και τις ενδείξεις κάποιων προϊόντων, λόγω της ιδιαιτερότητας των τελευταίων. Αυτά θα πρέπει να εξαιρούνται από το άρθρο 6.

  • 28 Σεπτεμβρίου 2012, 08:34 | ΜΕΤΡΟ ΑΕΒΕ

    Παρ. 2
    1. (για το v): Όταν πρόκειται για απορρυπαντικά, καλλυντικά ή εντομοκτόνα αναγράφονταν οι ενδείξεις στην αγγλική γλώσσα. Θα πρέπει να αλλάξει και αυτό; (π.χ. Lanolin ή λανολίνη, pyrethrum extract ή εκχύλισμα πύρεθρου). θα πρέπει να εξαιρεθούν τέτοιες περιπτώσεις.
    2. (για το vii): Είναι ανέφικτο, ορισμένες φορές, λόγω του μεγέθους της συσκευασίας, να αναγράφονται πολλές πληροφορίες.

  • 28 Σεπτεμβρίου 2012, 07:39 | ΜΕΤΡΟ ΑΕΒΕ

    παρ.2 περ. vii : Δεν διευκρινίζεται εάν θα περιλαμβάνονται όλες οι περιπτώσεις, όπως π.χ. συνταγές ή προτάσεις σερβιρίσματος.

  • 27 Σεπτεμβρίου 2012, 13:55 | Ελένη Παπαθανασίου

    Άρθρο 6 – απαίτηση vii
    Σε πολλές περιπτώσεις πολύγλωσσων (πχ. δίγλωσσων συσκευασιών), οι συσκευασίες των προϊόντων είναι πολύ μικρές και λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χώρου στις συσκευασίες δεν είναι εφικτό να υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες όλες οι πληροφορίες (πχ. Ισχυρισμοί). Συνεπώς, προτείνεται να υπάρχουν στην Ελληνική γλώσσα κατ’ ελάχιστον ότι προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία και όποια πληροφορία κρίνεται απαραίτητη για την σωστή και ασφαλή χρήση του προϊόντος και όχι υποχρεωτικά οποιεσδήποτε άλλες ξενόγλωσσες πληροφορίες που υπάρχουν στο προϊόν ή στην συσκευασία του και οι οποίες παρέχονται εθελοντικά από τον κατασκευαστή του.

  • 27 Σεπτεμβρίου 2012, 13:23 | Ελένη Παπαθανασίου

    Άρθρο 6 – απαίτηση ii:
    Δεδομένου ότι ως ονομασία πώλησης του προϊόντος νοείται η εμπορική ονομασία του προϊόντος (π.χ. Glade Sense & Spray, Raid Max) δηλαδή το brand name που δηλώνεται στην μπροστινή ετικέτα (ή μπροστινή όψη της συσκευασίας), είναι αντιληπτό ότι η απαίτηση vii αφορά στην περιγραφή του προϊόντος. Για τον λόγο αυτό, συστήνεται η απαίτηση ii του άρθρου 6 να διαμορφωθεί ως εξής: «Την περιγραφή /είδος πώλησης του προϊόντος, τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα, με εξαίρεση την περίπτωση προϊόντων σύγχρονης τεχνολογίας, όπου έχουν καθιερωθεί διεθνώς αναγνωρισμένες ονομασίες πώλησης (π.χ.: DVD, VIDEO, MP3, κλπ.).», ώστε να είναι πιο ξεκάθαρη η απαίτηση.

  • 27 Σεπτεμβρίου 2012, 13:16 | Ελένη Παπαθανασίου

    Άρθρο 6
    1. Σχετικά με την απαίτηση αναγραφής της χώρας προέλευσης στο τιμολόγιο, εφόσον δεν πρόκειται περί προϊόντων της Ε.Ε (σημείο 6.2.iv), δεν διευκρινίζεται σε ποια τιμολόγια απαιτείται η αναγραφή. Στα τιμολόγια που εκδίδονται από τον υπεύθυνο διάθεσης του προϊόντος στην Ελλάδα; Προτείνεται να απαλειφθεί η απαίτηση αυτή για τους παρακάτω λόγους:
    α. Σε πολλές περιπτώσεις, τα προϊόντα παρότι παράγονται σε χώρα εκτός Ε.Ε, εισέρχονται στην Ελλάδα αφού έχουν εισαχθεί πρώτα σε κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε. (οπότε και ο εκτελωνισμός έχει γίνει σε άλλη χώρα). Κατά συνέπεια, ο έλεγχος της συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία έχει ήδη ολοκληρωθεί στο κράτος-μέλος στο οποίο έγινε η πρώτη εισαγωγή.
    β. Στις περιπτώσεις που η εισαγωγή έχει γίνει στην Ελλάδα, η χώρα προέλευσης προκύπτει από τα συνοδευτικά έγγραφα μεταφοράς και από τα στοιχεία του προμηθευτή στο τιμολόγιο που έχει εκδοθεί από τον προμηθευτή και είναι ευθύνη των ελληνικών αρμοδίων αρχών στα τελωνεία να ελέγξουν τη συμμόρφωση με την κείμενη νομοθεσία.
    γ. Πολλές φορές προϊόντα που παράγονται σε χώρες εκτός Ε.Ε. στη συνέχεια συσκευάζονται σε χώρες της Κοινότητας προτού εισέλθουν στην ελληνική αγορά.
    Με βάση τα ανωτέρω, η αναγραφή της χώρας προέλευσης στα τιμολόγια πώλησης του προϊόντος που εκδίδονται από τον υπεύθυνο διάθεσης στην Ελληνική αγορά δεν εξυπηρετεί κάτι.

  • Το κύριο πρόβλημα με κάποια από αυτά είναι ότι η «συσκευασία» τους δημιουργεί πολύ σκουπίδι.
    Για λόγους ευκολίας πώλησης ένα απλό-μικρό ηλεκτρικό φις, ας πούμε, «συσκευάζεται» με ένα μεγάλο χαρτόνι από πίσω και μιά, κολλημένη επάνω του, πλαστική θήκη.
    Και «το όλον» έχει μιά τρύπα επάνω για να κρεμιέται στα άγγιστρα των προθηκών.
    Ποιός ο λόγος για τόσο σκουπίδι;
    Μήπως θα έπρεπε να υπάρξει υποχρέωση για τέτοια προϊόντα να πωλούνται ασυσκεύαστα, αφού κανένας λόγος δεν συντρέχει για το «πακετάρισμά» τους;
    Έτσι θα ήταν και μικρότερη η τιμή τους, νομίζω.
    Κάτι κοστίζει μιά τέτοια «συσκευασία»…

  • 22 Σεπτεμβρίου 2012, 20:12 | Αλέκος Παπαδόπουλος

    To Tηλέφωνο του Κέντρου Δηλητηριάσεων πρέπει να αναγράφεται σε όλα ανεξαιρέτως τα συσκευασμένα χωρίς εξαιρέσεις. Αν το προϊόν έχει χαλάσει, καθίσταται πιθανώς δηλητηριώδες και επικίνδυνο ανεξάρτητα από το αν είναι χημικό.

  • 22 Σεπτεμβρίου 2012, 12:16 | Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ (ΣΕΒΑΣ)

    Στο άρθρο 6.5 γίνεται αναφορά σε συνεργασία με τις αρμόδιες Διευθύνσεις ΓΧΚ. Το περιεχόμενο και η έκταση της συνεργασίας αυτής θα πρέπει να διευκρινιστούν επαρκώς κατ’ ειδικότερο τρόπο που θα καλύπτει τουλάχιστον την διαδικαστική, αν όχι και ουσιαστική διάσταση. Η διευκρίνιση πρέπει να είναι απόλυτα διαφανής και να είναι σε γνώση της βιομηχανίας.
    Μέχρις ότου γίνει η διευκρίνιση αυτή δεν θα πρέπει να γίνει «ελεύθερη» εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης, μόνο και μόνο επειδή θα υπάρχει και θα προβλέπεται στο κείμενο των ΔΙΕΠΠΥ.
    Η παρατήρηση μου βασίζεται στην καλή γνώση πως το ΓΧΚ θεωρεί (πιθανότατα δικαιολογημένα) πολλά θέματα που μπορεί να εμπίπτουν στην ως άνω διάταξη ως θέματα αποκλειστικής του αρμοδιότητας. Ως εκ τούτου πρέπει να αποφευχθούν πιθανές συγχύσεις ή αλληλεπικαλύψεις, η αδικαιολόγητες παρεμβάσεις λόγω πιθανολογούμενης αρμοδιότητας. Κυρίως δεν πρέπει να οδηγήσει η διάταξη αυτή σε άσκηση διπλών-παράλληλων παρεμβατικών αρμοδιοτήτων (πραγματικών ή νομιζόμενων). Υπάρχει ανάλογη δυσάρεστη εμπειρία στο παρελθόν για την βιομηχανία, η οποία είχε καταστεί αδικαιολόγητα αντικείμενο σχετικής ταλαιπωρίας.

  • 22 Σεπτεμβρίου 2012, 12:34 | Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ (ΣΕΒΑΣ)

    Στην παράγραφο 5 του άρθρου 6 (άρθρο 6.5)οι αναγραφόμενες λεπτομερώς κοινοτικές και εθνικές κανονιστικές-νομοθετικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στη χημική νομοθεσία είναι όντως ορθές και ισχύουσες. Έτσι η σχετική διάταξη εμφανίζεται να διακρίνεται από μια πληρότητα και ακρίβεια.
    Παρόλα αυτά ορισμένες από τις ρυθμίσεις αυτές έχουν προδιαγεγραμμένο σύντομο βίο ισχύος είτε η ισχύς τους δεν είναι καθολική (δηλαδή ως προς όλες τις διατάξεις τους). Έτσι π.χ. η Απόφαση 265/02 περί επικινδύνων προιόντων, όπως και η κοινοτική Οδηγία 99/45, της οποίας αποτελεί μεταφορά-υιοθέτηση στο εθνικό δίκαιο, ισχύουν μεταβατικά και θα πάψουν να ισχύουν σε πολύ-λίγα χρόνια, αφού θα αντικατασταθούν υποχρεωτικά από τις διατάξεις του Κανονισμού 1272/08. Μάλιστα η αντικατάσταση αυτή δεν αποκλείεται (νομικά τουλάχιστον) να γίνει και νωρίτερα.
    Κάτι ανάλογο και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα και έκταση συμβαίνει με την νομοθεσία περί επικινδύνων ουσιών(Απόφαση 378/94, που αποτελεί και αυτή μεταφορά αντίστοιχης κοινοτικής νομοθεσίας περί επικινδύνων ουσιών). Επιπλέον ένα μεγάλο μέρος της Απόφασης αυτής έχει ήδη ενσωματωθεί στον Κανονισμό 1907/06.
    Ως εκ τούτου θα χρειαστούν σχετικά σύντομα ανάλογες αλλαγές στο κείμενο των ΔΙΕΠΠΥ.

  • 22 Σεπτεμβρίου 2012, 11:07 | Θ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ (ΣΕΒΑΣ)

    Η απαίτηση αναγραφής στην ελληνική της χώρας παραγωγής σε κάθε περίπτωση όπως τίθεται στο σημείο 6.2.iv καταρχήν δεν φαίνεται απόλυτα αναγκαία. Επί πλέον δεν μπορεί να αντιμετωπίσει επαρκώς περιπτώσεις κατά τις οποίες τα προιόντα εισέρχονται στην Ελλάδα προερχόμενα μεν από άλλες χώρες της Ε.Ε. με πιθανή χώρα παραγωγής, όμως, εκτός Κοινότητας (οπότε και ο εκτελωνισμός έχει γίνει σε άλλη χώρα). Εξάλλου πολλές φορές προιόντα παράγονται σε χώρες εκτός Ε.Ε. στη συνέχεια συσκευάζονται σε χώρες της Κοινότητας προτού εισέλθουν στην ελληνική αγορά.