Άρθρο 47: Περιορισμοί στους έμμισθους δικηγόρους.

1. Η σύμβαση του έμμισθου δικηγόρου που συμπληρώνει το 67ο έτος της ηλικίας του ή θεμελιώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα για πλήρη σύνταξη από το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.) λύεται και δεν επιτρέπεται να προσληφθεί ως έμμισθος στο Δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το 67ο έτος θεωρείται ότι συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους.
2. Δικηγόροι που προσφέρουν τις νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και κάθε είδους νομικά πρόσωπα και υπάγονται ή θα υπαχθούν για τις υπηρεσίες τους αυτές στην ασφάλιση του ασφαλιστικού οργανισμού που καλύπτει το προσωπικό του εντολέα τους, είτε βάσει του Κανονισμού ή Οργανισμού του ασφαλιστικού φορέα είτε από τις κείμενες διατάξεις, αποχωρούν υποχρεωτικά και η σύμβασή τους λύεται αυτοδικαίως, αφότου θεμελιώσουν από τις παραπάνω υπηρεσίες τους δικαίωμα για πλήρη σύνταξη κατά τη νομοθεσία που διέπει τον Οργανισμό αυτόν. Στις περιπτώσεις αυτές οι αποχωρούντες δικαιούνται να λάβουν κατ’ επιλογήν τους, είτε την προβλεπόμενη εξαιτίας της αποχώρησής τους εφάπαξ πλήρη παροχή από τον ασφαλιστικό οργανισμό, είτε την προβλεπόμενη αποζημίωση από το άρθρο 47 παρ. 3, 4 και 5 του παρόντος.
3. Εντολείς που προσλαμβάνουν έμμισθο δικηγόρο είναι υποχρεωμένοι, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη της σύμβασης πρόσληψης να αναγγείλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους του τόπου όπου παρέχονται οι δικηγορικές ή νομικές υπηρεσίες κάθε τέτοια σύμβαση μέσα σε τριάντα ημέρες από την υπογραφή της σύμβασης ή το διορισμό. Η αναγγελία πρέπει να περιέχει ονομαστική κατάσταση των δικηγόρων και νομικών συμβούλων που προσλαμβάνονται, ημερομηνία σύναψης της σχετικής σύμβασης και τον δικηγορικό σύλλογο του οποίου είναι μέλος ο προσλαμβανόμενος. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εντολείς αυτοί να παρέχουν τις πιο πάνω πληροφορίες, μέσα στην ίδια προθεσμία των τριάντα ημερών, όταν τους ζητηθεί από το δικηγορικό σύλλογο της έδρας τους ή του τόπου όπου απασχολούν τους δικηγόρους ή νομικούς συμβούλους.
4. Ο δικηγόρος που συνταξιοδοτείται από το δημόσιο ή άλλο οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την συνταξιοδότησή του, να υποβάλει στον οικείο δικηγορικό σύλλογο δήλωση, στην οποία θα ανακοινώσει τη συνταξιοδότησή του, το φορέα από τον οποίο συνταξιοδοτείται, τη χρονολογία έναρξης καταβολής της σύνταξης και το ποσό της.

  • 4 Μαρτίου 2013, 11:27 | Κ.Τσάκωνα

    Άστοχη η διατύπωση του άρθρου αυτού ή ηθελημένη?
    Ως έχει πάντως ενισχύει μόνο την ‘υπαλληλοποίηση’ των εμμίσθων δικηγόρων και διαφοροποίησή τους από λοιπούς συναδέλφους.

    Και ο έμμισθος δικηγόρος είναι δικηγόρος και εφόσον έχει επιλέξει την παροχή των συμβουλών του σε ένα ν.π. ως έμμισθος, τόσο εκείνος όσο και ο εντολέας του (για τους λόγους που αναφέρει η κείμενη νομοθεσία βλ. και για λόγους εμπιστοσύνης) θα πρέπει να αποφασίσουν ποτε και αν λύεται η συμφωνία τους.

  • 27 Φεβρουαρίου 2013, 09:02 | ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΡΔΑΛΑΣ

    Η διατύπωση του άρθρου αυτού (του άρθρου 47) πρέπει να αλλάξει δεδομένου ότι η υποχρεωτική λόγω ηλικίας εκδίωξη ενος εμμίσθου δικηγόρου (με την εμπειρία που διαθέτει και την ικανότητα που έχει αποκτήσει απο την πολυετή θητεία του ως εμμίσθου) απο την υπηρεσία του λόγω ηλικίας ή λόγω (υποχρεωτικής ???) συνταξιοδοτήσεως είναι αντισυνταγματική και αντικοινωνική. Ο δικηγόρος είναι ελεύθερος επαγγελματίας και εφόσον έχει επιλέξει την θητεία του ως έμμισθου, εκείνος ή ο εντολέας του (για τους λόγους που αναφέρει η κείμενη νομοθεσία) θα πρέπει να αποφασίσουν ποτε θα αποχωρήσειο έμμισθος απο την θέση του.
    Δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο έμμισθος δικηγόρος δεν έχει αναπτύξει (λόγω χρόνου απασχόλησής του και λόγω καθηκόντων του) ελεύθερη πελατεία και δεν είναι δυνατό στα 67 του να την αναπτύξει, οπότε, με την ρύθμιση του άρθρου αυτού καταδικάζεται είτε σε απραξία ελλείψει πελαταίας είτε σε υπαλληλοποίησή του.
    Αν ο νέος συντάκτης του Δικηγορικού Κώδικα επιθυμεί να θέσει τέτοιο όριο ηλικίας στους εμμίσθους δικηγόρους, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι τούτο θα ισχύσει για τις συμβάσεις εμμίσθων, που συνάπτονται μετά την ψήφιση του νέου νόμου και να μην καταλαμβάνει τις ήδη υφιστάμενες συμβάσεις εμμίσθων δικηγόρων.