Άρθρο 11 Πειθαρχική διαδικασία

1. Τα μέλη της ΡΑΕ, για κάθε παράβαση των υποχρεώσεών τους, οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα νόμο, υπέχουν πειθαρχική ευθύνη. Η ευθύνη αυτή καταλογίζεται με πλήρως αιτιολογημένη απόφαση ειδικού πειθαρχικού συμβουλίου σύμφωνα με τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου.

2. Το πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με πενταετή θητεία και απαρτίζεται από δύο(2) Συμβούλους της Επικρατείαςκαι τρεις (3) μόνιμους Καθηγητές Πανεπιστημίου οποιασδήποτε βαθμίδας στο γνωστικό αντικείμενο του δημοσίου δικαίου και τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους, οι οποίοι επιλέγονται μετά από κλήρωση που διενεργείται από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πρόεδρος ορίζεται ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός εκ των μελών του συμβουλίου. Μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου που συνταξιοδοτούνται από το σώμα στο οποίο μετέχουν ως δικαστικοί λειτουργοί ή καθηγητές διατηρούν την ιδιότητα του μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου έως τη λήξη της θητείας τους. Με την ίδια απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής διορίζεται ο γραμματέας του συμβουλίου και ο αναπληρωτής του, οι οποίοι είναι μέλη της Γραμματείας της ΡΑΕ.

3. Η αμοιβή του προέδρου, των μελών και του γραμματέα του πειθαρχικού συμβουλίου, καθώς και των αναπληρωτών τουςκαθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατά παρέκκλιση άλλων γενικών ή ειδικών διατάξεων. Η δαπάνη που προκαλείται από το προηγούμενο εδάφιο της παρούσας παραγράφου βαρύνει τον προϋπολογισμό της ΡΑΕ.

4. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου δύνανται να κινήσουνμε απόφασή τουςο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ο Πρόεδρος της Βουλής ή η ΡΑΕ χωρίς τη συμμετοχή του ελεγχόμενου μέλους.

5. Το όργανο που κινεί την πειθαρχική διαδικασία κατά την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου διαβιβάζει στον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου πλήρη φάκελο της υπόθεσης, τον ατομικό φάκελο του εγκαλουμένου και κάθε αναγκαίο επιπλέον στοιχείο και κοινοποιεί αντίγραφο της κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας στο σύνολο των τακτικών και αναπληρωματικών μελών του πειθαρχικού συμβουλίου.

6. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν λάβει τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου, παραγγέλλει την επίδοση κλήσηςμε γνωστοποίηση των αιτιάσεων στον εγκαλούμενο γνωρίζοντάς του παράλληλα ότι δικαιούται να λάβει γνώση του συνόλου των εγγράφων της υπόθεσης μέχρι την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης.

7. Το συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τριών (3) τουλάχιστον μελών και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, κατόπιν ακρόασης του εγκαλουμένου. Ο τελευταίος απολαμβάνει του δικαιώματος να παρίσταται στην ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου διαδικασία με δικηγόρο.

8. Το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και τη διαβίβαση σε αυτό πλήρους φακέλου της υπόθεσης. Η απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ισχύει από τη δημοσίευσή της και είναι προσβλητή με προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων περί υπαλληλικής προσφυγής. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει την ποινή.

9. Στα μέλη της ΡΑΕ επιβάλλεται με την ως άνω διαδικασία η ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης για σοβαρή παράβαση των καθηκόντων τους που περιγράφονται στην κείμενη νομοθεσία ανάλογα με τη βαρύτητά της. Ειδικά στην περίπτωση που τα μέλη της ΡΑΕ προβαίνουν σε πράξεις ή αναλαμβάνουν εργασία ή έργο που δεν συμβιβάζονται με τις αρχές της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας που πρέπει να διέπουν τη λειτουργία της Αρχής, επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης πέραν της αστικής ή/και ποινικής ευθύνης που τυχόν υπέχουν.

10. Τα μέλη της ΡΑΕεκπίπτουν αυτοδικαίωςαπό τη θέση τους,εάν κατά τη διάρκεια της θητείας τους καταδικαστούν με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, ΦΕΚ Α’ 26). Η έκπτωση των μελών της ΡΑΕ συνεπεία αμετάκλητης δικαστικής απόφασης διαπιστώνεταιμε απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

11. Η ιδιότητα του μέλους μπορεί να ανασταλεί, με απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου, εφόσον έχει κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά του μέλους αυτού και, πάντως, εάν εκδοθεί αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για ένα από τα εγκλήματα που συνεπάγονται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, ΦΕΚ Α’ 26) και μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση. Αν ανασταλεί η ιδιότητα μέλους,διορίζεται αναπληρωματικό μέλος κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2 του άρθρου7 του παρόντος νόμου, η θητεία του οποίου διαρκεί όσο διαρκεί η αναστολή. Ωστόσο, η ΡΑΕ συνεχίζει να λειτουργεί, όχι όμως πέρα από ένα εξάμηνο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου η ιδιότητα έχει ανασταλεί, εφόσον κατά τις συνεδριάσεις της τα λοιπά μέλη επαρκούν, ώστε να υπάρχει απαρτία.

12. Κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την πειθαρχική ευθύνη των μελών της ΡΑΕ και την πειθαρχική διαδικασία καθορίζεται με απόφαση της ΡΑΕ ύστερα από έγκριση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής.

  • Εάν ισχύουν οι διατάξεις του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας τότε αυτόματα τίθενται σε προσωρινή αργία και παραπέμπονται στην δικαστική αρχή για να κριθούν σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία.